Πύρρος Δήμας
Ίσως δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων ένας αθλητής να γνωρίσει για ένα δεκάλεπτο την αποθέωση, επειδή κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Όμως στο πρόσωπο του Πύρρου Δήμα οι Έλληνες, αναγνώρισαν τον κορυφαίο ίσως αθλητή στην ιστορία της Ελλάδας και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας τον αντάμειψαν μ'' αυτό τον τρόπο, όταν ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου, για να παραλάβει το μετάλλιό του. Λίγο νωρίτερα είχε αφήσει στο πλατό τα παπούτσια του, δείγμα ότι κλείνει εδώ την καριέρα του. Και την έκλεισε με τον τρόπο που αρμόζει στους πραγματικά μεγάλους και με τον τρόπο που κάθε μεγάλος ονειρεύεται να κλείσει.
Ο Πύρρος Δήμας πέτυχε κάτι μοναδικό στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Έγινε ο πρώτος και μέχρι σήμερα μοναδικός αθλητής, που έχει κατακτήσει για την Ελλάδα τρία χρυσά μετάλλια σε τρεις διαφορετικούς Ολυμπιακούς Αγώνες και στην Αθήνα, πρόσθεσε κι ένα τέταρτο, μόνο που ήταν χάλκινο αυτή τη φορά. Έτσι έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην παγκόσμια ιστορία της άρσης βαρών, αλλά και στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.
Γεννήθηκε το 1971 στη Χειμάρρα. Το 1991 ήρθε στην Αθήνα και μαζί με τον αδελφό του Οδυσσέα, εντάχθηκε στον Μίλωνα Νέας Σμύρνης. Αθλητής με εκπληκτική μυική δύναμη, έγινε στέλεχος και της Εθνικής ομάδας και ένα χρόνο μετά, έκανε όλη την Ελλάδα να μιλά γι'' αυτόν.
Κατάφερε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης κι εκεί στην κατηγορία των 82,5 κιλών της άρσης βαρών, ο «σύγχρονος Άτλαντας» σήκωσε 167,5 κιλά στο αρασέ και 202,5 κιλά στο ζετέ κι έτσι με 370 κιλά στο σύνολο κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, που ήταν το πρώτο για την ελληνική άρση βαρών μετά από 88 χρόνια. Δεύτερος ήταν ο Πολωνός Κριστόφ Σιέμιον και τρίτος ο Ιμπραϊμ Σαμάντοφ, που αγωνίστηκε με τη σημαία της Κοινοπολιτείας. Η κραυγή «για την Ελλάδα», που έβγαλε ο Δήμας τη στιγμή που σήκωνε το βάρος, αντήχησε σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας και έκανε τους Έλληνες να αποθεώσουν τον ίδιο και να λατρέψουν το άθλημα.
Τα επόμενα χρόνια ο ομοσπονδιακός προπονητής Χρήστος Ιακώβου, έχτισε πάνω του την περίφημη «ντριμ τιμ» της ελληνικής άρσης βαρών, που στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996 έφτασε στο αποκορύφωμά της και έκανε όλη την Ελλάδα να ξενυχτήσει για να παρακολουθήσει την προσπάθειά των αθλητών της. Εκεί το «λιοντάρι από τη Χειμάρρα», όπως αποκαλούν πλέον τον Πύρρο Δήμα, βρέθηκε σε εκπληκτική κατάσταση. Μάλιστα έχει μείνει στη μνήμη όλων το στιγμιότυπο που είχε την μπάρα ψηλά, την κρατούσε με άνεση και χαμογελούσε! Στην κατηγορία των 83 κιλών σήκωσε 180 κιλά στο αρασέ, 212,5 κιλά στο ζετέ και με 392,5 κιλά στο σύνολο, κατέκτησε πάλι το χρυσό μετάλλιο. Δεύτερος ήταν ο Γερμανός και φίλος του Μαρκ Χούστερ και τρίτος ο Πολωνός Αντρέι Κόφαλικ.
Ανίκητος αποδείχτηκε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Στην κατηγορία των 85 κιλών σήκωσε 175 κιλά στο αρασέ, 215 κιλά στο ζετέ και με 390 κιλά στο σύνολο πήρε για τρίτη συνεχή φορά το χρυσό μετάλλιο. Δεύτερος ήταν πάλι ο Γερμανός Μαρκ Χούστερ και τρίτος ο Γεωργιανός Γκιόργκι Ασανίντζε.
Στην Αθήνα το 2004 πήρε πάλι μέρος στην κατηγορία των 85 κιλών. Η αρθροσκόπηση στο πόδι και ο τραυματισμός του στον καρπό παρ'' ολίγο να του στερήσει τη συμμετοχή και μάλιστα τέσσερις μέρες πριν αγωνιστεί αναγκάστηκε να οδηγηθεί στο νοσοκομείο. Ωστόσο, είχε τάξει στον εαυτό του και σε όλους τους Έλληνες πως δεν θα χάσει τους Αγώνες. Μπήκε λοιπόν, σήκωσε 175 κιλά στο αρασέ, 202,5 κιλά στο ζετέ και με 377,5 κιλά στο σύνολο κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο, πίσω από τον Γεωργιανό Γκιόργκι Ασανίντζε και τον Λευκορώσο Αντρέι Ριμπάκου. Για να τον τιμήσουν όσοι παραβρέθηκαν εκείνο το βράδυ στο Ολυμπιακό Κέντρο της Νίκαιας, έψαλλαν τον εθνικό ύμνο την ώρα της απονομής. Μεγάλες στιγμές για έναν πραγματικά μεγάλο αθλητή. Να σημειωθεί πως δύο φορές, το 1996 και το 2004, ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας.
Στο πλούσιο βιογραφικό του έχει να επιδείξει πολλές και σπουδαίες επιτυχίες. Σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα έχει κατακτήσει 6 χρυσά, 4 αργυρά και 2 χάλκινα μετάλλια. Σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα έχει κατακτήσει 3 χρυσά, 3 αργυρά και 4 χάλκινα μετάλλια. Το 1995 στην Καντόνα, αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος. Ακόμη ήταν νικητής σε Μεσογειακούς Αγώνες, αλλά και σε Αγώνες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Τέσσερις φορές, το 1992, το 1993, το 1995 και το 1996 αναδείχθηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου, κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας. Διετέλεσε πρόεδρος της Ομοσπονδίας άρσης βαρών. Το 2012 έγινε μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου ως βουλευτής Επικρατείας.
Κάχι Καχιασβίλι
Ο Ακάκιος (Κάχι) Καχιασβίλι, γεννήθηκε το 1969 στο Τσινβάλι της Γεωργίας, από πατέρα Γεωργιανό και μητέρα Ελληνίδα. Όταν έφτασε στην Αθήνα το 1994, ήταν ήδη «χρυσός» Ολυμπιονίκης της άρσης βαρών. Είχε πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, με τη σημαία της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Χωρών και είχε θριαμβεύσει στην κατηγορία των 90 κιλών. Ο ομογενής «γίγαντας» σήκωσε τότε 177,5 κιλά στο αρασέ, 235 κιλά στο ζετέ και με 412,5 κιλά στο σύνολο κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, αφήνοντας δεύτερο τον Σεργκέι Σίρτσοβ, επίσης αθλητή της Κοινοπολιτείας και τρίτο τον Πολωνό Σέργιους Βολτσανιέσκι.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εντάχθηκε στον Μίλωνα Νέας Σμύρνης, συνέχισε τη θριαμβευτική του πορεία και έγινε ένας από τα μεγαλύτερους αρσιβαρίστες του κόσμου. Ως εκλεκτό μέλος της περίφημης «ντριμ τιμ» της ελληνικής άρσης βαρών, που δημιούργησε ο ομοσπονδιακός προπονητής Χρήστος Ιακώβου, πήρε το δεύτερο χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996 στην κατηγορία των 99 κιλών. Στο αρασέ δεν πήγε και τόσο καλά, αφού σήκωσε «μόνο» 185 κιλά, αλλά στο ζετέ ήταν εντυπωσιακός, καθώς σήκωσε 235 κιλά, συντρίβοντας το μέχρι τότε παγκόσμιο ρεκόρ και με 420 κιλά στο σύνολο πήρε την πρώτη θέση. Δεύτερος ήταν Ανατόλι Χράπατι από το Καζακστάν και τρίτος ο Ντένις Γκότφριντ από την Ουκρανία.
