Πίσω από τους δασμούς, το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο -και γεωστρατηγικό. Μία «μεγάλη διαπραγμάτευση», έστω και υπό τη μορφή εμπορικού πολέμου, απειλών και εκβιασμών, διεξάγεται μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας με φόντο τη στρατηγική αντιπαλότητα των δύο δυνάμεων, και η Ταϊβάν -εκ των πλέον επικίνδυνων εστιών ανάφλεξης παγκοσμίως- βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, με το Πεκίνο να δοκιμάζει τα «όρια ανοχής» της Ουάσινγκτον ενόσω το ΚΚ Κίνας «χρειάζεται επειγόντως ένα νέο αφήγημα».
Ο Πλάμεν Τόντσεφ, επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), μιλά στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη αναλύοντας το σύνθετο πλαίσιο των σινοαμερικανικών σχέσεων εν καιρώ «δασμολαγνείας Τραμπ» και στον απόηχο των μεγάλης κλίμακας κινεζικών αεροναυτικών ασκήσεων γύρω από την Ταϊβάν.
Υπό διαμόρφωση τελεί ακόμη η συνολική στρατηγική Τραμπ έναντι του Πεκίνου, επισημαίνει ο κ. Τόντσεφ, εκτιμώντας ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, «με την αυτοπεποίθησή του ότι είναι δεινός deal maker, θα προτιμούσε να κλείσει μια στρατηγική συμφωνία με την Κίνα, ένα grand bargain, όπου η Ταϊβάν θα είναι μέρος ενός ευρύτερου 'πακέτου' οικονομικών και γεωπολιτικών θεμάτων» -και αυτό είναι κάτι που ανησυχεί την Ταϊπέι. Ως προς την κινεζική ηγεσία, ο Πλάμεν Τόντσεφ αναφέρει ότι δεν θα ήθελε να φτάσει στα άκρα, αλλά εξηγεί γιατί τρόπον τινά είναι παγιδευμένη στο στόχο της πάση θυσία να προσαρτήσει την αυτοδιοικούμενη νήσο.
Σαφέστερη εικόνα για την πορεία των σινοαμερικανικών σχέσεων ίσως προκύψει τους επόμενους μήνες, στην κυοφορούμενη Σύνοδο Κορυφής, πιθανώς τον Ιούνιο, όμως και πάλι δύσκολα θα μπορέσει μία κατ' ιδίαν συνάντηση Τραμπ-Σι να αντισταθμίσει το χαμηλό βαρομετρικό στις διμερείς σχέσεις. Διότι θεωρείται απίθανο οι ΗΠΑ να αποδεχθούν να χάσουν το στάτους της μεγαλύτερης δύναμης στον κόσμο, αλλά ούτε και η Κίνα θα συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο από την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία, σύμφωνα με τον επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.
Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης:
Κύριε Τόντσεφ, η Κίνα δεν άργησε να ανταποδώσει την αύξηση των δασμών που εξήγγειλε ο Ντόναλντ Τραμπ και δείχνει να μην φοβάται τον εμπορικό πόλεμο;
Η Κίνα δεν θέλει τον εμπορικό πόλεμο, γιατί οι εξαγωγές της είναι ο μόνος αξιόπιστος κινητήρας ανάπτυξης που διαθέτει αυτήν την περίοδο εν μέσω της επιβράδυνσης της οικονομίας της και της αναιμικής εγχώριας κατανάλωσης. Σημειώστε ότι στην Κίνα αντιστοιχεί το 35% της παγκόσμιας μεταποίησης, αλλά μόνο το 13% της κατανάλωσης σε διεθνή κλίμακα - άρα, αναγκάζεται να διοχετεύει στο εξωτερικό την υπερχειλίζουσα παραγωγή της, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση. Πέρυσι εξήγαγε στις ΗΠΑ προϊόντα αξίας άνω των 430 δισ. δολαρίων, δηλαδή το 2,3% του ΑΕΠ της.
