Στα ενδότερα των ΗΠΑ - Μέρος 3ο: Η μάχη της ενημέρωσης

Βρισκόμαστε λίγες μέρες πριν τις σημαντικότερες αμερικανικές εκλογές των τελευταίων 40 ετών. Για το λόγο αυτό, η εβδομάδα αυτή είναι αφιερωμένη στην παρουσίαση - όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική - των σημαντικότερων debates που απασχολούν τις ΗΠΑ και συχνά παρουσιάζονται είτε μεροληπτικά είτε εντελώς εκτός πλαισίου στη χώρα μας. Στο τέλος κάθε θεματικής θα ακολουθεί και μία προσωπική τοποθέτηση.

Τα τελευταία χρόνια, η έντονη σύγκρουση μεταξύ των παραδοσιακών Μέσων ενημέρωσης και των ανεξάρτητων πλατφορμών είναι ένα θέμα που απασχολεί έντονα τον δημόσιο διάλογο στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά όσο πλησιάζουν εκλογικές αναμετρήσεις και διακυβεύονται πολιτικά συμφέροντα. Αυτή η διαμάχη δεν αφορά μόνο τον τρόπο με τον οποίο διανέμεται η πληροφόρηση, αλλά και τις βαθύτερες διαφορές στην παρουσίαση των ειδήσεων, την πολυφωνία και τη διαφάνεια. Για να κατανοήσουμε πλήρως την κατάσταση, πρέπει να εξετάσουμε πώς τα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης έφτασαν στο απόγειο της δύναμής τους και πώς το διαδίκτυο ανέτρεψε το μοντέλο αυτό, δίνοντας τη δυνατότητα σε ανεξάρτητες πηγές να αναπτυχθούν.

Η ιστορική κυριαρχία των παραδοσιακών Μέσων

Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, τα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης — εφημερίδες, τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά δίκτυα — απέκτησαν τεράστια δύναμη. Με λίγους παίκτες να ελέγχουν μεγάλο μέρος της ενημέρωσης, οι δημοσιογράφοι και οι αρχισυντάκτες είχαν τη δύναμη να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα μεγάλα δίκτυα ειδήσεων, όπως το CNN, το BBC, οι New York Times και η Washington Post, ήταν μέρη ενός ολιγοπωλείου της πληροφόρησης, καθορίζοντας ποια θέματα θα έφταναν στο κοινό και με ποιο αφήγημα.

Οι αναγνώστες και τηλεθεατές είχαν περιορισμένες εναλλακτικές και η ειδησεογραφία συχνά επικεντρωνόταν σε κεντρικά αφηγήματα, αφήνοντας μικρό περιθώριο για εναλλακτικές απόψεις. Αυτό δημιούργησε την αίσθηση ότι τα Μέσα ενημέρωσης έλεγχαν τη δημόσια σφαίρα και συχνά διαμόρφωναν τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. 

Μέρος της άτυπης συμφωνίας μεταξύ Μέσων και πολιτικών της περιόδου αυτής ήταν ότι όσο τα παραδοσιακά Μέσα ήταν λίγα τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια έπρεπε να κάνουν, ώστε να εμφανίζονται αντικειμενικά ή ουδέτερα. Όμως, με την πάροδο του χρόνου και την απελευθέρωση της τηλεόρασης από τα ραδιοκύμματα αλλά και την είσοδο του διαδικτύου στο παιχνίδι της ενημέρωσης, η ανάγκη για αντικειμενικότητα και ουδετερότητα έδωσε τη θέση της σε περιεχόμενο που μπορεί να προσελκύσει φανατικό κοινό και κατ’ επέκταση εμπορική βιωσιμότητα στα κανάλια και τις εταιρείες παραγωγής. 

Η άνοδος των ανεξάρτητων Μέσων και η παρακμή των παραδοσιακών

Παράλληλα, με την εμφάνιση του διαδικτύου, η πρόσβαση στην πληροφόρηση έγινε πιο εύκολη και πολυφωνική. Τα ιστολόγια, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τα podcasts έδωσαν φωνή σε ανεξάρτητους δημοσιογράφους, αναλυτές και σχολιαστές που δεν είχαν πρόσβαση στα παραδοσιακά Μέσα. Οποιοσδήποτε είχε μια σύνδεση στο διαδίκτυο μπορούσε να δημοσιεύσει ειδήσεις ή να εκφράσει την άποψή του, χωρίς να χρειάζεται να περάσει από τα παραδοσιακά φίλτρα των μεγάλων Μέσων ενημέρωσης.

Αυτή η ριζική αλλαγή υπονόμευσε την παντοδυναμία των παραδοσιακών Μέσων, τα οποία άρχισαν να βλέπουν την επιρροή τους να μειώνεται. Πλατφόρμες όπως το YouTube, το Twitter (τώρα X), και το Facebook έδωσαν σε ανεξάρτητους παραγωγούς περιεχομένου τη δυνατότητα να δημιουργούν ειδήσεις και αναλύσεις, που προσέλκυαν εκατομμύρια ανθρώπους. Παράλληλα, η θεσμική ανεξαρτησία από μεγάλους διαφημιστικούς οργανισμούς και πολιτικά συμφέροντα έδωσε στα ανεξάρτητα Μέσα τη δυνατότητα να προσφέρουν πιο ποικιλόμορφες φωνές και απόψεις.