Παρά τον τραυματισμό του στο πόδι, ήταν ανίκητος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίνδεϊ, το 2000. Στην κατηγορία των 94 κιλών, καθοδηγούμενος με μαεστρικό τρόπο από τον Χρήστο Ιακώβου, σήκωσε 185 κιλά στο αρασέ, 220 κιλά στο ζετέ (με την πρώτη μόνο προσπάθεια) και με 405 κιλά στο σύνολο έγινε για τρίτη φορά «χρυσός» Ολυμπιονίκης. Δεύτερος ήρθε ο Πολωνός Σίμον Κολέσκι και τρίτος ο Ρώσος Αλεξέι Πετρόβ.
Έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, στην κατηγορία των 94 κιλών, όμως ολοκλήρωσε άδοξα την παρουσία του, καθώς ακυρώθηκε μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες στο ζετέ (στα 220κ.) κι ενώ είχε σηκώσει 180κ. στο αρασέ.
Πάρα πολλές ήταν οι διακρίσεις του και στις άλλες μεγάλες διοργανώσεις και με καταρρίψεις παγκοσμίων ρεκόρ. Έχει αναδειχθεί τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής (1995, 1998, 1999) και τέσσερις φορές πρωταθλητής Ευρώπης (1992, 1993, 1995, 1996). Το 1994 αναδείχθηκε κορυφαίος αρσιβαρίστας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Έχει σπουδάσει πολιτικός μηχανικός και έχει αναδειχθεί δύο φορές (1996, 1999) κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας, από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.
Λεωνίδας Σαμπάνης
Γεννήθηκε το 1971 στην Κορυτσά και από πολύ μικρός άρχισε να σηκώνει βάρη. Στην Αθήνα ήρθε το 1991 και εντάχθηκε στον Παναθηναϊκό. Στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ και έδωσε προσωπική μάχη για να μην αναγκαστεί να εγκαταλείψει την άρση βαρών, τελικά όμως χάρη στη θέλησή του κατάφερε να αντέξει και το 1995 έγινε στέλεχος της Εθνικής ομάδας και της περίφημης «ντριμ τιμ», που δημιούργησε ο ομοσπονδιακός προπονητής Χρήστος Ιακώβου.
Έτσι το 1996 ο Λεωνίδας Σαμπάνης ταξίδεψε στην Ατλάντα, πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες στην κατηγορία των 59 κιλών και ήταν αυτός που άνοιξε τον «χορό» των ελληνικών μεταλλίων στο συγκεκριμένο άθλημα. Στο αρασέ σήκωσε 137,5 κιλά, στο ζετέ 167,5 κιλά και με τα 305 κιλά στο σύνολο κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο, πίσω από τον Κινέζο Τανγκ Νινγκσένγκ, που πήρε το χρυσό και μπροστά από τον Βούλγαρο Νικολάι Πετσάλοβ, πού πήρε το χάλκινο.
Το αργυρό μετάλλιο πήρε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, όπου μετείχε στην κατηγορία των 62 κιλών. Σήκωσε 147,5 κιλά στο αρασέ, 170 κιλά στο ζετέ και 317,5 κιλά στο σύνολο. Το χρυσό πήρε ο Κροάτης -πλέον- Νικολάι Πετσάλοβ και το χάλκινο ο Λευκορώσος Γκενάντι Όλεστσουκ. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 μετείχε πάλι στην κατηγορία των 62 κιλών και θα μπορούσε να είχε προσθέσει και ένα χάλκινο μετάλλιο στη συλλογή του, αλλά ακυρώθηκε γιατί βρέθηκε θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ.
Οι διακρίσεις του σε διεθνές επίπεδο είχαν ξεκινήσει από τότε που αγωνιζόταν με την Εθνική Αλβανίας, καθώς στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ήταν τρίτος το 1989 και δεύτερος το 1990. Η πρώτη του εμφάνιση με τα ελληνικά χρώματα έγινε το 1995 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και την ίδια χρονιά, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Καντόνα έδωσε και τα πρώτα μετάλλια στην Ελλάδα. Σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα έχει κατακτήσει 5 χρυσά, 2 αργυρά και 1 χάλκινο. Σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα έχει κατακτήσει 9 χρυσά και 5 αργυρά. Μάλιστα στο Παγκόσμιο το 1998 και στο Ευρωπαϊκό το 1996 κυριάρχησε απόλυτα, με τρία χρυσά μετάλλια. Έχει σπουδάσει δάσκαλος και το 1998 αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.
Βαλέριος Λεωνίδης
Ο Βαλέριος Λεωνίδης γεννήθηκε στο Εσεντούκι της Ρωσίας το 1966. Ξεκίνησε τον αθλητισμό σε ηλικία 11 ετών και αρχικά ασχολήθηκε με την ενόργανη γυμναστική, γρήγορα όμως την εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με την άρση βαρών και έγινε μέλος της Εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης, από το 1982 έως το 1991. Μάλιστα το διάστημα αυτό είχε έρθει δύο φορές πρώτος στη «Σπαρτακιάδα».
Ελληνικής καταγωγής, επέστρεψε στα πάτρια εδάφη το 1991 και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εντάχθηκε στον Βυζαντινό Αθλητικό Όμιλο και έλαβε μέρος για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες στη Βαρκελώνη το 1992. Στην κατηγορία των 64 κιλών της άρσης βαρών, σήκωσε 132,5 κιλά στο αρασέ, 162,5 κιλά στο ζετέ και με 295 κιλά στο σύνολο πέτυχε την ίδια ακριβώς επίδοση με τον αθλητή που πήρε το χάλκινο μετάλλιο, αλλά έμεινε 5ος γιατί ήταν βαρύτερος κατά 300 γραμμάρια.
Εμφανίστηκε πάλι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996 και στην κατηγορία των 64 κιλών, διεκδίκησε το χρυσό μετάλλιο από τον Ναϊμ Σουλεϊμάνογλου. Σε μια από τις συγκλονιστικότερες αναμετρήσεις που έχει ζήσει η παγκόσμια άρση βαρών, ο Λεωνίδης σήκωσε 145 κιλά στα αρασέ, 187,5 κιλά στο ζετέ και 332,5 κιλά στο σύνολο, με τον Τούρκο Ολυμπιονίκη να σηκώνει 2,5 κιλά παραπάνω στο ζετέ και να παίρνει τελικά το χρυσό μετάλλιο. Έτσι ο Έλληνας αρσιβαρίστας πήρε το αργυρό και ο Κινέζος Γιανγκάνγκ Ξιάο το χάλκινο.
Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, στην κατηγορία των 69 κιλών, αλλά οι τραυματισμοί τον είχαν φέρει πίσω και έτσι έμεινε στην 6η θέση, με 145 κιλά στο αρασέ, 185 κιλά στο ζετέ και 330 κιλά στο σύνολο. Σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα έχει κατακτήσει επτά αργυρά και τέσσερα χάλκινα μετάλλια. Σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα έχει κατακτήσει τέσσερα χρυσά, πέντε αργυρά και τέσσερα χάλκινα μετάλλια. Το 1994 έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ στο αρασέ (146,5 κιλά) και στο ζετέ (180,5 κιλά).
