Η πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες συνεχίζουν να παλεύουν οικονομικά, με το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους να κατευθύνεται σε βασικές ανάγκες όπως στέγαση, ενέργεια και τρόφιμα. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κράτος αποτελεί το μεγαλύτερο έξοδο για την πλειοψηφία των νοικοκυριών και εισπράττει σημαντικά ποσά για φόρους και εισφορές, ενώ οι πολίτες λαμβάνουν ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών για το 2023, οι Έλληνες ξοδεύουν περίπου το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για τη στέγαση, τους βασικούς λογαριασμούς τους και τη διατροφή τους. Συγκριτικά με το 2008, πριν την κρίση, τα ποσοστά αυτά είναι αυξημένα, ενώ οι δαπάνες για αναψυχή και διασκέδαση αν και ως ποσοστό επί του εισοδήματος παραμένουν σταθερές, σε απόλυτους αριθμούς έχουν μειωθεί σημαντικά.
Τα στοιχεία αυτά απεικονίζουν αυτό που όλοι μας λίγο πολύ γνωρίζουμε για την ποιότητα ζωής στη χώρα μας. Τα νοικοκυριά δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, κατάσταση που επιδεινώνεται από τη βαθιά οικονομική επιβάρυνση που υφίστανται τα νοικοκυριά λόγω της υψηλής φορολογίας. Έτσι, αντί να υπάρχει περιθώριο για αποταμίευση ή επενδύσεις, μεγάλο μέρος του εισοδήματος πηγαίνει στο κράτος για υπηρεσίες που είναι κατώτερες των προσδοκιών.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας είναι η κατάρριψη του αγαπημένου μύθου της αριστεράς ότι «οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι». Στην πραγματικότητα, όλοι οι πολίτες βελτιώνουν τη θέση τους, αν και οι πλούσιοι το κάνουν με ταχύτερο ρυθμό λόγω των αυξημένων ευκαιριών που διαθέτουν. Συγκεκριμένα, «τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%».
Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν υψηλά ποσοστά ιδιοκτησίας βασικών καταναλωτικών αγαθών. Σχεδόν κάθε νοικοκυριό (99,3%) διαθέτει τηλεόραση και κινητό τηλέφωνο (95,9%), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (80,7%) διαθέτει προσωπικό υπολογιστή. Ταυτόχρονα, το 69,3% διαθέτει τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο, αν και το ποσοστό αυτό μειώθηκε ελαφρώς. Από την άλλη πλευρά, η έρευνα βρίσκει ότι μόνο το 38,5% των νοικοκυριών έχει πλυντήριο πιάτων - πράγμα που στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο, ενώ ένα μικρό ποσοστό (16,2%) διαθέτει και δεύτερη κατοικία.
Η έρευνα αναδεικνύει ότι η καθημερινότητα για την πλειοψηφία των Ελλήνων είναι δύσκολη και ότι το σημερινό σύστημα φορολογίας και παροχών είναι μη βιώσιμο, καθώς οι πολίτες επιβαρύνονται δυσανάλογα χωρίς να βλέπουν το αντίστοιχο όφελος. Οι υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις, σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, δημιουργούν μια αίσθηση ασφυξίας για τα νοικοκυριά, περιορίζοντας την οικονομική τους δυνατότητα. Η ανάγκη για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην παροχή υπηρεσιών και τη φορολογική πολιτική είναι πλέον πιο επιτακτική από ποτέ.