Με τούτα και με κείνα ξεχάσαμε τον ΣΥΡΙΖΑ, και από μια άποψη καλά κάναμε. Δεν αρέσει στους πολίτες κι έτσι έχει φύγει από την επικαιρότητα. Ήταν ένα «προϊόν» με ημερομηνία λήξεως που έγραφε 25 Ιουνίου 2023. Επί πλέον βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση από την οποία ουδείς μπορεί να προδικάσει τι θα προκύψει. Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε –και το έχω γράψει πλειστάκις– είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίζαμε, τελείωσε. Το νέο ακόμα δεν έχει σχηματοποιηθεί, καθώς πέραν όλων των άλλων, δε γνωρίζουμε πώς θα ψηφίσουν και πόσοι θα ψηφίσουν τον νέο ηγέτη, γυναίκα ή άντρα.
Λόγω του καλοκαιριού η πολιτική συζήτηση σταμάτησε στο εσωτερικό του κόμματος, όμως σίγουρα θα επαναληφθεί διότι οι υποψήφιοι θα πρέπει να τοποθετηθούν απέναντι στην καθοριστικής σημασίας εκλογική συντριβή. Τι έφταιξε, ποιος έφταιξε. Μοιραία σε έναν τέτοιο διάλογο θα αναζητηθούν και οι ευθύνες της καθοδήγησης, δηλαδή οι ευθύνες της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή των προεδρικών, δηλαδή του ίδιου του Α. Τσίπρα.
Αυτοκριτική χωρίς κριτική προς τον τέως αρχηγό δεν έχει κανένα νόημα και το γνωρίζουν αυτά τα στελέχη της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε διάκεινται φιλικά προς το πρόσωπό του είτε επιζητούν και μεθοδεύουν μια κατεδαφιστική κριτική. Διότι νέα αρχή υπό τη σκιά του τέως δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι λογικό οι συνεργάτες του να θέλουν να τον προστατεύσουν για πολλούς λόγους, συναισθηματικούς και πολιτικούς, όμως κουβαλά στις πλάτες του έξι (6) συνεχόμενες εκλογικές ήττες. Και το κυριότερο, το κόμμα τους δεν είναι πλέον κόμμα εξουσίας.
Η Νέα Δημοκρατία προστάτευσε τον Κώστα Καραμανλή για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων ήταν πως αποτελούσε πάντα κόμμα εξουσίας. Σε καμία περίπτωση –πλην των εκλογών-σοκ του Μαϊου 2012– δεν έπεσε κάτω από το 30% και ποτέ δεν έχασε την επαφή της με το πρώτο κόμμα και την προοπτική επανόδου στην εξουσία. Ως εκ τούτου δεν είχε την πολυτέλεια της εσωστρέφειας και της ανάλυσης των αιτιών της ήττας. Άλλωστε, τέτοιες διαδικασίες ήταν και είναι ξένες προς την κουλτούρα της παράταξης.
Φαίνεται –για να επανέλθω στα του ΣΥΡΙΖΑ– πως μια βαθιά απο-τσιπροποίηση τη θέλουν οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι, είναι όμως άγνωστες οι διαθέσεις των ψηφοφόρων του κόμματος. Να μη λησμονούμε πως ο Α. Τσίπρας είναι ο ιστορικός ηγέτης της ριζοσπαστικής Αριστεράς που την πήρε από το 4% και την οδήγησε στην εξουσία, εκμεταλλευόμενος με τις δημαγωγικές του ικανότητες τις έκτακτες περιστάσεις. Δύσκολα αποκαθηλώνεται, όμως υποθέτω πως ούτε η κυρία Αχτσιόγλου ούτε και ο κ. Τσακαλώτος θα ήθελαν να τον έχουν στα πόδια τους.
Εκτιμώ πως και οι δύο θέλουν έναν ΣΥΡΙΖΑ με τα χαρακτηριστικά που αυτοί θα του δώσουν. Έναν ΣΥΡΙΖΑ μακριά από τη λαϊκιστική Αριστερά και τον διχαστικό και πολωτικό λόγο. Για γίνει όμως αυτό θα πρέπει η πολιτική της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα να υποστεί σκληρή κριτική μέχρι κατεδαφίσεως. Δεν είναι εύκολο, είναι όμως απαραίτητο.