Όταν αποσύρθηκε παρέμεινε κοντά στην άρση βαρών και με την αποχώρηση του Χρήστου Ιακώβου έγινε ο ομοσπονδιακός προπονητής. Είναι πτυχιούχος της φαρμακευτικής και το 1994 αναδείχθηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου, κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας.
Λεωνίδας Κόκκας
Ο Λεωνίδας Κόκκας γεννήθηκε το 1973 στην Κακαβιά και το 1991 εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα. Εντάχθηκε στο τμήμα της άρσης βαρών του συλλόγου Σπάρτακος και το 1994 έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την Εθνική ομάδα, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, όπου πήρε την 7η θέση.
Η μεγάλη στιγμή γι'' αυτόν ήρθε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, όπου πήρε μέρος στην κατηγορία των 91 κιλών. Παρ'' όλο που προερχόταν από σοβαρό τραυματισμό στη μέση και από μεγάλη αγωνιστική απραξία, έδειξε πως διαθέτει μεγάλα ψυχικά αποθέματα και με υπερπροσπάθεια σήκωσε 175 κιλά στο αρασέ και 215 κιλά στο ζετέ. Ετσι με 390 κιλά στο σύνολο κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο, πίσω από τον περίφημο Ρώσο αρσιβαρίστα Αλεξέι Πετρόφ, που πήρε το χρυσό και μπροστά από τον Γερμανό Όλιβερ Καρούσο, που πήρε το χάλκινο.
Δυστυχώς οι τραυματισμοί δεν τον εγκατέλειψαν στη συνέχεια και έτσι, ενώ προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ, ένα μήνα πριν από τη διεξαγωγή τους υπέστη νέο τραυματισμό και τελικά δεν κατάφερε να πάρει μέρος.
Από το 1995 μέχρι το 2001, πήρε μέρος σε τέσσερα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, κατακτώντας δύο αργυρά και δύο χάλκινα μετάλλια και σε τρία Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, κατακτώντας δύο αργυρά μετάλλια
Βίκτορας Μήτρου
Ίσως ο πιο άτυχος απ'' όλους τους αρσιβαρίστες της ελληνικής «ντριμ τιμ», καθώς δύο φορές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, έχασε το κάτι παραπάνω επειδή το σωματικό του βάρος ήταν λίγα γραμμάρια μεγαλύτερο από αυτό των αντιπάλων του. Ο Βίκτορας Μήτρου γεννήθηκε στην Αυλώνα το 1973. Ξεκίνησε να ασχολείται με την άρση βαρών το 1986 και το 1991 εντάχθηκε στον Σπάρτακο Ιωαννίνων.
Το 1992 έγινε στέλεχος της Εθνικής ομάδας που δημιούργησε ο Χρήστος Ιακώβου και το 1996 πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, στην κατηγορία των 76 κιλών, όμως για μερικά γραμμάρια έχασε το χάλκινο μετάλλιο. Σήκωσε 162,5 κιλά στο αρασέ, 195 κιλά στο ζετέ και 357,5 κιλά στο σύνολο. Τα ίδια ακριβώς κιλά στο σύνολο σήκωσε και ο Βορειοκορεάτης Γιον Τσολ Χο, που όμως ήταν ελαφρύτερος για... ένα ποτήρι νερό (200 γρ.) κι έτσι ανέβηκε αυτός στο βάθρο των νικητών, αφήνοντας τον Μήτρου στην 4η θέση.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ, πήγε αποφασισμένος να κατακτήσει ό,τι έχασε στην Ατλάντα και το κατάφερε. Θα μπορούσε όμως να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, αν ήταν ελαφρύτερος. Στην κατηγορία των 77 κιλών, σήκωσε 165 κιλά στο αρασέ, 202,5 κιλά στο ζετέ και με 367,5 κιλά στο σύνολο κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο. Η ειρωνεία είναι πως τα ίδια ακριβώς κιλά στο σύνολο σήκωσε και ο Κινέζος Ξουγκάνγκ Ζιαν, που όμως ήταν 280 γραμμάρια ελαφρύτερος κι έτσι πήρε το χρυσό μετάλλιο, αφήνοντας τον Έλληνα αθλητή στη 2η θέση. Το χάλκινο μετάλλιο κατέκτησε ο Αρσέν Μιλικιάν από την Αρμενία, με 365 κιλά στο σύνολο.
Ο Μήτρου έλαβε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 και πήρε την 5η θέση στην κατηγορία των 77 κιλών. Σήκωσε 160 κιλά στο αρασέ, 200 κιλά στο ζετέ και 360 κιλά στο σύνολο.
Το πλούσιο βιογραφικό του έχει ακόμη να επιδείξει τρία χρυσά, δύο αργυρά και τρία χάλκινα μετάλλια σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, δύο αργυρά και τρία χάλκινα μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα.
Ιωάννα Χατζηιωάννου
Γεννήθηκε το 1973 στη Γεωργία και στις αρχές της δεκαετίας του ''90 επέστρεψε στις ρίζες της και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Η Ιωάννα Χατζηιωάννου βρέθηκε τυχαία στα πλατό, καθώς ένας φίλος της την έπεισε να ασχοληθεί με την άρση βαρών. Εντάχθηκε στον Πήγασο Τριανδρίας και λίγα χρόνια αργότερα ήρθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία.
Το 1997 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κατέκτησε δύο χρυσά κι ένα ασημένιο μετάλλιο, ενώ την ίδια χρονιά ήρθε πέμπτη στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Σ'' αυτή τη διοργάνωση το 1999 κατέκτησε ένα χάλκινο μετάλλιο και πάλι το 1999 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κατέκτησε ένα χρυσό, ένα αργυρό κι ένα χάλκινο μετάλλιο.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, προερχόταν από τραυματισμό, όμως η προσπάθειά της ήταν συγκλονιστική και δικαιώθηκε στο τέλος. Στην κατηγορία των 63 κιλών, σήκωσε στο αρασέ 97,5 κιλά και έμεινε τέταρτη. Στο ζετέ τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα, όταν μετά την πρώτη προσπάθεια έμεινε 7,5 κιλά πίσω από τα μετάλλια, με την Ταϊλανδέζα Σαϊπίν Ντετσαένγκ να κρατά την τρίτη θέση.
Ο μοναδικός τρόπος για να έμπαινε η Ελληνίδα αθλήτρια στην τριάδα των νικητών, ήταν να επιχειρήσει την επόμενη προσπάθειά της στα 125 κιλά. Ο ομοσπονδιακός τεχνικός Χρήστος Ιακώβου πήρε τη μεγάλη απόφαση και η Χατζηιωάννου έδειξε πως διέθετε τεράστια ψυχική δύναμη. Ανέβηκε στο πλατό, σήκωσε με υπερπροσπάθεια την μπάρα και πέρασε στην τρίτη θέση, καθώς ήταν 500 γραμμάρια ελαφρύτερη από την Ντετσαένγκ. Η τρίτη και τελευταία προσπάθεια της Ταϊλανδέζας αθλήτριας στα 127,5 κιλά ήταν αποτυχημένη κι έτσι η Χατζηιωάννου κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο με 222,5 κιλά στο σύνολο. Το χρυσό πήρε η Κινέζα Ξιαομίν Τσεν με 242,5 κιλά στο σύνολο, που ήταν παγκόσμιο ρεκόρ, και το αργυρό η Ρωσίδα Βαλεντίνα Πόποβα με 235 κιλά στο σύνολο.
