Ο Ντόναλντ Τραμπ επανέρχεται στο προσκήνιο με μία πρόταση που αναμένεται να αλλάξει τις ισορροπίες της διεθνούς οικονομίας: τη μείωση της εταιρικής φορολογίας από το 21% στο 15%. Αν και αυτή η πολιτική αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από προοδευτικούς κύκλους, δεν είναι απλώς μια «φιλοεπιχειρηματική» κίνηση. Αντανακλά την επιτακτική ανάγκη για ανταγωνιστικότητα σε έναν κόσμο όπου οι κυβερνήσεις - και κυρίως η Ευρώπη - επιβαρύνουν τις οικονομίες τους με φορολογικές πολιτικές που περιορίζουν την ανάπτυξη.
Η ιδέα ότι η αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις είναι ένας εύκολος τρόπος για να χρηματοδοτηθούν κρατικές υπηρεσίες φαίνεται λογική, αλλά στην πράξη έχει καταστροφικές συνέπειες. Οι επιχειρήσεις που πληρώνουν τον εταιρικό φόρο δεν είναι οι μόνες που επωμίζονται το βάρος. Στην πραγματικότητα, το βάρος μετακυλίεται στους εργαζόμενους, στους καταναλωτές και στους επενδυτές, υπονομεύοντας την ίδια την οικονομία που υποτίθεται ότι οι φόροι αυτοί βοηθούν.
Επίσης, η υψηλή εταιρική φορολογία περιορίζει την ικανότητα των επιχειρήσεων να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, εξοπλισμό και καινοτομία, παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και, κατά συνέπεια, στη δημιουργία περισσότερων και καλύτερα αμειβομένων θέσεων εργασίας. Έρευνες δείχνουν ότι οι αυξήσεις των εταιρικών φόρων πλήττουν δυσανάλογα τους νέους εργαζόμενους, τους ανειδίκευτους και τις γυναίκες – ομάδες που ήδη αντιμετωπίζουν εμπόδια στην αγορά εργασίας, όπως η περιορισμένη πρόσβαση σε μεταφορές ή το υψηλό κόστος παιδικής φροντίδας.
Ο ΟΟΣΑ - που προωθεί την Παγκόσμια Ελάχιστη Φορολογία των 15% - έχει αναγνωρίσει ότι ο εταιρικός φόρος είναι ένας από τους πιο επιβλαβείς και λιγότερο αποτελεσματικούς τρόπους για να χρηματοδοτηθούν κρατικές προτεραιότητες. Παρά τα δεδομένα αυτά, οργανισμοί όπως ο ΟΗΕ και πολιτικοί όπως ο Τζο Μπάιντεν συνεχίζουν να επιμένουν στην αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων, θεωρώντας ότι πρόκειται για μέτρο «κοινωνικής δικαιοσύνης». Αυτή η εμμονή στην υψηλή φορολογία δείχνει περισσότερο ιδεολογική ακαμψία παρά ρεαλιστική οικονομική σκέψη.
Η πρόταση του Τραμπ για μείωση της φορολογίας στο 15% δεν είναι απλώς μια αμερικανική υπόθεση. Θα έχει άμεσες διεθνείς συνέπειες, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Η μείωση αυτή θα καταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ακόμα πιο ελκυστικές για επενδύσεις, αναγκάζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να επανεξετάσει την πολιτική της για φορολογική εναρμόνιση. Η ΕΕ, κυρίως λόγω πίεσης από χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, προωθεί εδώ και χρόνια την αύξηση των εταιρικών φόρων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, επιχειρώντας να μειώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ κρατών-μελών. Ωστόσο, αυτή η πολιτική πλήττει την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και αποθαρρύνει επενδύσεις, ιδιαίτερα σε χώρες με ήδη υψηλό κόστος εργασίας και παραγωγής.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι φιλοεπιχειρηματικές πολιτικές, όπως αυτές του Τραμπ, ασκούν πίεση στις υπόλοιπες οικονομίες να βελτιώσουν τη δική τους ανταγωνιστικότητα. Εάν η Ευρώπη συνεχίσει να επιλέγει την οδό των αυξήσεων στη φορολογία και της υπερβολικής ρύθμισης, κινδυνεύει να μείνει πίσω. Η ΕΕ θα πρέπει να εγκαταλείψει τις ακριβές πολιτικές «σηματοδότησης αρετής» (virtue signaling), όπως οι υπερβολικές δαπάνες για πράσινη ενέργεια και η υπερρύθμιση της αγοράς, και να στραφεί σε πολιτικές ανάπτυξης που ενισχύουν τις επιχειρήσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η μείωση της εταιρικής φορολογίας δεν είναι απλώς μια οικονομική στρατηγική – είναι μια ιδεολογική θέση που αναγνωρίζει ότι η ευημερία δημιουργείται από τις επιχειρήσεις και όχι από το κράτος. Αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει σχετική στη διεθνή σκηνή, πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία μπορούν να ανθίσουν.