Σε αντίθεση με τον λαϊκισμό, που έχει αναλυθεί στη χώρα μας από κάθε οπτική γωνία, λίγα λόγια έχουν γραφτεί για το αντίθετο, συμβιωτικό του άκρο, τον ελιτισμό. Ο ελιτισμός συχνά διαποτίζει την κοινωνική και πολιτική μας ζωή με τρόπους που οι ίδιοι οι φορείς του δεν αντιλαμβάνονται. Ενώ μπορεί να πιστεύουν ότι ενεργούν με αντικειμενικότητα ή προς το κοινό καλό, οι πράξεις και οι στάσεις τους συχνά αποκαλύπτουν μια υποβόσκουσα αίσθηση ανωτερότητας. Ας εξετάσουμε τρεις τρόπους με τους οποίους ο ελιτισμός εκφράζεται και παρατηρείται από τους άλλους, χρησιμοποιώντας πραγματικά παραδείγματα που φωτίζουν αυτό το φαινόμενο.
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι οι απόψεις τους είναι αμερόληπτες και αντικειμενικές, αγνοώντας τις δικές τους προκαταλήψεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνέντευξη της Βιτζάγια Γκάντε, πρώην επικεφαλής νομικών υποθέσεων και πολιτικής του Twitter, στο podcast του Joe Rogan, όπου συμμετείχε και ο δημοσιογράφος Tim Pool. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Pool επεσήμανε ότι το Twitter απαγορεύει το «deadnaming» – τη χρήση του προηγούμενου ονόματος ενός τρανς ατόμου – ως μορφή παρενόχλησης. Η Γκάντε υπερασπίστηκε την πολιτική ως αμερόληπτη εφαρμογή των κανόνων κατά της παρενόχλησης.
Ωστόσο, αυτό που δεν αναγνώρισε είναι ότι αυτή η πολιτική αποτελεί πολιτική θέση σε ένα έντονα διχασμένο ζήτημα. Η απαγόρευση του «deadnaming» δεν είναι μια ουδέτερη στάση, αλλά μια απόφαση που ευνοεί μια πλευρά του διαλόγου περί ταυτότητας φύλου. Η αδυναμία της να αναγνωρίσει ότι η πολιτική του Twitter παίρνει θέση σε ένα ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα αποτελεί μορφή ελιτισμού. Υποθέτει ότι η δική της αντίληψη περί δικαιοσύνης είναι καθολικά αποδεκτή, αγνοώντας τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν στην κοινωνία.
Όταν οι ηγέτες περιβάλλονται μόνο από ανθρώπους που συμμερίζονται τις ίδιες απόψεις, δημιουργείται ένας «θάλαμος αντήχησης» που επιβεβαιώνει τις πεποιθήσεις τους χωρίς αμφισβήτηση. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η βεβαιότητα του Αλέξη Τσίπρα και γενικότερα του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θα έχαναν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις εκλογές του 2019. Παρά τα σημάδια δυσαρέσκειας από την κοινωνία και τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν την επερχόμενη ανατροπή, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε πεπεισμένη για τη νίκη της.
Αυτή η αδιαφορία προς τις εξωτερικές ενδείξεις υποδηλώνει μια έλλειψη «outsiders» στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Χωρίς φωνές που να προσφέρουν διαφορετικές οπτικές ή να προκαλούν τις κυρίαρχες αντιλήψεις, οι ηγέτες μπορούν να παραμένουν σε μια κατάσταση αυτοϊκανοποίησης. Το αποτέλεσμα είναι η αποκοπή από την πραγματικότητα και η αδυναμία προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Οι πολίτες παρατηρούν αυτήν την αποσύνδεση και την αντιλαμβάνονται ως ελιτισμό, καθώς οι ηγέτες φαίνεται να αγνοούν ή να περιφρονούν τις ανησυχίες και τα μηνύματα που προσπαθούν να τους στείλουν.
Πολλοί πολιτικοί και δημόσια πρόσωπα όταν παίρνουν θέση, τείνουν να παρουσιάζουν μόνο τα θετικά στοιχεία των θέσεών τους, αποφεύγοντας να αναγνωρίσουν τα μειονεκτήματα ή τις αντιρρήσεις που συνεπάγονται. Φοβούνται ότι η παραδοχή των αδυναμιών θα διαλύσει το αφήγημά τους και για να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από τα προβληματικά σημεία, συχνά καταφεύγουν σε προσωπικές επιθέσεις ή χαρακτηρισμούς εναντίον των επικριτών τους.
Αυτή η τακτική είναι ιδιαίτερα εμφανής σε ζητήματα πολιτικής (και όχι μικροπολιτικής) αντιπαράθεσης. Οι ελιτιστές πολιτικοί είναι εκείνοι που αντί να αντιμετωπίσουν τα επιχειρήματα των αντιπάλων τους, επιλέγουν να τους δυσφημήσουν ή να αποπροσανατολίσουν τη συζήτηση. Δυστυχώς για εκείνους, σε μια εποχή όπου η πληροφορία είναι άμεσα διαθέσιμη μέσω του 5G internet και των πλατφορμών όπως το X.com (πρώην Twitter), αυτή η στρατηγική δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε ποικιλία πηγών και μπορούν να εντοπίσουν τις παραλείψεις ή τις διαστρεβλώσεις. Η υποτίμηση της νοημοσύνης του κοινού αποτελεί μια μορφή ελιτισμού που οδηγεί σε απώλεια εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας.
Ο ελιτισμός, όταν εκφράζεται ανεπίγνωστα από τους φορείς του, μπορεί να έχει διαβρωτικές επιπτώσεις στον δημόσιο διάλογο και την κοινωνική συνοχή. Η αδυναμία αναγνώρισης των προσωπικών προκαταλήψεων, η έλλειψη ποικιλίας στις απόψεις και η αποφυγή της κριτικής μέσω αποπροσανατολισμού είναι πρακτικές που αποξενώνουν τους πολίτες και υπονομεύουν τη δημοκρατία.
Στη σύγχρονη εποχή της άμεσης πληροφόρησης, αυτές οι τακτικές είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματικές. Οι πολίτες είναι πιο ενημερωμένοι και απαιτητικοί, αναζητώντας ηγέτες που είναι διαφανείς, ανοιχτοί στην κριτική και πρόθυμοι να εμπλακούν σε ουσιαστικό διάλογο.