Βούλα Πατουλίδου
Η κορυφαία αθλήτρια στην ιστορία της Ελλάδας, ήταν η πρώτη γυναίκα που στέφθηκε «χρυσή» Ολυμπιονίκης. Η Παρασκευή Πατουλίδου γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1965 στον Τριπόταμο Φλώρινας και από μικρή εκδήλωσε την αγάπη της για τον αθλητισμό και ειδικότερα τον στίβο. Γράφτηκε στον Ηρακλή Θεσσαλονίκης και στην πορεία εξελίχθηκε σε «αστέρι» των 100μ., των 100μ. εμποδίων και του μήκους.
Σε εποχές δύσκολες για τον ελληνικό στίβο, όπου οι διακρίσεις σπάνιζαν, η Πατουλίδου δούλεψε σκληρά και άρχισε να διαγράφει μια λαμπρή πορεία, που κορυφώθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, τότε που ολόκληρη η Ελλάδα δάκρυσε μαζί της από συγκίνηση και περηφάνια, καθώς ήταν η πρώτη φορά από το 1912, που η ελληνική σημαία κυμάτιζε στον υψηλότερο ιστό του στίβου, αλλά και η πρώτη φορά που ακουγόταν στον στίβο ο ελληνικός εθνικός ύμνος.
Η παρουσία της στους Ολυμπιακούς Αγώνες άρχισε το 1988 στη Σεούλ, όπου μετείχε στον προκριματικό των 100μ. (11.85) και στη σκυταλοδρομία 4x100μ. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, αποφάσισε να πάρει μέρος στα 100μ. εμπόδια και ουδείς φανταζόταν μέχρι πού μπορούσε να φτάσει αυτό το κορίτσι. Η ίδια ήξερε ότι έχει τις δυνατότητες για κάτι καλό και με τους χρόνους που έφερνε στις προπονήσεις έβλεπε ότι μπορούσε να μπει τουλάχιστον στον τελικό, όμως δεν έλεγε σε κανέναν τίποτα, γιατί φοβόταν πως ουδείς θα την πιστέψει.
Έτσι, όταν άρχισε να τρέχει στις κούρσες και να πετυχαίνει τη μια πρόκριση μετά την άλλη, οι Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ευχάριστη έκπληξη. Έκανε 13.14 στον προκριματικό (ατομικό ρεκόρ), 13.05 στον προημιτελικό (ατομικό ρεκόρ) και 12.88 στον ημιτελικό (πανελλήνιο ρεκόρ). Κάθε πρόκριση ήταν ούτως ή άλλως επιτυχία και η είσοδός της στον τελικό ήταν από μόνο του το πιο σημαντικό γεγονός στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού στίβου, γι'' αυτό και πανηγυρίστηκε ανάλογα. Πλέον και 8η να ερχόταν κανείς δεν θα έλεγε τίποτα, όμως τότε ήταν που φώλιασε στις καρδιές όλων μια κρυφή ελπίδα για ένα μετάλλιο. Η Πατουλίδου δεν παρασύρθηκε από την επιτυχία και παρέμεινε προσηλωμένη στους υψηλούς στόχους που είχε θέσει. Και πέτυχε το «θαύμα».
Στον τελικό της 6ης Αυγούστου, άρχισε να πετά πάνω από τα εμπόδια και κάθε δέκα μέτρα εμφανιζόταν όλο και πιο δυνατή. Μετά τα 60μ. βρέθηκε μέσα στην τετράδα, όταν στο τελευταίο εμπόδιο η Αμερικανίδα Γκέιλ Ντίβερς, η οποία ήδη είχε πάρει το χρυσό στα 100μ., μπερδεύτηκε και έπεσε κάτω. Τότε η Ελληνίδα πρωταθλήτρια, βάζοντας ό,τι δύναμη της είχε απομείνει, πετάχτηκε μπροστά, ξεπέρασε τη Βουλγάρα Γιορντάνκα Ντόνκοβα, κάτοχο του παγκοσμίου ρεκόρ, που έμεινε τρίτη με 12.70 και την Αμερικανίδα Λαβόνα Μαρτίν, που έμεινε δεύτερη με 12.69. Η Πατουλίδου έπεσε πρώτη στον τερματισμό.
Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Στην αρχή ούτε η ίδια δεν το πίστευε, μέχρι που ο φωτεινός πίνακας έδειξε το όνομά της. Η Ελληνίδα με την ατσαλένια θέληση, είχε κάνει τη μεγάλη έκπληξη, είχε ανατρέψει όλα τα προγνωστικά, είχε πάει κόντρα σε όλες τις καταστάσεις και ήταν η «χρυσή» Ολυμπιονίκης, με χρόνο 12.64, που αποτελεί μέχρι σήμερα απλησίαστο πανελλήνιο ρεκόρ. Η Ελλάδα είχε πλέον το δικό της «χρυσό κορίτσι» του αθλητισμού και το ίδιο βράδυ, την ώρα της απονομής, μια ολόκληρη χώρα στήθηκε μπροστά από την τηλεόραση για να ζήσει τη μεγάλη στιγμή. Τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλα της Βούλας, ξεδίψασαν τότε όλους τους Έλληνες, που την ημέρα της επιστροφής της στην πατρίδα, της επιφύλαξαν μια πρωτοφανή υποδοχή στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η Αθήνα εκείνο το απόγευμα, για πρώτη φορά στην ιστορία της, «γκρέμισε τα τείχη» της για μια γυναίκα.
Τα επόμενα χρόνια η Πατουλίδου αποφάσισε να αλλάξει αγώνισμα και να αφοσιωθεί στο μήκος. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα, το 1996, κατάφερε να μπει στον τελικό και με άλμα 6.37 να έρθει 11η. Ήταν πολύ σημαντικό και αυτό, καθώς έγινε η πρώτη Ελληνίδα που πέτυχε συμμετοχή σε δύο τελικούς δύο διαφορετικών αγωνισμάτων. Ήταν παρούσα και το 2000, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ. Αγωνίστηκε στα 100μ., χωρίς όμως να διακριθεί (11.65) και ήταν μέλος της ομάδας σκυταλοδρομίας 4x100μ., που έφτασε μέχρι τον ημιτελικό. Σ'' αυτή τη διοργάνωση η Βούλα Πατουλίδου έγινε η πρώτη, και μέχρι τώρα η μοναδική, αθλήτρια του ελληνικού στίβου με 4 παρουσίες σε Ολυμπιακές διοργανώσεις.
Πέρα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι διακρίσεις της ήταν πολλές και στα τρία αγωνίσματα, αλλά και στα 60μ. του κλειστού στίβου. Με πολλές νίκες στο Πανελλήνιο και στο Βαλκανικό Πρωτάθλημα, με δεκάδες καταρρίψεις πανελλήνιων ρεκόρ. Στους Μεσογειακούς Αγώνες το 1991 πήρε το χρυσό μετάλλιο στα 100μ. και το αργυρό στα 100μ. εμπόδια. Το 1990 και το 1992 αναδείχθηκε από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου κορυφαία αθλήτρια της Ελλάδας.
Όμως το πιο σημαντικό επίτευγμα απ'' όλα, ήταν ότι απέκτησε το δικαίωμα να λέει ότι είναι η γυναίκα, που άλλαξε την ιστορία του ελληνικού στίβου, που αποτέλεσε παράδειγμα για τις νεότερες γενιές και ώθησε στη συνέχεια πολλά ελληνόπουλα να ασχοληθούν με τον κλασσικό αθλητισμό, με αποτέλεσμα ν'' αρχίσουν να έρχονται μεγάλες διακρίσεις σε μεγάλες διοργανώσεις. Καθηγήτρια της φυσικής αγωγής, ζει στη Θεσσαλονίκη και έχει ένα παιδί από τον γάμο της με τον παλιό πρωταθλητή της άρσης βαρών Δημήτρη Ζαρζαβατσίδη.