Η δημοφιλία αυτών των πλατφορμών ήταν αναπόφευκτη, καθώς οι πολίτες αναζητούσαν διαφορετικές και αυθεντικές πηγές ενημέρωσης, μακριά από τα στενά πλαίσια των παραδοσιακών ειδησεογραφικών οργανισμών. Η εκλογική καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ και η παρουσία του σε εκπομπές όπως το Joe Rogan Experience ή το PBD Podcast λίγες μέρες πριν τις κάλπες, αποδεικνύουν ότι οι ανεξάρτητες πλατφόρμες προσφέρουν πλέον μια ισχυρή εναλλακτική στα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης. Από την άλλη πλευρά, η Αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις και άλλοι Δημοκρατικοί συνεχίζουν να εξαρτώνται κυρίως από τα παραδοσιακά Μέσα για την προβολή τους, δείχνοντας τη διαφορά στην επικοινωνιακή στρατηγική ανάμεσα σε παραδοσιακές και ανεξάρτητες πηγές.

Η μεροληψία στα παραδοσιακά Μέσα

Ο βασικός λόγος που τα ανεξάρτητα Μέσα έχουν μεγαλύτερη απήχηση στους Ρεπουμπλικάνους και τα παραδοσιακά στους Δημοκρατικούς, έχει να κάνει με την εμφανή μεροληψία των τελευταίων σε ό,τι αφορά την ειδησεογραφική κάλυψη και την προβολή απόψεων. Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η τεράστια πλειοψηφία των παραδοσιακών Μέσων ενημέρωσης μεροληπτεί φανερά υπέρ των Δημοκρατικών και κατά των Ρεπουμπλικάνων. 

Φυσικά, αυτή η καταγγελία απευθύνεται προς τα ΜΜΕ εδώ και είκοσι χρόνια, δεν είναι κάτι καινούριο. Αυτό που έχει αλλάξει, όμως, είναι ότι με την είσοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης στις κοινωνικές έρευνες, πλέον έχουμε και τα απαραίτητα στοιχεία που υποστηρίζουν τον ισχυρισμό. 

Σύμφωνα με το Media Bias Detector του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, τα περισσότερα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν σημαντική μεροληψία, ειδικά προς τα κεντροαριστερά. 

Το παραπάνω γράφημα μας δείχνει τη μεροληψία 10 κορυφαίων ειδησεογραφικών ιστοσελίδων σε ό,τι αφορά την κάλυψη της πολιτικής. Το εντυπωσιακότερο εύρημα όλων είναι ότι αν εξαιρέσουμε το Fox News και το Breitbard - που είναι ανοιχτά υπέρ της δεξιάς -  όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, είτε λίγο είτε πολύ, ευνοούν τους Δημοκρατικούς με τον τρόπο που καταγράφουν, παρουσιάζουν, και σχολιάζουν τις ειδήσεις. Όμως, στη συνείδηση των περισσότερων αναγνωστών, το CNN δεν είναι ένα Μέσο ταγμένο σε μία παράταξη όπως το Fox News, αλλά θεωρείται αντικειμενικό!

Υπέρ των ανεξάρτητων Μέσων

Η άνοδος των ανεξάρτητων μέσων προσφέρει κάτι που τα παραδοσιακά Μέσα έχουν σε μεγάλο βαθμό χάσει: την ελευθερία της πληροφόρησης. Χωρίς τους περιορισμούς των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τα παραδοσιακά Μέσα, τα ανεξάρτητα Μέσα δίνουν φωνή σε περισσότερες απόψεις και επιτρέπουν στους πολίτες να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που διαφορετικά θα αγνοούνταν.

Οι πλατφόρμες αυτές ενδυναμώνουν τη δημοκρατία, ενισχύουν την πολυφωνία και επιτρέπουν στους πολίτες να συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο χωρίς να εξαρτώνται από τα παραδοσιακά Μέσα ενημέρωσης. Αν και υπάρχουν κίνδυνοι παραπληροφόρησης, η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο μιας υγιούς δημοκρατίας. Η ύπαρξη και η ανάπτυξη ανεξάρτητων μέσων είναι αναγκαία για την ενίσχυση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι η απρόθετη συνέπεια της αυξανόμενης μεροληψίας των παραδοσιακών ΜΜΕ που για πλέον για μεγάλη μερίδα ανθρώπων είναι αδύνατο να τα παρακολουθήσουν λόγω της συνεχούς προπαγάνδας που παράγουν.

Συμπερασματικά, η υποστήριξη των ανεξάρτητων Μέσων δεν σημαίνει ότι τα παραδοσιακά Μέσα πρέπει να εξαφανιστούν. Αντίθετα, η συνύπαρξη και των δύο μορφών Μέσων μπορεί να προσφέρει έναν πιο ισορροπημένο και ολοκληρωμένο δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, τα ανεξάρτητα Μέσα παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της πολυφωνίας και της ελευθερίας του λόγου, σε μια εποχή όπου η παραδοσιακή ενημέρωση δείχνει όλο και πιο περιορισμένη.

Αν κάτι θα ήταν χρήσιμο να μείνει στη μνήμη των αναγνωστών αυτής της στήλης είναι ότι τα Μέσα που παραδοσιακά θεωρούσαμε ανεξάρτητα και κοιτίδες αληθινής δημοσιογραφίας, πλέον έχουν καταστεί σε μεγάλο βαθμό μηχανές αναπαραγωγής των μηνυμάτων, των θέσεων, και των ανησυχιών της κεντροαριστεράς.