Μπορεί στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης η βελόνα να κινείται προς τα δεξιά, στην Ελλάδα όμως τέτοια κίνηση δεν παρατηρείται. Για μια ακόμα φορά αποτελούμε μια εξαίρεση. Τελευταία φορά που καταγράφηκε αξιοπρόσεκτο ποσοστό κόμματος που βρισκόταν στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας ήταν το 1977 με την Εθνική Παράταξη. Έκτοτε τα ίχνη της άκρας Δεξιάς αγνοούνται.*
Και το 14,5% που έλαβαν όλα αυτά τα κόμματα μαζί στις εκλογές του 2023; Δεν είναι ασήμαντο ένα τέτοιο ποσοστό! Φυσικά και δεν είναι ασήμαντο, αλλά είναι πολυδιασπασμένο. Και αυτή η πολυδιάσπαση δεν αφορά μόνον προσωπικές φιλοδοξίες. Αφορά πρωτίστως διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις, διαφορετικές αφετηρίες, διαφορετικές εξαρτήσεις.
Όλα αυτά προδικάζουν πως ουδέποτε αυτός ο χώρος θα αποκτήσει ενιαία πολιτική έκφραση. Συνεπώς, ουδέποτε θα προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού υποκειμένου έτοιμου να συμμετάσχει σε ένα κυβερνητικό σχήμα, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες.
Βέβαια, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε θα πρέπει να ορίσουμε τι θεωρούμε άκρα Δεξιά. Την ταυτίζουμε με τον συντηρητικό χώρο; Ή μήπως αυτό δεν αρκεί και θα πρέπει να της δώσουμε και άλλα χαρακτηριστικά, με προεξάρχον αυτό της αντιμετώπισης του μεταναστευτικού ζητήματος;
Ως προς το τελευταίο, να σημειώσω πως η Τζόρτζια Μελόνι, που τη θεωρούν ακροδεξιά, στο μεταναστευτικό όταν από τις διακηρύξεις έπρεπε να περάσει στην πράξη, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Παραδόθηκε στη σκληρή πραγματικότητα. Τι να κάνει όταν σε μια ημέρα εισέβαλαν στη Λαμπεντούζα 7.000 παράνομοι μετανάστες; Διαπίστωσε η Τζόρτζια Μελόνι, πως με προεκλογικά συνθήματα δεν αντιμετωπίζονται τέτοια προβλήματα. Και προσέφυγε στην Ε.Ε. διότι η λύση –αν μπορεί να υπάρξει λύση– θα είναι συλλογική.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένα πολιτικό υποκείμενο που θα συγκροτήσει μια ολοκληρωμένη συντηρητική πρόταση. Μια πρόταση που θα είναι μια απειλή από τα δεξιά για τη Νέα Δημοκρατία. Δεν υπάρχουν οι υποκειμενικές δυνατότητες, αν και υπάρχουν οι αντικειμενικές συνθήκες μετά την μετατόπιση του κυβερνώντος κόμματος προς τον χώρο του μεταρρυθμιστικού Κέντρου.
Όμως, η Νέα Δημοκρατία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη έχει συγκροτήσει ένα μπλοκ εξουσίας το οποίο μπορεί και ξεπερνά τις όποιες εκροές υπάρχουν προς τα δεξιά της. Ένα μπλοκ εξουσίας που υπερακοντίζει την παραδοσιακή βάση της παράταξης. Έτσι αιτιολογείται αυτό το 40,5% σε συνδυασμό με το 14% των κομμάτων και κομματιδίων που βρίσκονται στα δεξιά της.
Στα μεγάλα και ιστορικά κόμματα αυτό που μετρά είναι το τελικό ισοζύγιο εκροών/ εισροών. Και η Νέα Δημοκρατία τα πηγαίνει –όπως δείχνουν και όλες οι δημοσκοπήσεις– πολύ καλά. Στην Ελλάδα δεν καταγράφεται ούτε φθορά της κυβερνώσας παράταξης ούτε άνοδος της άκρας Δεξιάς. Το να «τσιμπάς» μισή μονάδα δεν είναι άνοδος. Συνεπώς, η κυβέρνηση οφείλει να ακολουθήσει το ίδιο σύστημα με το οποίο κερδίζει τα παιγνίδια. Συστήματα που κερδίζουν δεν τα αλλάζεις. Είναι ο κανόνας των μεγάλων προπονητών.
* Η Χρυσή Αυγή αποδείχθηκε πως ήταν ένα από τα μορφώματα της μνημονιακής περιόδου που εξαντλήθηκε όταν έπαψαν να υφίστανται οι συνθήκες που τη γέννησαν.