Η «βαθιά» ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης

Συμπληρώθηκαν εννιά χρόνια από τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Εννιά χρόνια μόνον με εκλογικές νίκες, ενώ παράλληλα όλο αυτό το διάστημα, σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις, παραμένει ο δημοφιλέστερος πολιτικός, μακράν του δευτέρου. Κι όμως, αυτή η πορεία αμφισβητείται από ένα μέρος του κόμματος. Γιατί; Αν θέλουμε να το ψάξουμε θα πρέπει να ανατρέξουμε στις εσωκομματικές εκλογές του Ιανουαρίου 2016.

Τότε, στον πρώτο γύρο, ο Β. Μεϊμαράκης και Απ. Τζιτζικώστας οι οποίοι εξέφραζαν την παραδοσιακή Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσαν από κοινού το 60%. Τότε πώς κέρδισε στον δεύτερο γύρο ο Μητσοτάκης; όπως κέρδισε στον δεύτερο γύρο και ο Κώστας Σημίτης τον Τσοχατζόπουλο. Διότι μόνον αυτοί μπορούσαν να νικήσουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και τα μέλη και οι φίλοι της Νέας Δημοκρατίας δικαιώθηκαν.

Βλέποντας με ψυχρή ματιά τις λειτουργίες των μεγάλων, μαζικών κομμάτων, παρατηρούμε πως κινούνται γύρω από τη νομή της εξουσίας. Είναι η πανίσχυρη συγκολλητική ουσία που ωθεί τους μηχανισμούς και τα στελέχη αυτών των κομμάτων να στηρίζουν – ανεξαρτήτως προτιμήσεων – τις ηγεσίες που τους προσφέρουν αυτή τη νομή ή την προοπτική της. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης βαδίζει στη δεύτερη κυβερνητική του θητεία και παίζοντας χωρίς αντίπαλο, βάζει πλώρη για την τρίτη.

Και οι διαφωνούντες; Και οι γκρινιάρηδες; Μα θέλουν το αυτονόητο. Να συμμετάσχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό στα κυβερνητικά και κρατικά πόστα. Να ξαναμοιραστεί η πίτα της εξουσίας. Όμως, στο τέλος της ημέρας, δηλαδή στις εθνικές εκλογές, όλοι αντιλαμβάνονται πως για να ξαναμοιραστεί η εξουσία, θα πρέπει πρωτίστως να κερδηθούν οι εκλογές. Και κάπου εδώ λειτουργεί η συγκολλητική ουσία. Στις ευρωεκλογές έχουν το περιθώριο στην ψήφο διαμαρτυρίας, στις εθνικές εκλογές όμως, «νυν υπέρ πάντων ο αγώνας».

Συνεπώς, η «βαθιά» Νέα Δημοκρατία, με τους πολιτικούς εκφραστές της, μπορεί να ρίχνει τις βολές της και να δηλώνει την παρουσία της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η απουσία των Καραμανλή, Σαμαρά και σχεδόν όλης της κοινοβουλευτικής ομάδας από την κηδεία του Κώστα Σημίτη ήταν μια συνειδητή πολιτική επιλογή. Εξέφραζαν εκείνο το μέρος της βάσης της παράταξης που στάθηκε στρατηγικά απέναντι στον εκλιπόντα πρωθυπουργό και ποτέ δε θεώρησε δικό της άνθρωπο τον νυν πρωθυπουργό. Είπαμε, στα μεγάλα κόμματα αυτά είναι συνηθισμένα φαινόμενα που απαιτούν ειδικούς χειρισμούς στην αντιμετώπισή τους.

Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μέχρι στιγμής, παίζει καλά το παιχνίδι της εξουσίας. Δε μιλώ εγώ, αλλά οι αριθμοί. Ικανοποιεί και την παραδοσιακή Νέα Δημοκρατία, αλλά και τους μουσαφίρηδες της, διότι γνωρίζει ότι αυτοί του έχουν δώσει την αυτοδυναμία. Και στον πολιτικό ορίζοντα δεν φαίνεται να υπάρχει άλλο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας που να μπορεί να επιτύχει αυτήν την ισορροπία.

Αυτά τα ολίγα επί τη επετείω των εννιά χρόνων από την πρώτη νίκη του Κυριάκου.