Η πρόσφατη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή έφερε ξανά στο προσκήνιο την αντιπαράθεση για τη φορολογία και τη «δικαιοσύνη» των φόρων. Στο επίκεντρο αυτής της αντιπαράθεσης βρίσκεται το ερώτημα: είναι η προοδευτική φορολογία πιο δίκαιη από τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή (flat tax); Η απάντηση, αν και αντιδημοφιλής για πολλούς, είναι ότι ο σταθερός συντελεστής αποτελεί μια πιο δίκαιη, πιο αποδοτική και πιο ηθική λύση.
Η προοδευτική φορολογία βασίζεται στην αρχή ότι όσοι κερδίζουν περισσότερα πρέπει να πληρώνουν μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους ως φόρο. Αυτό, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει λογικό και κοινωνικά δίκαιο. Στην πράξη, όμως, η προοδευτική φορολογία συχνά καταλήγει να τιμωρεί την επιτυχία, να αποθαρρύνει την παραγωγικότητα και να ενισχύει την πολιτική εκμετάλλευση της φορολογικής πολιτικής. Η ιδέα ότι οι πολίτες πρέπει να πληρώνουν φόρους ανάλογα με τις δυνατότητές τους, αν και ακούγεται ηθική, βασίζεται σε μια λογική αναδιανομής που υπονομεύει τη θεμελιώδη αρχή της ατομικής δικαιοσύνης: ότι όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο.
Ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής, αντίθετα, διασφαλίζει ότι όλοι οι πολίτες συνεισφέρουν το ίδιο ποσοστό των εισοδημάτων τους στο κράτος, ανεξάρτητα από το πόσο πλούσιοι ή φτωχοί είναι. Αυτή η προσέγγιση είναι πιο δίκαιη διότι αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες με τον ίδιο τρόπο, χωρίς διακρίσεις ή προτιμήσεις. Εξασφαλίζει ότι ο καθένας συνεισφέρει στην κοινωνία ανάλογα με το μέγεθος της οικονομικής του δραστηριότητας, αλλά χωρίς να τιμωρείται για την επιτυχία του.
Αν η φορολογία είναι ένα τίμημα που πληρώνουμε για τις υπηρεσίες του κράτους, το οποίο μας διασφαλίζει και την ισότητα των δικαιωμάτων, τότε είναι λογικό να πληρώνουμε το ίδιο ποσοστό του εισοδήματός μας. Σε κάθε άλλη συναλλαγή, η ίδια τιμή ισχύει για όλους – είτε πρόκειται για ένα αγαθό είτε για μια υπηρεσία. Γιατί, λοιπόν, η φορολογία να αποτελεί εξαίρεση; Το flat tax αντικατοπτρίζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αναγνωρίζοντας ότι όλοι οι πολίτες έχουν ίση αξία και δικαιούνται ίση αντιμετώπιση από το κράτος.
Η προοδευτική φορολογία, από την άλλη πλευρά, καταλήγει συχνά να γίνεται εργαλείο πολιτικής εκμετάλλευσης. Οι πολιτικοί τη χρησιμοποιούν για να υποσχεθούν παροχές και αναδιανομή εισοδήματος, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να δώσουν περισσότερα στους πολλούς «παίρνοντας» από τους λίγους. Στην πραγματικότητα, όμως, η υπερβολική φορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων αποθαρρύνει την εργασία, την καινοτομία και την επένδυση, επιβαρύνοντας ολόκληρη την οικονομία. Επιπλέον, δημιουργεί κίνητρα για φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, περιορίζοντας τα πραγματικά έσοδα που συλλέγει το κράτος, ενώ η χώρα μας γνωρίζει καλά ότι η υπερφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και των επιχειρήσεων έχει οδηγήσει σε μαζική φυγή ταλέντων και εταιριών από τη χώρα μας.
Η σταθερή φορολογία, αντίθετα, προσφέρει απλότητα και διαφάνεια. Είναι εύκολα κατανοητή από τους πολίτες, μειώνοντας τα κίνητρα για φοροδιαφυγή, και διευκολύνει τη συλλογή εσόδων. Επιπλέον, δημιουργεί ένα περιβάλλον σταθερότητας και προβλεψιμότητας, που ενθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα και τις επενδύσεις. Η εμπειρία δεκάδων χωρών όπως η Εσθονία, που υιοθέτησε σταθερή φορολογία και γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, δείχνει ότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική.
Από ηθική σκοπιά, η σταθερή φορολογία αναγνωρίζει ότι η κοινωνική δικαιοσύνη δεν επιτυγχάνεται μέσω της αναδιανομής, αλλά μέσω της δημιουργίας ίσων ευκαιριών. Αντί να τιμωρεί με υψηλότερους συντελεστές όσους πετυχαίνουν, ενισχύει ένα περιβάλλον όπου ο καθένας μπορεί να ευημερήσει ανάλογα με τις ικανότητες και την προσπάθειά του. Η δικαιοσύνη δε σημαίνει να πάρουμε περισσότερα από τους λίγους για να δώσουμε στους πολλούς, αλλά να διασφαλίσουμε ότι όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες να πετύχουν.
Στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, η προοδευτική φορολογία προωθήθηκε ως το απόλυτο μέσο κοινωνικής δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, όμως, η συστηματική τιμωρία της επιτυχίας και η υπερβολική έμφαση στην αναδιανομή ενισχύουν την οικονομική στασιμότητα και την κοινωνική απογοήτευση. Η Ελλάδα θα επωφελούνταν πάρα πολύ από μια φορολογική πολιτική που να ενθαρρύνει την παραγωγικότητα, να ανταμείβει την προσπάθεια και να δημιουργεί ίσες ευκαιρίες για όλους.
Οι φόροι πρέπει μεν να είναι δίκαιοι αλλά είναι υποκριτικό το να μιλάμε για το ζήτημα λες και η πλευρά υπέρ της προοδευτικής φορολόγησης κατέχει το μονοπώλιο της δικαιοσύνης και της ευαισθησίας. Η δικαιοσύνη, ως πολιτικό διακύβευμα, προϋποθέτει πάνω απ’όλα την ίση μεταχείριση. Ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής, παρά τις επικρίσεις που δέχεται, είναι το πιο δίκαιο, διαφανές και αποτελεσματικό σύστημα για μια κοινωνία που θέλει να προοδεύσει. Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να το εφαρμόσουμε, αλλά αν είμαστε διατεθειμένοι να αφήσουμε πίσω τις παρωχημένες αντιλήψεις και να προχωρήσουμε προς ένα μέλλον όπου η οικονομική δικαιοσύνη και η ατομική ευθύνη συνυπάρχουν αρμονικά.