Έχετε ποτέ σκεφτεί ή ακούσει κάποιον να λέει ότι πιστεύει στην ελεύθερη αγορά, αλλά χωρίς τον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους θα ήταν αδύνατο να έχουμε ένα δίκαιο και ισορροπημένο σύστημα; Αυτή η άποψη, αν και φαίνεται λογική, βασίζεται σε μία σοβαρή παρανόηση. Στην πραγματικότητα, το βασικό ερώτημα που καλούνται τα κράτη να απαντήσουν είναι ποιο τμήμα του κράτους οφείλει να ελέγχει την αγορά και να θέτει το ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς παραδοσιακά υποστηρίζουν ότι ο ρόλος αυτός ανήκει στη νομοθετική εξουσία και πρέπει να τον ασκεί με φειδώ. Από την άλλη πλευρά, οι κεντρώοι και οι κρατιστές όλων των αποχρώσεων υποστηρίζουν ότι αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να καθορίζει η εκτελεστική εξουσία μέσω του ρυθμιστικού κράτους (regulatory state).
Στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, ένα φαινόμενο που έχει αναπτυχθεί ραγδαία και αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την οικονομική και πολιτική σταθερότητα είναι η διαρκής αύξηση των κανονισμών και των ρυθμίσεων. Αυτό που αποκαλούμε «ρυθμιστικό κράτος» έχει μετατραπεί σε εργαλείο, όχι μόνο για τη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και για την άσκηση εξουσίας από δημόσιες υπηρεσίες και ανεξάρτητες αρχές, χωρίς τη συμμετοχή των πολιτών. Πώς όμως φτάσαμε εδώ;
Από τη μεταπολεμική περίοδο και έπειτα, η τάση για ρύθμιση της αγοράς έγινε έντονη, ειδικά σε τομείς όπως η προστασία των εργαζομένων, η υγεία, η ασφάλεια και το περιβάλλον. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε για την οικονομική εναρμόνιση μεταξύ των κρατών-μελών της και ανέλαβε τον ρόλο του κεντρικού ρυθμιστή, καθορίζοντας κανόνες και πρότυπα που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της ενιαίας αγοράς. Με τον χρόνο, όμως, η συνεχής παραγωγή κανονισμών έγινε αυτοσκοπός, χωρίς συχνά να λαμβάνεται υπόψη ο αντίκτυπος στην οικονομία και στη δημοκρατική διαδικασία.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η συνεχής επιβολή κανονισμών επιβαρύνει την οικονομία, ειδικά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες δυσκολεύονται να αντέξουν το κόστος συμμόρφωσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται η ανάπτυξη, να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα και να αποθαρρύνονται οι επενδύσεις. Ταυτόχρονα, λόγω της αδυναμίας των μικρότερων και λιγότερο ισχυρών επιχειρήσεων να επηρεάσουν ή να συνδιαμορφώσουν τις επιβαλλόμενες ρυθμίσεις, αυτές συνήθως ευνοούν τους μεγάλους και ισχυρούς. Έτσι, οι κανονισμοί, αντί να προάγουν την ελευθερία της αγοράς και τον ανταγωνισμό, επιβάλλουν άκαμπτους περιορισμούς που πνίγουν την επιχειρηματική πρωτοβουλία και ευνοούν τις ελίτ και τις επιχειρήσεις τους.
Αλλά πέρα από την οικονομική πτυχή, το ρυθμιστικό κράτος δημιουργεί σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από μη εκλεγμένους αξιωματούχους και ανεξάρτητες αρχές, χωρίς ουσιαστική λογοδοσία στους πολίτες. Αυτό το «δημοκρατικό έλλειμμα» δημιουργεί αποξένωση από τη δημοκρατική διαδικασία, ενισχύοντας τον λαϊκισμό, καθώς οι πολίτες νιώθουν ότι δεν έχουν λόγο στις αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους.
Φυσικά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το ρυθμιστικό κράτος είναι και ένα βολικό εργαλείο για τους πολιτικούς, που προτιμούν να περάσουν δύσκολα μέτρα μέσω κανονισμών, αποφεύγοντας το πολιτικό κόστος που θα αντιμετώπιζαν αν τα μέτρα αυτά έρχονταν στο κοινοβούλιο ή ενώπιον των πολιτών. Έτσι, οι ρυθμίσεις χρησιμοποιούνται και για την επιβολή πολιτικών που δεν θα είχαν υποστήριξη, χωρίς κανέναν έλεγχο από τους εκλογείς.
Επιπροσθέτως, όσο συσσωρεύονται οι κανονισμοί, φτάνουμε στο σημείο όπου είναι ολοένα και πιο αδύνατο για τις επιχειρήσεις να λειτουργήσουν χωρίς να παραβιάσουν κάποια ρύθμιση. Με ελάχιστες κυβερνήσεις να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την κατάργηση παλιών ή περιττών κανονισμών, το ρυθμιστικό πλαίσιο γίνεται όλο και πιο περίπλοκο. Οι κανονισμοί αλληλοεπικαλύπτονται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την οικονομική δραστηριότητα και γενικευμένη ανασφάλεια στην ανάληψη ρίσκου.
Το ρυθμιστικό κράτος είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες, καθώς υπονομεύει την οικονομία, αποξενώνει τους πολίτες από τη δημοκρατική διαδικασία και ενισχύει τον λαϊκισμό. Αν δεν αντιμετωπιστεί αυτή η τάση, θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η επιχειρηματική δραστηριότητα θα καταστεί αδύνατη, και τότε θα είναι ήδη πολύ αργά!