Νίκη Μπακογιάννη
Το 1996 έγινε η δεύτερη Ελληνίδα που κατέκτησε Ολυμπιακό μετάλλιο και την ίδια στιγμή η πρώτη Ελληνίδα που έσπαγε το φράγμα των 2 μέτρων στο άλμα εις ύψος. Η Νίκη Μπακογιάννη γεννήθηκε το 1968 στο Δομοκό και ξεκίνησε τον αθλητισμό στον Γυμναστικό Όμιλο Αθανάσιος Διάκος Λαμίας. Από νεαρή ηλικία άρχισε να πρωταγωνιστεί στον στίβο και χάρη στην εκπληκτική αλτικότητα και στην ευλυγισία της έγινε σύντομα το πρώτο «αστέρι» του ύψους, με πολλές πανελλήνιες και βαλκανικές νίκες, αλλά και με συνεχείς καταρρίψεις του πανελλήνιου ρεκόρ, τόσο στον ανοιχτό όσο και στον κλειστό στίβο.
Η πρώτη της εμφάνιση σε Ολυμπιακούς Αγώνες έγινε το 1992 στη Βαρκελώνη, όμως με άλμα στο 1.88 δεν κατάφερε να περάσει στον τελικό. Τέσσερα χρόνια αργότερα, απογειώθηκε και πέρασε για πάντα στο «πάνθεο» του ελληνικού αθλητισμού. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα βρέθηκε στην καλύτερη κατάσταση της καριέρας της και διεκδίκησε μέχρι την τελευταία στιγμή το χρυσό μετάλλιο στο ύψος από την κορυφαία άλτρια του κόσμου Στέφκα Κονσταντίνοβα. Η Βουλγάρα κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ έδωσε τότε τον καλύτερο εαυτό της για να πετύχει αυτό που δεν είχε καταφέρει ποτέ, δηλαδή να στεφθεί «χρυσή» Ολυμπιονίκης. Η «μάχη» ανάμεσα στις δύο αυτές αθλήτριες, αλλά και την Ουκρανή Ίνγκα Μπαμπάκοβα, καθήλωσε εκείνο το βράδυ ολόκληρο τον πλανήτη. Και οι τρεις έφτασαν μέχρι το 2.01, όμως εκεί σταμάτησε η Μπαμπάκοβα, παίρνοντας το χάλκινο μετάλλιο.
Η Μπακογιάννη, που πήγε στην Ατλάντα με 1.97, είχε ήδη υπερβεί τον εαυτό της περνώντας με τη δεύτερη προσπάθεια το 1.99 και με τη δεύτερη το 2.01, που ήταν πανελλήνιο ρεκόρ, γι'' αυτό και όταν η Κονσταντίνοβα πέρασε το 2.03, όλοι πίστεψαν πως η πρώτη θέση είχε κριθεί. Όμως η Ελληνίδα πρωταθλήτρια δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της κουβέντα. Απέτυχε να το περάσει με την πρώτη προσπάθεια, αλλά στη δεύτερη προσπάθεια «πέταξε» πάνω από τον πήχη και έκανε ακόμη πιο συγκλονιστική την αναμέτρηση. Τελικά η Κονσταντίνοβα κατάφερε να περάσει και το 2.05 και εκεί κρίθηκαν τα μετάλλια, αφού η Μπακογιάννη ήταν πλέον αδύνατον να το περάσει. Στο τέλος, 80.000 θεατές αποθέωσαν όρθιοι τις τρεις σπουδαίες αθλήτριες, για τη μαγική βραδιά και τις συγκινήσεις που είχαν προσφέρει.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα με το αργυρό μετάλλιο στο στήθος, της επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή. Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίνδεϊ το 2000, αλλά έμεινε μακριά από τον καλό της εαυτό και με άλμα μόλις 1.80 στον προκριματικό δεν κατάφερε να μπει στον τελικό.
Το 1996 ήταν δεύτερη στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες κλειστού στίβου και το 1997 ήταν δεύτερη στους Μεσογειακούς, ενώ σ'' αυτή τη διοργάνωση έχει πάρει δύο φορές την τρίτη θέση, το 1987 και το 1991. Το 1989 και το 1996 αναδείχθηκε κορυφαία αθλήτρια της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.
Κώστας Κεντέρης
Ο άνθρωπος που στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα «απογείωσε» τον ελληνικό αθλητισμό και πέτυχε στον στίβο αυτό που μέχρι τότε έδειχνε όνειρο απλησίαστο για όλους τους Έλληνες. Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στα 200μ., στις τρεις μεγαλύτερες διοργανώσεις, δηλαδή σε Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Ο Κώστας Κεντέρης γεννήθηκε το 1973 στη Μυτιλήνη. Ο αδελφός του έριχνε ακόντιο, η αδελφή του έτρεχε στα 100μ. εμπόδια και ο ίδιος ξεκίνησε από το μήκος, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στα 200μ. και στα 400μ. Μάλιστα φάνηκε από νωρίς ότι θα αποτελέσει το μέλλον του ελληνικού κλασσικού αθλητισμού στα 400μ., καθώς το 1990 ήρθε πρώτος στο Παγκόσμιο Μαθητικό Πρωτάθλημα, το 1991 και το 1993 ήρθε τέταρτος στο Πανευρωπαϊκό Εφήβων και το 1993 πρώτος στους Μεσογειακούς Αγώνες, με χρόνο 45.70, που ήταν τότε πανελλήνιο ρεκόρ. Δυστυχώς ένας σοβαρός τραυματισμός ήρθε να διακόψει την «τρελή» κούρσα που είχε ξεκινήσει με στόχο τη διεθνή καταξίωση, ωστόσο δεν στάθηκε ικανός να του κόψει τα φτερά του και να του κλονίσει το πάθος του για τον αθλητισμό. Μετά από σκληρή δουλειά, επίπονη δοκιμασία κι ενώ πολλοί πίστευαν ότι είχε «τελειώσει» ως αθλητής, επέστρεψε δριμύτερος στους στίβους, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα 200μ. και πλέον τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί ικανό να τον σταματήσει.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Σίδνεϊ, ήταν γι'' αυτόν η εκκίνηση της μεγάλης επιστροφής σε διεθνές επίπεδο και ταυτόχρονα ο βατήρας προς την παγκόσμια καταξίωση. Εμφανίστηκε σε εξαιρετική κατάσταση και σε όλες τις κούρσες έδειχνε πως μπορεί να τρέξει ακόμη πιο γρήγορα, αλλά κρατιέται για τον τελικό. Στον προκριματικό είχε χρόνο 20.57, στον προημιτελικό έκανε 20.14, που ήταν πανελλήνιο ρεκόρ και στον ημιτελικό 20.20. Στον τελικό ήταν πλέον αδύνατον να τον συγκρατήσει οτιδήποτε. Μπήκε 5ος στην τελική ευθεία όταν άρχισε να καλπάζει προς τον τερματισμό και τελικά άφησε πίσω του όλους τους άλλους σπρίντερ. Μάλιστα στα τελευταία μέτρα τερμάτισε με τα χέρια ανοιχτά.
Ξαφνικά ο Κώστας Κεντέρης είχε εκτοξευτεί στον κορυφή και τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία έτρεχαν απεγνωσμένα να μάθουν στοιχεία για τον αθλητή, που είχε κάνει τη μεγαλύτερη έκπληξη της διοργάνωσης. Μέσα σε μια στιγμή όλος ο πλανήτης μιλούσε για τον Έλληνα Ολυμπιονίκη, που είχε πετύχει το «θαύμα» και είχε κατακτήσει στα 200μ. το χρυσό μετάλλιο με χρόνο 20.09 (πανελλήνιο ρεκόρ). Δεύτερος ήταν ο Βρετανός Ντάρεν Κάμπελ με 20.14 και τρίτος ο Άτο Μπόλτον από το Τρίνινταντ και Τομπάγκο με 20.20.