Παρόλα αυτά, το Πεκίνο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει στην δασμολαγνεία του Τραμπ για λόγους οικονομικούς και πολιτικούς. Άλλωστε, η κινεζική ηγεσία είχε προετοιμαστεί γι’ αυτήν την αντιπαράθεση και διαθέτει αρκετά όπλα στη φαρέτρα της. Αυτά περιλαμβάνουν από την πρόσθετη δασμολόγηση εισαγόμενων από τις ΗΠΑ αγροτικών προϊόντων, με στόχευση στον σκληρό πυρήνα της εκλογικής βάσης του Ντόναλντ Τραμπ, μέχρι την απαγόρευση εξαγωγής σπάνιων γαιών κι άλλων κρίσιμων μεταλλευμάτων, τα οποία είναι απαραίτητα σε πολλούς τομείς της αμερικανικής βιομηχανίας.
Είναι σαφές, όμως, ότι μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας διεξάγεται ταυτόχρονα και μία μεγάλη διαπραγμάτευση, έστω και με τη μορφή εμπορικού πολέμου, απειλών και εκβιασμών. Αυτό έχει να κάνει με την στρατηγική τους αντιπαλότητα που είναι κυρίως γεωπολιτική.
Καθώς ανεφέρεστε στο γεωπολιτικό πεδίο, το πιο ακανθώδες ζήτημα στην σινοαμερικανική ατζέντα φαίνεται να είναι η Ταϊβάν. Ποια θα είναι η επίπτωση των δασμών Τραμπ στην Ταϊβάν, η οποία παραδοσιακά βρίσκεται υπό την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας, αλλά είναι και παγκόσμιος κόμβος παραγωγής τσιπ;
Η Ταϊβάν πράγματι κατέχει κομβική θέση παγκοσμίως στην παραγωγή μικροτσίπ τελευταίας γενιάς, μεγέθους έως και τριών νανομέτρων, τα οποία έχουν εφαρμογή στις τεχνολογίες αιχμής στις τηλεπικοινωνίες, την τεχνητή νοημοσύνη, την διαστημική έρευνα ή τα προηγμένα οπλικά συστήματα. Πέρυσι η Ταϊβάν είχε πλέονασμα ύψους 74 δισ. δολαρίων στο εμπόριό της με τις ΗΠΑ, κυρίως χάρη στις πωλήσεις υπολογιστών και ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, αλλά σημειώστε ότι οι ημιαγωγοί δεν υπόκεινται στους νέους δασμούς που εξήγγειλε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Οι αρχές της αυτοδιοικούμενης νήσου αντέδρασαν έντονα στην αύξηση των αμερικανικών δασμών στα προϊόντα της κατά 32%, ενώ άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες επιβαρύνονται με χαμηλότερους «ανταποδοτικούς» δασμούς - η Νότια Κορέα με 25%, η Ιαπωνία με 24%, η ΕΕ με 20%, κ.λπ. Η Ταϊβάν επιχειρηματολογεί ότι το πλέονασμά της έναντι των ΗΠΑ οφείλεται στην μεγάλη ζήτηση για τις τεχνολογίες της κι όχι σε δασμολογικά ή άλλου τύπου εμπόδια στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων.
Οι αρχές της Ταϊβάν αιφνιδιάστηκαν με το 32% και για έναν πρόσθετο λόγο - είχαν κάνει προσπάθειες να εξευμενίσουν την Ουάσινγκτον με την επένδυση της TSMC, ύψους 100 δισ. δολαρίων, σε εργοστάσιο ημιαγωγών στην Αριζόνα. Αποδεικνύεται, όμως, ότι ούτε αυτά βοήθησαν την Ταϊπέι να βελτιώσει τη θέση της έναντι του Λευκού Οίκου.
