Αφήνοντας πίσω τον στριφογυριστό δρόμο του Δομοκού, με κατεύθυνση προς Φάρσαλα, διασχίζω τον έως πρότινος εύφορο κάμπο στη νότια είσοδο της Θεσσαλίας. Τοπίο δυστοπικό άφησε πίσω της η θεομηνία. Εφιαλτικό σκηνικό. Χωράφια που έμειναν χωρίς χώμα. Δέντρα ξεριζωμένα στις άκρες του δρόμου. Εκατοντάδες μέτρα λάστιχα ποτίσματος που ξεπρόβαλαν μέσα από τη γη καθώς υποχώρησαν τα νερά, γεμάτα λάσπη, άχρηστα πια. Τόνοι μπάζων από φερτές πέτρες σχηματίζουν λοφίσκους εκεί που κάποτε ήταν αγροτικές καλλιέργειες.
Βρίσκομαι στα τελευταία χιλιόμετρα της Στερεάς, στην περίχωρα του Δομοκού, με προορισμό το χωριό Βαρδαλή. Ο καυτός ήλιος του Σεπτεμβρίου στεγνώνει κάποιες βαμβακοκαλλιέργειες που στάθηκαν όρθιες μέσα στη μανία του νερού στα λίγα κομμάτια γης που δεν σκεπάστηκαν από τους τόνους πέτρας που κατέβασαν οι χείμαρροι. Αγριεμένη η φύση παντού. Σκληρό αποτύπωμα άφησε η καταστροφή.
Ο στενός δρόμος οδηγεί στο αγροτικό χωριό Βαρδαλή, νομίζεις βομβαρδισμένος. Η άσφαλτος σκισμένη, αφήνει κενά που χάσκουν, επικίνδυνα για την οδήγηση, τόπος θαμμένος κάτω από πέτρες. Εδώ, δεν πνίγηκαν από το νερό. Έχασαν τα χωράφια τους. Το εύφορο χώμα είτε παρασύρθηκε, είτε βυθίστηκε κάτω από το πέτρινο «πέλαγος»!
Ο Βάιος Γκανής, επιτυχημένος οινοποιός, ένας από τους αγωνιστές επιχειρηματίες αγρότες του κάμπου περιγράφει με πόνο την απώλεια της καλλιεργήσιμης γης. «Χάσαμε τα χωράφια μας. Το χώμα σκεπάστηκε από τόνους πέτρας. Δεν έχουμε γη. Θα χρειαστούν χρόνια για να ξαναγίνουν καλλιεργήσιμες οι εκτάσεις αυτές. Έχουμε τελειώσει. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι το κράτος έχει τις δυνατότητες, τεχνικά, να διαθέσει μέσα για να απομακρυνθεί η τεράστια ποσότητα των βράχων που κατέβασε το νερό. Μια πρώτη προσέγγιση με ιδιωτική εταιρεία θέλει για τον καθαρισμό κάπου 70 χιλιάδες το στρέμμα και να δουλεύουν όλο το 24ωρο για μήνες».
Μαζί στην ξενάγηση της καταστροφής και ο Δήμος Γκανίδης, γεωπόνος και καλλιεργητής. Εξηγεί πως στην περιοχή των τεσσάρων χωριών Νέου Μοναστηρίου, Αγραπιδιάς, Σοφιάδας και Βαρδαλή η δύσκολα επανορθώσιμη καταστροφή έγινε σε 30.000 στρέμματα καλλιεργειών. Εκτιμά ότι μπορεί να ανακτηθούν μόνο τα 10.000 στρέμματα. Και από αυτά σε πρώτη φάση τα 5.000 στρέμματα μετά από τουλάχιστον ένα χρόνο τεχνικών εργασιών και καθαρισμού.
«Και να γίνει ο καθαρισμός από τα βράχια από κάτω δεν έχει μείνει εύφορο χώμα. Άρα, πρέπει να γίνει μεταφορά νέων ποσοτήτων χώματος και στη συνέχεια να περάσει κάποιο διάστημα ώστε να εμπλουτιστούν και να καταστούν καλλιεργήσιμα».
Οι συνομιλητές αποδίδουν την καταστροφή στην ελλειματική συντήρηση, για δεκαετίες, ρεμάτων και χειμάρρων της περιοχής τους. Κυρίως όμως στην έλλειψη μικρών φραγμάτων στα γύρω ορεινά που θα συγκρατούσαν τα νερά αλλά θα συγκέντρωναν και ποσότητες για την άρδευση των καλλιεργειών τους. Συμφωνούν πως δεν χρειάζονταν φαραωνικά έργα, μόνο συνεχείς καθαρισμοί που δεν γίνονταν ούτε από την Περιφέρεια, Στερεάς Ελλάδας για την περίπτωση τους, ούτε από τον Δήμο Θεσσαλιώτιδας, όπως επισημαίνουν.
Προσπαθούν να μην νικηθούν από την απόγνωση και την απογοήτευση τους. Ούτε να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Αυτό όμως είναι και το μεγάλο στοίχημα. Δεν διαφωνούν με τη διαπίστωση ότι κρατικές ενισχύσεις θα διοχετευτούν στην περιοχή μέσω των κυβερνητικών προγραμμάτων. Δεν είναι βέβαιοι πως όλοι οι συντοπίτες τους θα συνεχίσουν τη ζωή τους στην αγροτική ύπαιθρο. Φοβούνται για την αστυφιλία που θα φέρει νέα εγκατάλειψη.
Εκεί θα φανεί η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής. Κυρίως του ενδιαφέροντος. Οι αγρότες στη νότια «πόρτα» του Θεσσαλικού κάμπου δεν αρνούνται τη σημασία των επιχορηγήσεων. Κρίνουν πως μεγαλύτερη κι από τα αναγκαία χρήματα, σημασία έχει για το μέλλον τους το ενδιαφέρον των αρμοδίων.
Η γραφειοκρατία, η αδιάφορη πολιτική διαχείριση των προβλημάτων τους φοβίζουν περισσότερο κι από τη σκληρή προσπάθεια που τους περιμένει…