Κι αν κάποιοι τότε βιάστηκαν να μιλήσουν για έναν αθλητή «φωτοβολίδα», ήρθαν οι επόμενες διοργανώσεις να δώσουν τη μεγάλη απάντηση. Πρώτος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Έντμοντον το 2001 με χρόνο 20.03 (νέο πανελλήνιο ρεκόρ) και πρώτος στους Πανευρωπαϊκούς Αγώνες του Μόναχο το 2002, με χρόνο 19.85, που είναι μέχρι σήμερα το πανελλήνιο ρεκόρ.
Για τον αθλητή του Ολυμπιακού, ο μεγάλος στόχος, που ήταν αυτό το ιδιόμορφο «τρεμπλ», είχε επιτευχθεί. Ο Κώστας Κεντέρης έγινε ο πρώτος και μοναδικός Ευρωπαίος σπρίντερ των 200μ., που πήρε το χρυσό μετάλλιο στις τρεις κορυφαίες διοργανώσεις και μάλιστα συνεχόμενα.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ πήρε μέρος και στη σκυταλοδρομία 4x100μ., όπου η ελληνική ομάδα κατέλαβε τη 10η θέση. Έχει πολλές νίκες σε Πανελλήνια και Βαλκανικά Πρωταθλήματα, αλλά και πολλές καταρρίψεις πανελλήνιων ρεκόρ, τόσο στα 200μ. όσο και στα 400μ. Τρεις συνεχόμενες φορές, το 2000, το 2001 και το 2002, αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.
Κατερίνα Θάνου
Η κορυφαία σπρίντερ της Ελλάδας, με διαρκή παρουσία σε τελικούς μεγάλων διοργανώσεων και με πολλά μετάλλια στη συλλογή της. Η Κατερίνα Θάνου γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα, υπήρξε αθλήτρια του Εθνικού Γ.Σ. και στη συνέχεια του Ολυμπιακού. Οι πρώτες επιτυχίες ήρθαν το 1994 και το 1995, όταν αρχικά αναδείχθηκε Βαλκανιονίκης νεανίδων στα 100μ. και 200μ., στη συνέχεια ήταν 4η στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα νεανίδων και μερικούς μήνες αργότερα ήταν 2η στην Πανεπιστημιάδα της Φουκουόκα, στην Ιαπωνία.
Όμως η «κούρσα» προς την κορυφή ξεκίνησε ουσιαστικά το 1996, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κλειστού στίβου, όπου ήρθε πρώτη στα 60μ. και ταυτόχρονα έγινε η πρώτη Ελληνίδα στην ιστορία της διοργάνωσης, που κατέκτησε χρυσό μετάλλιο. Η πρώτη της συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες πραγματοποιήθηκε το 1996 στην Ατλάντα, χωρίς όμως να διακριθεί στα 100μ., όπου αποκλείστηκε στον προημιτελικό. Το 1997 ήταν πρώτη στους Μεσογειακούς Αγώνες του Μπάρι και πρώτη στην Πανεπιστημιάδα της Κατάνια.
Από το 1998 και μετά κατάφερε κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα. Σε όποια διοργάνωση έλαβε μέρος, ήταν πάντα μέσα στην τριάδα των νικητών και κατέκτησε μετάλλιο, με εξαίρεση το 2003 στο Παρίσι, όπου ήρθε πέμπτη. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα ανοιχτού στίβου κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο το 1999 και το 2001 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ανοιχτού στίβου κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο το 2002 και το χάλκινο το 1998. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κλειστού στίβου κατέκτησε το χρυσό το 1999 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα κλειστού στίβου κατέκτησε, πέρα από το 1996, άλλη μια φορά το χρυσό μετάλλιο, το 2000.
Ωστόσο, κορυφαία στιγμή στην καριέρα της στάθηκε ο τελικός των 100μ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Εκεί όπου ηττήθηκε μόνο από το μεγάλο φαβορί, την Αμερικανίδα Μάριον Τζόουνς, που ήταν το πρόσωπο της διοργάνωσης, αρχικά για τις επιδόσεις της και αργότερα για το σκάνδαλο ντόπινγκ στο οποίο πρωταγωνίστησε. Σε όλες τις προκριματικές κούρσες η Θάνου, απόλυτα συγκεντρωμένη, έδειξε ότι μπορούσε να βρεθεί μέσα στην τριάδα των νικητών και στο τέλος δεν διέψευσε τις προσδοκίες των Ελλήνων. Πέρασε από τον προκριματικό με χρόνο 11.10, από τον προημιτελικό με 10.99 και από τον ημιτελικό με 11.10. Στον τελικό με χρόνο 11.12 πήρε τη δεύτερη θέση και το αργυρό μετάλλιο, πίσω από τη Μάριον Τζόουνς, που με χρόνο 10.75 κατέκτησε την πρώτη θέση, όμως μετά από χρόνια της αφαιρέθηκε το χρυσό μετάλλιο, επειδή παραδέχθηκε ότι είχε κάνει χρήση απαγορευμένων ουσιών. Τρίτη ήταν η Τζαμαϊκανή Τάνια Λόρενς με χρόνο 11.18 και τέταρτη η επίσης Τζαμαϊκανή Μάρλεν Ότι με 11.19. Η επιτυχία της Θάνου ήταν τεράστια, σε μια τελική κούρσα, όπου μετείχαν ακόμη αθλήτριες όπως η Πιντούσεβιτς (5η), η Στούρουπ (6η), η Φάινς (7η) και η Φέργκιουσον (8η). Στο Σίδνεϊ ήταν και στέλεχος της ομάδας σκυταλοδρομίας 4x100μ.
Είναι η κάτοχος του πανελλήνιου ρεκόρ στα 100μ. με το 10:83 που πέτυχε το 1999 στη Σεβίλλη και του πανελλήνιου ρεκόρ στα 60μ. του κλειστού στίβου, με το 6.96 που πέτυχε πάλι το 1999 στο Μαεμπάσι. Τέσσερις φορές (1995, 2000, 2001, 2002) αναδείχθηκε κορυφαία αθλήτρια της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.
Νίκος Κακλαμανάκης
Ο «γιος του ανέμου», όπως αποκαλείται ο Νίκος Κακλαμανάκης, είναι από τις κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνικού αθλητισμού, έχοντας κρεμάσει στο στήθος του δύο Ολυμπιακά μετάλλια της ιστιοπλοϊας. Γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα και στην αρχή ασχολήθηκε με την κολύμβηση, γρήγορα όμως ανακάλυψε τη μαγεία που προσφέρει το «γουιντσέρφινγκ» κι έτσι άρχισε να μυείται στα μυστικά της ιστιοσανίδας.
Οι επιτυχίες δεν άργησαν να έρθουν για τον ιστιοπλόο του Ναυτικού Ομίλου Ελλάδας. Σε διεθνή διοργάνωση το πρώτο δείγμα του ταλέντου του εμφανίστηκε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νεότητας το 1986, όπου κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Από τότε ξεκίνησε η ανοδική πορεία του, που το 1994 τον οδήγησε στην πρώτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης της ιστιοσανίδας και το 1996 στο χρυσό μετάλλιο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα.
