Η ανάγκη ενίσχυσης της ελληνικής παρουσίας στην Ουάσιγκτον

Η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών είναι κρίσιμης σημασίας για την Ελλάδα. Από ζητήματα που αφορούν τον αμυντικό εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων, μέχρι την αντιμετώπιση μιας αναθεωρητικής και ολοένα πιο εχθρικής Τουρκίας, οφείλουμε να είμαστε στρατηγικοί και προνοητικοί στον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε με την αμερικανική πολιτική μηχανή. Αυτή η ανάγκη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική τώρα, με τον Ντόναλντ Τραμπ να γίνεται ο 47ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απρόβλεπτη. Αν και το 2016 η Ελλάδα επωφελήθηκε από αυτήν την έλλειψη προβλεψιμότητας, όταν ο Τραμπ και ο Αλέξης Τσίπρας αναβάθμισαν τη στρατηγική σημασία της χώρας μας για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή, το 2024 θα μπορούσε να αποδειχθεί δυσάρεστο ή μη ευνοϊκό.

Όταν μιλάμε για παρουσία των θέσεων και των συμφερόντων μίας χώρας στην Ουάσινγκτον, μιλάμε για τα ποσά που επενδύει κάθε χώρα στο λόμπινγκ. Σε αντίθεση με την τωρινή μας στρατηγική, η σοβαρότητα των προκλήσεων και των κινδύνων που έχουμε μπροστά μας σημαίνει ότι δεν μπορούμε άλλο να βασιζόμαστε αποκλειστικά στην καλή θέληση μιας μικρής ομάδας ημι-επαγγελματιών ελληνοαμερικανών λομπιστών. Ούτε μπορούμε να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε σε έναν ή δύο ισχυρούς συμμάχους - όπως κάναμε για χρόνια με τον πρώην γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, που πλέον έχει καταδικαστεί για διαφθορά και έχει αφήσει ένα τεράστιο κενό σε ό,τι αφορά την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στη Γερουσία.

Σύμφωνα με το opensecrets.org, έναν μη κομματικό οργανισμό που παρακολουθεί την επιρροή του χρήματος στην πολιτική, το 2023, η τουρκική κυβέρνηση επένδυσε έξι φορές περισσότερα από (875.000 δολάρια) από ό,τι η ελληνική κυβέρνηση (147.000 δολάρια) για την εκπροσώπησή της στην Ουάσιγκτον. Εάν εξετάσουμε τα χρήματα που επενδύονται υπέρ της Τουρκίας από μη κρατικούς φορείς, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι τα 12,5 εκατομμύρια δολάρια που επενδύθηκαν για την προώθηση των θέσεων της Τουρκίας ξεπερνούν κατά πολύ τα ποσά που δαπανά η ελληνική διασπορά για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στην Ουάσιγκτον. 

Αυτό το χρηματοδοτικό χάσμα έχει άμεσες επιπτώσεις στην ικανότητα της Ελλάδας να επηρεάζει τις αποφάσεις στην αμερικανική πρωτεύουσα. Η τουρκική κυβέρνηση, μέσω των σημαντικών επενδύσεών της σε λόμπινγκ και δημόσιες σχέσεις, διασφαλίζει ότι οι απόψεις και τα συμφέροντά της ακούγονται διαρκώς και λαμβάνονται υπόψη. Ας ελπίσουμε ότι η νέα εποχή στη διακυβέρνηση των ΗΠΑ θα κινητροδοτήσει και την ελληνική κυβέρνηση ώστε να αναθεωρήσει τις προτεραιότητές της και να επενδύσει σοβαρά στην προώθηση των ελληνικών θέσεων στην Ουάσιγκτον. Η ενίσχυση της παρουσίας μας με επαγγελματίες λομπίστες και στοχευμένες στρατηγικές επικοινωνίας είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική προβολή των συμφερόντων μας.

Πέρα από την παρουσία στην πρωτεύουσα, η χώρα μας υστερεί ιδιαίτερα και σε ό,τι αφορά την πρόσβαση και τις ευρύτερες σχέσεις με το ρεπουμπλικανικό κόμμα. Είναι κρίσιμο να αναγνωρίσουμε ότι, ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις του κάθε πολιτικού αρχηγού, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι ένα από τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα στις ΗΠΑ και οφείλουμε να έχουμε μονίμως ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας μαζί του. Δυστυχώς, τα τελευταία 20 χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ των ελληνικών κεντροδεξιών κομμάτων, κυρίως της Νέας Δημοκρατίας, και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχουν εξασθενήσει, σχεδόν ατροφήσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ηγέτες μας, συχνά βρίσκονται με περιορισμένη πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας, όταν οι Ρεπουμπλικανοί είναι στην εξουσία - και αυτή τη στιγμή ελέγχουν την προεδρία, τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δηλαδή ολόκληρο το μηχανισμό.

Για να αντιστρέψουμε αυτήν την κατάσταση, πρέπει να ενισχύσουμε τις διμερείς σχέσεις σε επίπεδο κομμάτων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας ειδικών ομάδων εργασίας μεταξύ αμερικανικών και ελληνικών think tanks, της ενίσχυσης της συνεργασίας σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος και της ανταλλαγής επισκέψεων μεταξύ εκλεγμένων αξιωματούχων. Επιπλέον, πρέπει να αυξήσουμε τη συμμετοχή των Ρεπουμπλικανών αξιωματούχων σε συνέδρια που φιλοξενούνται στην Ελλάδα και να ενθαρρύνουμε την παρουσία πολιτικών της Νέας Δημοκρατίας σε ρεπουμπλικανικές και συντηρητικές εκδηλώσεις στις ΗΠΑ. Μέσω αυτών των δράσεων, μπορούμε να οικοδομήσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργασίας, που θα συμβάλλουν στην προώθηση των ελληνικών συμφερόντων μακροπρόθεσμα.

Συμπερασματικά, η ενίσχυση της ελληνικής επιρροής στην Ουάσιγκτον απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση, που συνδυάζει την οικονομική επένδυση στο λόμπινγκ, με την αναβάθμιση των πολιτικών μας σχέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο, αναγνωρίζοντας τη σημασία της αμερικανικής πολιτικής σκηνής και προσαρμόζοντας τις στρατηγικές της αναλόγως. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε ότι οι θέσεις μας θα ακούγονται και θα λαμβάνονται υπόψη στα κέντρα λήψης αποφάσεων, προστατεύοντας και προωθώντας τα εθνικά μας συμφέροντα, σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.