Από τα ευτράπελα των ημερών: «ο Ερντογάν πήγε με 50 πολεμικά πλοία στα Κατεχόμενα και ο Μητσοτάκης πήγε μόνος του». Ωραία! Το πιάσαμε το υπονοούμενο! Έπρεπε να κατεβάσει όλον τον στόλο στην Κύπρο. Με τέτοιες γελοιότητες αντιπολίτευση δεν γίνεται.
Πάμε στα σοβαρά τώρα. Η Ελλάδα από το 2004 και μετά –δηλαδή μετά την απόρριψη από τους Ελληνοκυπρίους του σχεδίου Ανάν– είναι χωρίς στρατηγική για την επίλυση του προβλήματος. Διότι η επίκληση των αποφάσεων του ΟΗΕ δεν είναι στρατηγική. Είναι ευχολόγιο. Σήμερα οι χειριστές της υπόθεσης, αν υπάρχουν, ένα καθήκον έχουν. Να διαγνώσουν τις προθέσεις της Τουρκίας.
Δηλαδή η λύση των δύο κρατών είναι η τελική επιλογή ή μήπως αποτελεί ένα διαπραγματευτικό χαρτί προς κάτι άλλο και αν ναι, ποιο είναι αυτό; Διότι, αν όντως η Τουρκία μαζί με την πλήρως ελεγχόμενη ηγεσία των Τουρκοκυπρίων επιζητεί τη λύση των δύο κρατών, αυτό σημαίνει πως έχει εγκαταλείψει τη ντιρεκτίβα του Νιχάτ Ερίμ. Τι έλεγε το 1956 ο Τούρκος συνταγματολόγος και μετέπειτα πρωθυπουργός; Πρώτον πως η Κύπρος δεν πρέπει να περάσει στην ελληνική κυριαρχία και δεύτερον, η Τουρκία πάντα θα πρέπει να ελέγχει τις εξελίξεις στη Μεγαλόνησο. Αυτό είναι το πνεύμα των δύο υπομνημάτων που ακολούθησε ευλαβικά το τουρκικό πολιτικό, στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο.
Σήμερα, η λύση των δύο κρατών σημαίνει πως η Τουρκία παραιτείται από τον έλεγχο ολόκληρης της Μεγαλονήσου. Παίρνει το συμφωνημένο ποσοστό εδάφους και τελειώνει. Θέλει όμως μια τέτοια λύση; Μήπως προκρίνει τη δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία διότι έτσι δε θα ελέγχει μόνον όλη την Κύπρο, αλλά μέσω των Τουρκοκυπρίων θα δύναται να επηρεάζει και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Μια κυπριακή κυβέρνηση την οποία οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούν, σε κρίσιμα ζητήματα, να την οδηγήσουν σε παράλυση δεν νομίζω ότι θα είναι ό,τι καλύτερο για τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Και με τη λύση της διζωνικής-δικοινοτικής τι γίνεται με την Κυπριακή Δημοκρατία και τη διεθνή νομική υπόστασή της;
Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει –αν βεβαίως θέλει να λυθεί το κυπριακό, διότι εκτιμώ ότι οι Ελληνοκύπριοι μια χαρά βολεύονται με την υφιστάμενη κατάσταση– να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της. Τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που τα επικαλούνται όλες οι κυβερνήσεις επί 50 χρόνια, δεν έδωσαν καμιά λύση. Και δεν θα δώσουν και στα επόμενα 50.
Και γιατί να θέλουμε εμείς να λυθεί το Κυπριακό όταν δεν το θέλουν οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι; Διότι αποτελεί ένα μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Δύο φορές φτάσαμε στα πρόθυρα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου εξαιτίας της Κύπρου.
Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, αρνούμενες να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, επαναλαμβάνουν μονότονα τα ίδια και τα ίδια σε ένα διάλογο κωφών. Είτε η Ελλάδα είναι το εθνικό κέντρο είτε η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Τελικά, ξέρουμε τι θέλουμε;