Η πρώτη του συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες έγινε το 1992 στη Βαρκελώνη, όπου πήρε την 9η θέση. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στη μακρινή Σαβάνα, πάντα στην κατηγορία Μιστράλ, άνοιξε το πανί του, έσκισε τη θάλασσα και κρέμασε το χρυσό μετάλλιο στο στήθος του με 17 βαθμούς, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον Αργεντινό Κάρλος Εσπινόλα με 19 βαθμούς και στην τρίτη θέση τον Ισραηλινό Γκαλ Φρίντμαν με 21 βαθμούς.
Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, αλλά ήρθε 6ος και πλέον περίμενε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, για να ξανανέβει στο βάθρο των νικητών. Και το κατάφερε, αν και πέρασε από... σαράντα κύματα. Στη θάλασσα του Σαρωνικού έδωσε μεγάλη μάχη κόντρα σε νεώτερους αθλητές. Στην τελευταία ιστιοδρομία των Μιστράλ έκανε μια από τις συγκλονιστικότερες κούρσες της καριέρας του και με τρομερά ψυχικά αποθέματα κατάφερε να πάρει τη 2η θέση στη γενική κατάταξη με 52 βαθμούς και να κατακτήσει το αργυρό μετάλλιο, πίσω από τον Γκαλ Φρίντμαν, που με 42 βαθμούς πρόσφερε στο Ισραήλ το πρώτο χρυσό μετάλλιο της ιστορίας του σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Τρίτος ήταν ο Βρετανός Νικ Ντέμπσι με 53 βαθμούς.
Σε ηλικία 40 ετών συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, στην ιστιοσανίδα RS:X και κατάφερε, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, να πάρει την 8η θέση.
Ο Κακλαμανάκης πρωταγωνίστησε στο αγώνισμα σχεδόν μια εικοσαετία και το βιογραφικό του έχει να επιδείξει μια πλούσια συλλογή από μετάλλια σε μεγάλες διοργανώσεις. Κατέκτησε το χρυσό στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1996, το 2000 και το 2001, ήταν δεύτερος το 1989, το 1995 (όπου έχασε την πρώτη θέση για μισό βαθμό στην τελευταία ιστιοδρομία) και το 2003 και ήταν τρίτος το 1992. Το 1994 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, το 1989 το αργυρό, το 1993 και το 1998 το χάλκινο.
Ακόμη το 1995 συμπεριλήφθηκε στους πέντε καλύτερους ιστιοπλόους του κόσμου, ενώ το 1996 αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου. Ήταν ο σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας στο Σίδνεϊ, ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και αυτός που άναψε τον βωμό στο Ολυμπιακό στάδιο, την ημέρα της έναρξης των Αγώνων.
Τέλος, έχει να επιδείξει ένα ακόμη σπουδαίο επίτευγμα. Τον Ιούλιο του 1997 έγινε ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που διέσχισε το Αιγαίο με ιστιοσανίδα. Ξεκίνησε από το Σούνιο, έκανε μια στάση στη Σαντορίνη και την επόμενη ημέρα κατέληξε στην ακτή του Καρτερού, στην Κρήτη.
Ιωάννης Μελισσανίδης
Έπρεπε να περάσουν ακριβώς 100 χρόνια, για να ξαναπάρει η Ελλάδα ένα χρυσό μετάλλιο στη γυμναστική. Στην Αθήνα το 1896, ήταν ο Νίκος Ανδριακόπουλος, που πήρε το χρυσό μετάλλιο σ'' ένα αγώνισμα που έχει καταργηθεί (αναρρίχηση επί κάλω) και ο Ιωάννης Μητρόπουλος, φοιτητής της νομικής τότε, που πήρε το χρυσό μετάλλιο στους κρίκους. Το 1996 στην Ατλάντα, ένας άλλος Ιωάννης, φοιτητής κι αυτός αλλά τις ιατρικής, πήρε το χρυσό μετάλλιο στις ασκήσεις εδάφους.
Ο Ιωάννης Μελισσανίδης γεννήθηκε το 1977 στη Γερμανία από Έλληνες γονείς και το 1986 ξεκίνησε να ασχολείται με την ενόργανη γυμναστική. Μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και εντάχθηκε στον Σπάρτακο, όπου ξεδίπλωσε το τόσο πλούσιο ταλέντο του. Οι πρώτες σπουδαίες εμφανίσεις και οι πρώτες μεγάλες διακρίσεις ήρθαν στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα Νέων.
Το 1991 ήταν τρίτος στις ασκήσεις εδάφους, το 1993 ήταν πρώτος στα ασκήσεις εδάφους και τρίτος στο άλμα και το 1994 ήρθε πάλι πρώτος στις ασκήσεις εδάφους, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που έγινε στην Πράγα. Τότε προχώρησε σε μια κίνηση μέγιστης σημασίας. Χάρισε το μετάλλιο στην οικογένεια του Τούρκου αθλητή Καμπάς Μουράτ, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ήταν μια εξαιρετική πράξη, που επαινέθηκε και από τις δύο χώρες και ειδικά στην Τουρκία δόθηκε μεγάλη έκταση, σχολιάστηκε με τα καλύτερα λόγια και λίγο καιρό αργότερα, οι Τούρκοι τον τίμησαν με την ανώτατη τιμητική διάκριση, το βραβείο «Ικπετσί», ενώ η Παγκόσμια Ένωση Αθλητικών Συντακτών τον πρότεινε για το βραβείο «fair play». Ανάλογα βραβεία του απένειμε το Υπουργείο Βόρειας Ελλάδας και ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητικού Τύπου. Το 1994 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, ήρθε δεύτερος στις ασκήσεις εδάφους, χάνοντας μόνο από τον Λευκορώσο Ολυμπιονίκη Βιτάλι Σέρμπο.
Δύο χρόνια μετά, έλαμψε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Στις ασκήσεις εδάφους πραγματοποίησε εντυπωσιακή εμφάνιση σ'' ένα δύσκολο πρόγραμμα με πρωτότυπες ασκήσεις. Με 9,850 βαθμούς κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον Κινέζο Λι Ξιαοσουάνγκ με 9,837 βαθμούς και στην τρίτη θέση τον περίφημο Ρώσο γυμναστή Αλεξέι Νέμοφ με 9,800 βαθμούς. Σ'' αυτή τη διοργάνωση αγωνίστηκε ακόμη στον ίππο, στο μονόζυγο, στους κρίκους και στο άλμα.
Το 1998, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, πήρε την πρώτη θέση στο άλμα, τη δεύτερη θέση στις ασκήσεις εδάφους και ήταν δεύτερος στο σύνθετο, όπως δεύτερος ήταν στο σύνθετο ατομικό το 1999, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000, χωρίς όμως να επαναλάβει την επιτυχία του, καθώς μετείχε στις ασκήσεις εδάφους και έμεινε στην 7η θέση με 9.262 βαθμούς, αλλά και στο σύνθετο ατομικό χωρίς να διακριθεί. Το 1996 αναδείχθηκε κορυφαίος αθλητής της Ελλάδας, από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου.
Δημοσθένης Ταμπάκος
Το 1896 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ο Ιωάννης Μητρόπουλος κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους κρίκους. Εκατόν οκτώ χρόνια μετά, πάλι στην Αθήνα και στο ίδιο ακριβώς αγώνισμα, το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο πήγε πάλι σ'' έναν Έλληνα γυμναστή, τον Δημοσθένη Ταμπάκο, που τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στο Σίδνεϊ, είχε κατακτήσει και το ασημένιο.
Ο Ταμπάκος γεννήθηκε το 1976 στη Θεσσαλονίκη, εντάχθηκε στον Σπάρτακο, ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με την ενόργανη γυμναστική και ειδικότερα τους κρίκους και έγινε ένας από τους κορυφαίους γυμναστές του κόσμου στο αγώνισμα αυτό, με συνεχείς διακρίσεις σε μεγάλες διοργανώσεις. Μάλιστα υπάρχει άσκηση στην οποία έχει δώσει το όνομά του.
