Η ηγεμονική θέση της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής ενοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, δύο κρίσιμες στρατηγικές επιλογές, η εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια και η βαθιά οικονομική σύνδεση με την Κίνα, έχουν υπονομεύσει αυτήν τη θέση, αποκαλύπτοντας αδυναμίες που απειλούν όχι μόνο τη γερμανική οικονομία αλλά και τη συνοχή της ΕΕ.
Η πρώτη μεγάλη στρατηγική αστοχία αφορά την ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία, που αποδείχθηκε καταστροφική μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Για δεκαετίες, η Γερμανία στήριξε την ενεργειακή στρατηγική της στις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία, μέσω έργων, όπως ο αγωγός Nord Stream. Αυτή η πολιτική παρουσιάστηκε έχοντας ως βάση μια ιδεαλιστική ανάγνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, που θεώρησε ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός σταθερότητας. Όμως, η πραγματικότητα διέψευσε αυτήν τη λογική. Η Ρωσία χρησιμοποίησε την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης ως γεωπολιτικό όπλο, προκαλώντας σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Η εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια οδήγησε σε μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη, με την εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου και την επιβολή έκτακτων μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας. Η Γερμανία, παρά την οικονομική της ισχύ, βρέθηκε σε ευάλωτη θέση, και αναγκάστηκε να επαναπροσδιορίσει την ενεργειακή της πολιτική και να επενδύσει βεβιασμένα σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας (αφού πρώτα και ανεξήγητα έκλεισε τα περισσότερα πυρηνικά της εργοστάσια). Αυτό όχι μόνο υπονόμευσε την αξιοπιστία της ως ηγετικής δύναμης της ΕΕ, αλλά αποκάλυψε και την έλλειψη στρατηγικής διορατικότητας από τη γερμανική πολιτική ηγεσία.
Η δεύτερη μεγάλη στρατηγική αστοχία αφορά την υπερβολική οικονομική εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα. Εδώ και αρκετά χρόνια, η γερμανική βιομηχανία, και ιδιαίτερα ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας, κατέστησε την Κίνα έναν από τους βασικούς της εμπορικούς εταίρους. Το 7% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνεται στην Κίνα, ενώ πολλές γερμανικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει σημαντικά στην κινεζική αγορά. Παρόλο που αυτή η συνεργασία συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, δημιούργησε μια επικίνδυνη εξάρτηση από έναν γεωπολιτικά ασταθή εταίρο.
Η Κίνα δεν είναι απλώς ένας εμπορικός εταίρος, αλλά ένας γεωπολιτικός αντίπαλος της Δύσης, με αυξανόμενη επιθετικότητα και στρατηγικούς στόχους που συγκρούονται με τα συμφέροντα της ΕΕ. Οι πρόσφατες εντάσεις στις σχέσεις Δύσης–Κίνας, από το ζήτημα της Ταϊβάν μέχρι τη διαχείριση της πανδημίας, έχουν καταστήσει σαφές ότι η υπερβολική οικονομική εξάρτηση από την Κίνα ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Επιπλέον, η Κίνα έχει δείξει την προθυμία της να χρησιμοποιεί την οικονομική της ισχύ για να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις, γεγονός που καθιστά την εξάρτηση αυτή ακόμα πιο επικίνδυνη.
Η Γερμανία, που παραδοσιακά λειτουργούσε ως ηγετική δύναμη της ΕΕ, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Η εξάρτηση από τη Ρωσία και την Κίνα την έχει καταστήσει ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις και έχει μειώσει την ικανότητά της να ασκεί αποτελεσματική ηγεσία στην ΕΕ. Η κρίση που αντιμετωπίζει η Γερμανία αποτελεί μια προειδοποίηση για ολόκληρη την Ευρώπη.
Η ελεύθερη εμπορική συνεργασία μεταξύ των εθνών υπήρξε αναμφισβήτητα κινητήριος δύναμη της παγκόσμιας ευημερίας, προωθώντας την καινοτομία, την οικονομική ανάπτυξη και την αλληλεξάρτηση. Ωστόσο, ενώ το εμπόριο με ελεύθερα και δημοκρατικά κράτη έχει μικρές γεωπολιτικές συνέπειες, το εμπόριο με γεωπολιτικούς αντιπάλους που προάγουν ανταγωνιστικά συστήματα και συμφέροντα, αποτελεί επικίνδυνη στρατηγική επιλογή που αργά η γρήγορα μας φέρνει αντιμέτωπους με διλήμματα που ενέχουν βαθύτατες κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες. Ας ελπίσουμε ότι στο μέλλον το πάθημα θα γίνει μάθημα και η Γερμανία θα επιλέγει ορθότερα τις «εξαρτήσεις» της - για το καλό όλων μας.