Τον 19ο αιώνα, ο Γάλλος οικονομολόγος Φρεντερίκ Μπαστιά έδειξε ξεκάθαρα ότι η αληθινή ουσία του εθνικού πλούτου δεν είναι απλώς ένα άθροισμα χρημάτων στα θησαυροφυλάκια ενός κράτους, αλλά η απρόσκοπτη ροή αγαθών και υπηρεσιών προς όφελος της κοινωνίας. Όσοι έχουν μελετήσει το έργο του, γνωρίζουν τη σθεναρή πολεμική του κατά του προστατευτισμού και της καλλιεργημένης ψευδαίσθησης ότι οι δασμοί μπορούν μακροπρόθεσμα να ευνοήσουν τους εργαζομένους και την εγχώρια παραγωγή. Σήμερα, καθώς η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε και πάλι στον Λευκό Οίκο, αξίζει να φανταστούμε πώς θα σχολίαζε ο Μπαστιά το κύμα των δασμολογικών πολιτικών που επιχειρεί να ενισχύσει αμερικανικούς κλάδους εις βάρος του παγκόσμιου εμπορίου.
Εάν ο Μπαστιά ζούσε στην εποχή μας, θα στεκόταν απέναντι σε κάθε μορφή δασμών με την ίδια επιμονή που το έκανε στα χρόνια της βιομηχανικής Ευρώπης του 19ου αιώνα. Από τα κείμενά του γίνεται σαφές ότι το «άμεσο όφελος» – η ορατή διάσωση ενός εγχώριου κλάδου μέσω της αύξησης της τιμής των εισαγομένων ανταγωνιστικών προϊόντων – επισκιάζει τις «αόρατες» αλλά πολυδιάστατες βλάβες που επιφέρει. Πρώτα απ’ όλα, οι καταναλωτές υποφέρουν από υψηλότερες τιμές. Το χρήμα που θα μπορούσε να κινηθεί σε άλλους τομείς της οικονομίας, δαπανάται σε ακριβότερα προϊόντα ή υπηρεσίες. Έπειτα, η επιχειρηματική δημιουργικότητα πλήττεται, διότι οι κλάδοι που τυγχάνουν «προστασίας» χαλαρώνουν απέναντι στην καινοτομία – δεν υποχρεώνονται να βελτιωθούν μέσα από τον ανταγωνισμό.
Ο Μπαστιά αποδοκίμαζε επίσης το επιχείρημα της «εθνικής ασφάλειας». Στο 19ο αιώνα, είχε καυτηριάσει, σε σατιρικά κείμενα, το παράλογο αίτημα των κηροποιών να «προστατευτούν» από τον ήλιο, θεωρώντας πως ο ήλιος λειτουργούσε ως «άδικος ανταγωνιστής». Παρόμοια, σήμερα θα σχολίαζε, ίσως με πικρό χιούμορ, την ιδέα ότι η Αμερική πρέπει να υψώσει δασμολογικούς φραγμούς «για να μην εξαρτάται από ξένους». Ο Μπαστιά θα ρωτούσε: Μήπως αυτό ισοδυναμεί με το να περιμένουμε σκοτάδι, για να λάμψουν τοπικά προϊόντα;
Επιπλέον, ο Γάλλος οικονομολόγος τόνιζε τη βλάβη που προκαλεί η ανταποδοτική επιβολή δασμών. Όταν μια χώρα αποφασίζει να προστατεύσει τους παραγωγούς της με δασμούς, οι άλλες χώρες απαντούν παρόμοια, επιβάλλοντας κι εκείνες τους δικούς τους. Το αποτέλεσμα είναι η διάβρωση του διεθνούς εμπορίου, η μείωση των εξαγωγικών ευκαιριών, η αβεβαιότητα για τους επενδυτές και η επιδείνωση των οικονομικών σχέσεων. Όπως έγραψε ο Μπαστιά, «όσοι ανεβάζουν τείχη για να αμυνθούν, σύντομα ανακαλύπτουν ότι έχουν εγκλωβιστεί μέσα σε αυτά».
Η ηθική διάσταση των δασμών δεν του ήταν αδιάφορη. Κατά την άποψή του, η ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών ευνοεί την ειρήνη, τη συνεργασία και την αλληλεπίδραση μεταξύ λαών. Όπου οι κυβερνήσεις ορθώνουν εμπόδια στο εμπόριο, καλλιεργούν αντίληψη εχθρότητας απέναντι σε «ξένους» που υποτίθεται ότι «κλέβουν θέσεις εργασίας» ή «πνίγουν» την εγχώρια αγορά με τα φθηνότερα προϊόντα τους. Ο Μπαστιά, έχοντας ζήσει σε μια εποχή όπου τα κράτη συχνά αναζητούσαν προσχήματα για σύρραξη, θα επεσήμανε ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση αποτελεί ασπίδα κατά των συγκρούσεων· αντιθέτως, ο προστατευτισμός εδραιώνει ένα κλίμα εθνικής περιχαράκωσης.
Τέλος, ο Μπαστιά ήταν υπέρμαχος της ευελιξίας και της προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Καταλάβαινε ότι η τεχνολογική πρόοδος, οι καινοτομίες και η μεταβολή του διεθνούς εμπορικού τοπίου μπορεί να φέρουν αναταράξεις. Ωστόσο, θεωρούσε ότι η ενδεδειγμένη απάντηση δεν είναι η κλειστή αγορά και οι δασμοί, παρά η διατήρηση ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος το οποίο διευκολύνει τη μετάβαση των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων σε παραγωγικές δραστηριότητες, χωρίς κρατικές στρεβλώσεις.
Σε τελική ανάλυση, το μήνυμα του Μπαστιά, όπως το μετέδιδε από τον 19ο αιώνα, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο: Το εμπόριο δεν είναι μονομαχία που πρέπει να κερδηθεί, αλλά μια διαδικασία ανταλλαγών από την οποία, μεσοπρόθεσμα, κερδίζουν οι πολλοί. Και όποιος σηκώνει αμυντικά τείχη, αδυνατεί να αντιληφθεί τον πιο σημαντικό νόμο της οικονομίας: κλείνοντας πόρτες στους άλλους, κλείνεις ταυτόχρονα και τη δική σου πρόσβαση σε πηγές ευημερίας, δημιουργίας και ειρηνικής συνεργασίας.