Η πορεία του προς την κορυφή και την καταξίωση ξεκίνησε το 1992, όταν αναδείχθηκε πρώτος στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και πρώτος στους Βαλκανικούς Αγώνες. Στη συνέχεια κατέκτησε κι άλλες φορές την πρώτη θέση στα Πανελλήνια Πρωταθλήματα, ενώ το 1997 ήταν τρίτος στους Μεσογειακούς Αγώνες. Το χάλκινο μετάλλιο κατέκτησε το 1998 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και το 1999 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Ένα χρόνο αργότερα, το 2000, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ, εντυπωσίασε με τις ασκήσεις του στους κρίκους και ανέβηκε στο βάθρο των νικητών. Στα προκριματικά βαθμολογήθηκε με 9.762 βαθμούς και την ίδια ακριβώς βαθμολογία απέσπασε και στον τελικό και κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο. Το χρυσό πήρε ο Ούγγρος Σιλβέστερ Τσολάνι με 9.850 βαθμούς και το χάλκινο ο Βούλγαρος Γιόρνταν Γιότσεφ με 9.737 βαθμούς.
Οι επιτυχίες του Ταμπάκου δεν σταμάτησαν εκεί, αλλά συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, πιστοποιώντας έτσι την παγκόσμια κλάση του. Στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα κατέκτησε δύο φορές την πρώτη θέση, το 2000 και το 2004, και μια φορά τη δεύτερη θέση, το 2002. Έτσι έφτασε να έχει στη συλλογή του από αυτή τη διοργάνωση δύο χρυσά μετάλλια, ένα ασημένιο κι ένα χάλκινο. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κατέκτησε την πρώτη θέση το 2003 κι έτσι έχει πλέον στη συλλογή του ένα χρυσό κι ένα χάλκινο μετάλλιο. Ακόμη το 2001 ήταν πρώτος στους Μεσογειακούς Αγώνες.
Και το 2004, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, έφτασε στο αποκορύφωμα της δόξας. Με 9.862 βαθμούς κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο πάλι στους κρίκους, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον Βούλγαρο Γιόρνταν Γιότσεφ με 9.850 βαθμούς και στην τρίτη θέση τον Ιταλό Γιούρι Τσέκι με 9.812 βαθμούς. Με τις επιτυχίες του ο Δημοσθένης Ταμπάκος πέρασε πλέον στην ιστορία, ως ο κορυφαίος αθλητής της ενόργανης γυμναστικής, που ανέδειξε η Ελλάδα.
Εθνική Ομάδα Ανσάμπλ
Οι έξι κοπέλες της Εθνικής Ομάδας Ανσάμπλ, Ειρήνη Αϊνδιλή, Μαρία Γεωργάτου, Χαρά Καρυάμη, Εύα Χριστοδούλου, Άννα Πολλάτου και Κλέλια Πανταζή, κατάφεραν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000 να εντυπωσιάσουν και να πάρουν το χάλκινο μετάλλιο στο σύνθετο ομαδικό της ρυθμικής γυμναστικής.
Ήταν η δικαίωση του αναμφισβήτητου ταλέντου τους, αλλά και της σκληρής δουλειάς και το αποκορύφωμα μιας σπουδαίας πορείας που είχαν διαγράψει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μόλις την προηγούμενη χρονιά οι πέντε κοπέλες και με την Κλεονίκη Γεωργακοπούλου αντί της Κλέλιας Πανταζή, είχαν κλέψει τις καρδιές όλων, με τις εμφανίσεις τους τόσο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, όπου κατέκτησαν τρία χρυσά μετάλλια, όσο και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, όπου κατέκτησαν δύο χρυσά μετάλλια κι ένα ασημένιο. Και προετοίμασαν τους Έλληνες φιλάθλους γι'' αυτό που θα έπρεπε να περιμένουν στο Σίδνεϊ.
Στα προκριματικά των Ολυμπιακών Αγώνων πραγματοποίησαν εκπληκτική εμφάνιση και συγκέντρωσαν την υψηλότερη βαθμολογία (39.400), όμως στον τελικό, τρία λάθη (πτώσεις) στο πρόγραμμα με τις δέκα κορύνες, στέρησαν τη δυνατότητα να ανέβουν σε ψηλότερο σκαλί του βάθρου, καθώς πήραν 19.550 βαθμούς. Αντίθετα, ήταν εξαιρετικό το πρόγραμμά τους στα δύο στεφάνια και στις τρεις κορδέλες, όπου πήραν 19.733 βαθμούς και με συνολική βαθμολογία 39.283 βαθμούς κατέλαβαν την τρίτη θέση. Πρώτη ήταν η ομάδα της Ρωσίας (Μπέλοβα, Χαλάμοβα, Λάβροβα, Νετέσοβα, Σιμάνσκαγια, Ζίλμπερ) με 39.500 βαθμούς και δεύτερη η ομάδα της Λευκορωσίας (Ανάνκο, Μπελάν, Γκλάζκοβα, Ιλιένκοβα, Λάζουκ, Πούζεβιτς) με επίσης 39.500 βαθμούς.
Για τις επιτυχίες της η Εθνική ανσάμπλ αναδείχθηκε το 1999 και το 2000 κορυφαία ομάδα της Ελλάδας από τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αθλητικού Τύπου. Τα πορτραίτα των έξι αθλητριών, που πήραν το χάλκινο μετάλλιο στο Σίδνεϊ, είναι:
Ειρήνη Αϊνδιλή
Γεννήθηκε το 1983 στη Χαλκίδα και ανήκε στον Γ.Λ.Ο. Αθηνών. Έχει κατακτήσει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1999 δύο χρυσά μετάλλια κι ένα ασημένιο, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1999 τρία χρυσά μετάλλια, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα νεανίδων το 1997 ένα χρυσό.
Μαρία Γεωργάτου
Γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα και ανήκε στον Γ.Ο. Κέρκυρας. Έχει κατακτήσει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1999 δύο χρυσά μετάλλια κι ένα ασημένιο, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1999 τρία χρυσά μετάλλια.
Χαρά (Ζαχαρούλα) Καρυάμη
Γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα και ανήκε στον Ο.Γ. Ηρακλείου Αττικής. Έχει κατακτήσει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1999 δύο χρυσά μετάλλια κι ένα ασημένιο, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1999 τρία χρυσά μετάλλια, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα νεανίδων το 1997 ένα χρυσό.
Κλέλια (Χαρίκλεια) Πανταζή
Γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα και ανήκε στον Γ.Σ. Μοσχάτου. Στο Σίδνεϊ αγωνίστηκε στις δέκα κορύνες. Έχει κατακτήσει στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα νεανίδων το 1999 ένα χάλκινο μετάλλιο.
Αννα Πολλάτου
Γεννήθηκε το 1983 στην Κεφαλονιά και ανήκε στον Α.Γ.Σ. Επτανήσων Αργοστολίου. Στο Σίδνεϊ αγωνίστηκε στα δύο στεφάνια-τρεις κορδέλες. Είχε κατακτήσει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1999 δύο χρυσά μετάλλια κι ένα ασημένιο, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1999 τρία χρυσά μετάλλια. Δυστυχώς τον Μάιο του 2014 σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα. Ως φόρος τιμής το αεροδρόμιο της Κεφαλονιάς πήρε το όνομά της.
Εύα (Ευαγγελία) Χριστοδούλου
Γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα και ανήκε στον Γ.Λ.Ο. Αθηνών. Έχει κατακτήσει στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1999 δύο χρυσά μετάλλια κι ένα ασημένιο, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1999 τρία χρυσά μετάλλια, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα νεανίδων το 1997 ένα χρυσό.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