Τις προηγούμενες ημέρες διεξήχθησαν για πολλοστή φορά αεροναυτικές ασκήσεις των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων γύρω από την Ταϊβάν. Επρόκειτο για «πρόβες» ενός επικείμενου πολέμου ή για ηχηρό πολιτικό μήνυμα του Πεκίνου;
Ναι, πράγματι την προηγούμενη εβδομάδα διεξήχθησαν μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις και, μάλιστα, με πραγματικά πυρά. Οι ασκήσεις αυτές είναι πολύ χρήσιμες για τον κινεζικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, όπως είναι η επίσημη ονομασία του. Αφενός, είναι χρήσιμες γιατί η Κίνα έχει να εμπλακεί σε τακτικό πόλεμο από το 1979 και επιδιώκει να βελτιώσει τον συντονισμό και τη διαλειτουργικότητα των ενόπλων δυνάμεών της. Αφετέρου, είναι αυτό ακριβώς που λέτε - πρόβες για ενδεχόμενη εισβολή στην Ταϊβάν και επεξεργασία διαφόρων σεναρίων για την πραγματοποίηση της απόβασης, έαν ληφθεί τέτοια απόφαση. Βέβαια, οι αρχές της Ταϊβάν, όπως και οι επιτελείς του αμερικανικού Πενταγώνου, παρακολουθούν προσεκτικά αυτόν τον αεροναυτικό αποκλεισμό και επίσης εξάγουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για το πώς θα μπορούσε θα επιχειρηθεί ενδεχόμενη επίθεση της Κίνας στην αυτοδιοικούμενη νήσο.
Ταυτόχρονα, οι ασκήσεις αυτές στέλνουν ηχηρά μηνύματα με πολλούς αποδέκτες - κυρίως στην Ταϊπέι και την αμερικανική πλευρά. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, το Πεκίνο δοκιμάζει τα όρια ανοχής και τις κόκκινες γραμμές της Ουάσινγκτον, σε μια περίοδο που δεν φαίνεται να έχει αποκρυσταλλωθεί ακόμη η στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ έναντι της Κίνας.
Είναι πιο ασφαλής ή πιο ευάλωτη η Ταϊβάν στην δεύτερη θητεία του Τραμπ; Αρκούν οι διαβεβαιώσεις του υπουργού Άμυνας Χέγκσεθ περί στιβαρής αμερικανικής αποτροπής στον Ινδο-Ειρηνικό, ώστε να καθησυχάσει τους φόβους που έχει γεννήσει στην Ταϊπέι η συναλλακτική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ;
Έχω την εντύπωση ότι ο Αμερικανός πρόεδρος, με την αυτοπεποίθησή του ότι είναι δεινός deal maker, θα προτιμούσε να κλείσει μια στρατηγική συμφωνία με την Κίνα, ένα grand bargain, όπου η Ταϊβάν θα είναι μέρος ενός ευρύτερου «πακέτου» οικονομικών και γεωπολιτικών θεμάτων. Λόγου χάρη, εάν η κινεζική ηγεσία αποδεχθεί σημαντικές παραχωρήσεις στο εμπόριο και τις επενδύσεις, ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν ίσως πιο διαλλακτικός με το Πεκίνο στο θέμα της Ταϊβάν και στην Ταϊπέι πράγματι φοβούνται ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Σημειώστε, όμως, ότι η ενσωμάτωση της Ταϊβάν στην κινεζική επικράτεια, είτε ειρηνικά είτε με τη βία, θα διασπάσει την λεγόμενη «πρώτη αλυσίδα νήσων», δηλαδή το τόξο από το Χοκάϊντο της Ιαπωνίας μέχρι τις Φιλιππίνες και τις βόρειες ακτές του Βόρνεο που αποτελεί ανάχωμα κατά της Κίνας και δυσχεραίνει την πρόσβασή της στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η προοπτική αυτή θα προκαλούσε αντιδράσεις στην αμερικανική στρατιωτική ελίτ, παρά την παντοδυναμία του προέδρου Τραμπ. Και δεν είναι τυχαίο ότι η αντιπαλότητα με την Κίνα είναι το μόνο θέμα, στο οποίο υπάρχει κάποια συναίνεση μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών στις ΗΠΑ.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να βρίσκεται η Κίνα κοντά σε μία εισβολή στη νήσο που εδώ και οκτώ δεκαετίες θέλει να ελέγξει;
Ξέρετε ότι η Κίνα διατρανώνει με κάθε ευκαιρία την απόλυτη αποφασιστικότητά της να εντάξει την Ταϊβάν στην επικράτειά της και δεν αποκλείει τη χρήση βίας, όπως υποδηλώνουν και οι στρατιωτικές ασκήσεις γύρω από την αυτοδιοικούμενη νήσο. Την ίδια στιγμή, όμως, αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό το πώς θα κινηθεί η Κίνα, π.χ. το πότε και κυρίως εάν θα ληφθεί η απόφαση για εισβολή.
