Ας τελειώνουμε με την παράνοια του «Fat-Shaming»

Η woke αριστερά, με τον φανατισμό που τη χαρακτηρίζει, βιάστηκε να «υπερασπιστεί» τα παχύσαρκα άτομα, παρουσιάζοντάς τα ως θύματα του καπιταλισμού και των μηδενιστικών του τάσεων, αλλά και των στερεοτύπων που προωθήθηκαν από το Χόλιγουντ και τη βιομηχανία της μόδας τις προηγούμενες δεκαετίες. Το επιχείρημά τους ξεκινούσε από έναν φαινομενικά ευγενή στόχο: Την άρση της κοινωνικής πίεσης που υφίστανται οι παχύσαρκοι άνθρωποι λόγω των προτύπων ομορφιάς που κυριαρχούν στις δυτικές κοινωνίες.

Ωστόσο, η woke νοοτροπία – που ο Ίλον Μασκ και πολλοί άλλοι θεωρούν μια μορφή «πνευματικής ασθένειας» – πήρε αυτήν την προσπάθεια στα άκρα, οδηγώντας σε έναν περίεργο και παραμορφωμένο κόσμο, όπου οι κοινωνικές ισορροπίες ανατράπηκαν. Η παχυσαρκία όχι μόνο έγινε αποδεκτή, αλλά και παρουσιάστηκε ως κάτι το αξιοθαύμαστο. Ξαφνικά, περιοδικά μόδας, woke εταιρείες και το ίδιο το Χόλιγουντ άρχισαν να προωθούν plus size μοντέλα και ηθοποιούς στο όνομα της «θετικότητας του σώματος», μετατρέποντας ένα πραγματικό ζήτημα υγείας σε ζήτημα «προοδευτικής» πολιτικής.

Ως αποτέλεσμα αυτής της υπερβολής, όσοι υποστήριζαν την ισορροπημένη διατροφή, την υγιεινή ζωή και την τακτική άσκηση, βρέθηκαν στο στόχαστρο της woke ρητορικής. Κατηγορήθηκαν για «χοντροφοβία» ή «τοξική αρρενωπότητα» και χαρακτηρίστηκαν ως μέρος του «κακού κατεστημένου» που «ντροπιάζει» και περιθωριοποιεί τους παχύσαρκους ανθρώπους για την εμφάνισή τους. Οι αγνές προθέσεις, δηλαδή, αντικαταστάθηκαν από μια ιδεολογική εκστρατεία, όπου η ίδια η πραγματικότητα διαστρεβλώθηκε για να εξυπηρετήσει την woke ατζέντα.

Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ και οι κοινωνικές αλλαγές που παρατηρούνται την τελευταία διετία στις ΗΠΑ δείχνουν ότι η εποχή της woke υπερβολής πλησιάζει στο τέλος της. Ο κόσμος αρχίζει να αντιλαμβάνεται αυτή τη φάση ως μια περίεργη μόδα, ένα κοινωνικό φαινόμενο που έμοιαζε να κυριαρχεί για λίγο, αλλά σύντομα θα ξεχαστεί σαν όλες τις εφήμερες τάσεις που ακολουθούν οι πολλοί όταν είναι δημοφιλείς, μόνο για να τις εγκαταλείψουν όταν η πραγματικότητα επιστρέφει.

Τελευταίο δείγμα αυτής της θανούσας τάσης είναι η αντίδραση της γνωστής ηθοποιού και woke τηλεπερσόνας Γούπι Γκόλντμπεργκ, η οποία κατηγόρησε τον Ρόμπερτ Κένεντι τον νεότερο για fat-shaming, επειδή έκανε την παρακάτω δήλωση κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου: «Οι περισσότεροι άνθρωποι με διαβήτη ή προδιαβήτη μπορούν να θεραπευτούν με καλή διατροφή. Αν επιλέξουν αντ’ αυτού να θεραπευτούν με το Ozempic, τότε η κυβέρνηση πληρώνει 1.500 δολάρια το μήνα για το υπόλοιπο της ζωής τους, ενώ με ένα μικρό μέρος αυτού του ποσού μπορούμε να παρέχουμε σε όλους βιολογικά τρόφιμα, τρία γεύματα την ημέρα σε ολόκληρη τη χώρα».

Η μετά-woke περίοδος καλείται να ξαναθέσει τις ευρέως κοινωνικά αποδεκτές παραδοχές που θα επιτρέψουν στις κοινωνίες μας να λειτουργήσουν με έναν ελάχιστο βαθμό συνοχής. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει τακτικά να επιβεβαιώνουμε τα αυτονόητα: Η υγιεινή ζωή είναι προτιμότερη από την ανθυγιεινή. Η παχυσαρκία είναι επικίνδυνη για την υγεία μας. Η εξωτερική ομορφιά και η παχυσαρκία σπανίως συνδυάζονται. Η μεγάλη πλειοψηφία των παχύσαρκων πολιτών, συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντα, θα μπορούσαν να βελτιώσουν την υγεία τους με επιλογές που αφορούν τον τρόπο ζωής και τη διατροφή χωρίς ανάγκη φαρμάκων. Η παχυσαρκία είναι προτιμότερο να θεραπεύεται παρά να εορτάζεται.

Μπορεί η woke αριστερά να επιδιώκει να αλλάξει την κοινωνική αντίληψη, αλλά η πραγματικότητα δεν αλλάζει. Όσο κι αν προσπαθήσουν να ανατρέψουν τη φύση και τις επιστημονικές αποδείξεις, το κόστος για όσους ενστερνίζονται αυτές τις ψευδαισθήσεις παραμένει βαρύ. Το να αγαπάμε τον εαυτό μας και το σώμα μας δεν σημαίνει να αγνοούμε την υγεία μας. Και αυτό, αργά ή γρήγορα, είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει.