Το 2010, ο τότε γραμματέας Πληροφοριακών Συστημάτων ο κ. Σπινέλης, αν δεν κάνω λάθος, μίλησε για 4-4-2, δείχνοντας τον τρόπο που γινόταν η κατανομή μεταξύ του ελεγκτή, του επόπτη, του προϊσταμένου μιας Εφορίας και του Δημοσίου, του ποσού που θα έπρεπε να καταβάλει ο φορολογούμενος μετά από τον φορολογικό έλεγχο. Δε γνωρίζω κατά πόσον ίσχυε αυτή η καταγγελία, από την οποία έβγαιναν όλοι κερδισμένοι πλην του Δημοσίου ή ήταν μια φωτοβολίδα που στήριζε την κυβερνητική γραμμή για το διεφθαρμένο Κράτος.
Εκείνο το οποίο γνωρίζω είναι πως ΔΕΝ έχει υπάρξει ποτέ, μα ποτέ, φορολογικός έλεγχος στα 3ης κατηγορίας βιβλία που να μην προσαύξησε τη φορολογητέα ύλη και συνεπώς την καταβολή πρόσθετου φόρου. Πάντα το Ελληνικό Δημόσιο αντιμετώπιζε τον επιχειρηματία με καχυποψία -για να μην πω ως απατεώνα- και για αυτό επινόησε μια παγκόσμια πατέντα, τις λογιστικές διαφορές. Μια εξευτελιστική πρακτική και για τον ελεγκτή και για τον φορολογούμενο.
Ήταν σαφές για τους επιχειρηματίες πως οι λογιστικές διαφορές ήταν μια πράξη πειρατείας και, όπως ήταν φυσικό, ανέπτυξαν τις άμυνές τους. Θα πλήρωναν που θα πλήρωναν, ας πλήρωναν τουλάχιστον από το «μαύρο ταμείο» της φοροδιαφυγής.
Όλοι γνωρίζουν πως η εντολή από τον επόπτη ή από τον έφορο ήταν ο ελεγκτής να φέρει στα ταμεία της Εφορίας περίπου το 1% του τζίρου της εταιρείας που ελέγχει -κάτι «διαπραγματεύσιμο»- αν δεν υπήρχαν παραβάσεις. Αν υπήρχαν και μάλιστα τέτοιες που επέσυραν την απόρριψη των βιβλίων είτε λόγω ανεπάρκειας είτε λόγω ανακρίβειας, τότε άλλαζαν οι κανόνες του παιχνιδιού. Πιθανόν, σε αυτές τις περιπτώσεις να υπήρχαν και οι παράνομες συναλλαγές που κατήγγειλε το 2010 ο κ. Σπινέλης. Η διακύβευση ήταν χοντρή.
Σε αυτόν τον ακήρυκτο πόλεμο το Δημόσιο έβγαινε μονίμως ζημιωμένο διότι ο επιχειρηματίας είχε ανακαλύψει 365 τρόπους -όσες και οι ημέρες- για να κλέβει την Εφορία, ενώ ο εφοριακός μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα θα έπρεπε να βρει ό,τι μπορούσε ή ό,τι ήθελε ο επιχειρηματίας να βρει.
Κάπου-κάπου έβγαιναν και οι λεγόμενες περαιώσεις, όταν σωρεύονταν πολλές ανέλεγκτες υποθέσεις. Σε αυτές, που ήταν προαιρετικές, ο επιχειρηματίας καλούνταν να κλείσει τις φορολογικές του εκκρεμότητες της προηγούμενης πενταετίας, χωρίς έλεγχο, καταβάλλοντας ένα ποσό που σχεδόν πάντα ήταν λογικό και για αυτό όλες οι περαιώσεις έφεραν λεφτά στα ταμεία του Δημοσίου.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Για να δείξω πως η λογική που διέπει τις σχέσεις επιχειρηματία και ελεύθερου επαγγελματία με το Ελληνικό Δημόσιο παραμένει η ίδια. Ενώ υπάρχουν σήμερα όλα τα τεχνικά μέσα για να εντοπιστεί η φοροδιαφυγή με διασταυρώσεις στοιχείων, ακολουθείται η πεπατημένη. Η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων είναι εμφανής, οι καταθέσεις το ίδιο, οι κινήσεις πιστωτικών καρτών είναι ανιχνεύσιμες και παρ' όλα αυτά εμφανίζεται και πάλι η πρακτική του τεκμαρτού εισοδήματος. Ένα σοβαρό κράτος, με το πάτημα ενός πλήκτρου, έχει το πλήρες φορολογικό προφίλ των πολιτών και κινείται αναλόγως.
ΥΓ. Ειλικρινής απορία: όταν η Τράπεζα της Ελλάδας βρίσκει πως υπάρχει τεράστιο άνοιγμα μεταξύ κατανάλωσης και δηλωθέντων εισοδημάτων, υπολογίζει την κατανάλωση που δημιουργείται από τις πιστωτικές κάρτες και τα καταναλωτικά δάνεια, που ως γνωστόν δεν αποτελούν εισόδημα;