Οι Αυστριακοί μερακλώνουν με Στράους και κτυπάνε ρυθμικά παλαμάκια στη γνωστή πρωτοχρονιάτικη συναυλία. Κάποιοι συνέλληνες τους θαυμάζουν για αυτό, ενώ κάποιοι άλλοι προσπερνούν αδιάφορα το θέαμα, μπορεί και να υπομειδιούν. Έχουν τα δικά τους γούστα, αυτοί μερακλώνουν με Μητροπάνο, Καρρά και Τερζή και άλλους λαϊκούς βάρδους. Υπάρχει και η κατηγορία των «έντεχνων». Αυτοί αποτελούν ένα μεγάλο σύνολο με πολλά υποσύνολα, με πολλές τομές, καθώς η ίδια η έννοια του «έντεχνου» είναι ιδιαίτερα ρευστή και αν θελήσουμε κάπως να την ορίσουμε θα πρέπει να είμαστε πολύ ευρύχωροι.
Άλλοι τη βρίσκουν με τα αγωνιστικά τραγούδια της δεκαετίας του 70, αν και οι τσιμινιέρες από τότε έχουν παγώσει κυριολεκτικά, άλλοι πιο μετριοπαθείς, ακούγοντας τους τρεις μεγάλους του ελληνικού τραγουδιού και κάπου εκεί προσπαθούμε να χωρέσουμε κι εμείς που γουστάρουμε και τους τρεις μεγάλους, αλλά και τους μινόρες του ελαφρολαϊκού τραγουδιού και τα καψουροτράγουδα και βέβαια και τη φωνή –κυρίως τη φωνή– του τεράστιου και ανεπανάληπτου Στέλιου, ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Εκείνο το οποίο παρατηρώ είναι η αφ' υψηλού θέαση των «έντεχνων» απέναντι στους υπόλοιπους –μας βλέπουν σαν πλέμπα. Η ίδια ακριβώς συμπεριφορά παρατηρείται και στα του κινηματογράφου, αλλά με αυτά έχω ασχοληθεί διεξοδικά σε άλλα κείμενά μου. Δεν πρόκειται να κάμω κοινωνιολογική ανάλυση του ελαφρολαϊκού τραγουδιού ούτε θα πέσω στην παγίδα των μαρξιστικών απλουστεύσεων, διότι η ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη και δεν χωρά σε τέτοια καλούπια. Μπορεί να δακρύζεις εξίσου με το κονσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι και με το «Δυό πόρτες έχει η ζωή». Να μερακλώνεις με Μητροπάνο και «τα καλοκαίρια και τους χειμώνες» του και συγχρόνως να συγκινείσαι και με τον Αττίκ ή τον Γιαννίδη και τη φωνή του
Πολυμέρη και της Δανάης. Να σε συγκλονίζει ο Μπιθικώτσης στα τραγούδια του Μίκη, αλλά και στο «Μια κυρία φεύγει». Να υποκλίνεσαι στην «Καισαριανή» και στο «Δίκτυ» του Ξαρχάκου, αλλά και στα «Μάτια μπλε καλοκαιρινά» του ίδιου –ένα από τα ωραιότερα ερωτικά τραγούδια με τη φωνή του Πάριου.
Θυμάμαι στα νιάτα μου, στην ένδοξη δεκαετία του '70, σκληροπυρηνικοί αριστεροί συμφοιτητές μου, που κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν με την προσδοκία της Επανάστασης, να βιώνουν την εγκατάλειψη και την «προδοσία» της συντρόφου όχι με «τα φασολάκια» του Ρίτσου ή την «Καταχνιά» του Λεοντή –αναμφίβολα έξοχο έργο– αλλά με Βοσκόπουλο και Πάριο. Και το δάκρυ κορόμηλο. Και τους έβρισκες να πνίγουν τον πόνο τους στη «Φέμινα» της Πρασακάκη και στο υπόγειο «Μινουί», δίπλα στην Αρμένικη εκκλησία και όχι στις έντεχνες φοιτητικές μπουάτ. Βλέπετε, η ανθρώπινη φύση επιβάλλεται και λυγίζει και αυτούς που νομίζουν ότι είναι πάνω από τέτοιες μικροαστικές ευαισθησίες.
Για να επανέλθω στο θέμα μου. Ο καθένας πορεύεται με τα γούστα του και δε δίνει λογαριασμό σε κανέναν, άνευ αστερίσκου. Γράφω τα αυτονόητα γιατί δεν είναι για όλους αυτονόητα. Το γεγονός ότι ακόμα και η ριζοσπαστική Αριστερά, και στις δύο εκφράσεις της, αισθάνθηκε την ανάγκη να τιμήσει τη μνήμη του Βασίλη Καρρά, του άρχοντα της καψούρας, φανερώνει πως τέτοια φαινόμενα απευθύνονται σε έναν κόσμο που δεν κατηγοριοποιείται, ετερόκλητο και πολύχρωμο, αυθεντικό στις συμπεριφορές του, ο οποίος αξίζει τον προσήκοντα σεβασμό.