Άλλωστε, πριν αποφασίσει να επιχειρήσει απόβαση στην Ταϊβάν, η Κίνα έχει στη διάθεσή της κι άλλους μοχλούς πίεσης, όπως είναι ο μερικός ή πλήρης αεροναυτικός αποκλεισμός και ο οικονομικός στραγγαλισμός της νήσου. Ταυτόχρονα, είναι σε εξέλιξη ένας καθημερινός ψυχολογικός πόλεμος, με ένα «τσουνάμι» προπαγανδιστικών μηνυμάτων της Κίνας, με προηγμένα τεχνικά μέσα και deep fakes που έχουν στόχο να παραπλανήσουν τους χρήστες των social media και να τους στρέψουν κατά της ηγεσίας της νήσου. Προφανώς, μέρος αυτού του ψυχολογικού πολέμου είναι και οι στρατιωτικές ασκήσεις γύρω από την Ταϊβάν.
Θα σάς έλεγα ότι η κινεζική ηγεσία δεν θα ήθελε να φτάσει στα άκρα, αλλά τρόπον τινά είναι παγιδευμένη στο στόχο της πάση θυσία να προσαρτήσει την αυτοδιοικούμενη νήσο. Και αυτό καθιστά την Ταϊβάν μία από τις πιο επικίνδυνες εστίες ανάφλεξης στον κόσμο.
Εάν όντως αποφασίσει η Κίνα να εισβάλει στην Ταϊβάν, ποιος θα μπορούσε να είναι ο πιθανός χρόνος της απόβασης, έστω κατά προσέγγιση;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος στην πλανήτη Γη που μπορεί να απαντήσει σ’αυτήν την ερώτηση! Δύο μόνο πράγματα θα μπορούσα να πω κι αυτά ως υποθέσεις εργασίας. Το ένα σχετίζεται με τις ενδείξεις ότι ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θα ήθελε η ενσωμάτωση της Ταϊβάν στην επικράτεια της Κίνας να συνδεθεί με το όνομά του ως προσωπική του παρακαταθήκη. Η τρέχουσα προεδρική θητεία του λήγει το 2027, ενώ δεν υπάρχει κανένα σοβαρό κώλυμα να παραμείνει στην εξουσία άλλη μια πενταετία, έως το 2032, εφόσον το επιτρέπει η υγεία του.
Δεύτερον, έλεγα προηγουμένως ότι η κινεζική ηγεσία είναι παγιδευμένη στο στόχο της προσάρτησης της Ταϊβάν ήδη από το 1949 και ειδικά τώρα που χρειάζεται ένα νέο αφήγημα. Μέχρι το 2010 η Κίνα αναπτυσσόταν με διψήφιους ρυθμούς μεγέθυνσης, αλλά εδώ και 15 χρόνια η οικονομία της επιβραδύνεται σταθερά. Προσθέστε σ’ αυτά την πανδημία, τη φούσκα των ακινήτων και την δημογραφική συρρίκνωση της Κίνας. Εάν μέχρι πρότινος η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των Κινέζων πολιτών ήταν η πηγή νομιμοποίησης του μη εκλεγμένου Κομμουνιστικού Κόμματος, τώρα η ηγεσία του χρειάζεται επειγόντως ένα νέο πειστικό αφήγημα που είναι το «όνειρο της εθνικής αναγέννησης και ολοκλήρωσης». Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, γιατί έχει τόση σημασία για το Πεκίνο η προσάρτηση της Ταϊβάν.
Και όσον αφορά την ηγεσία της ίδιας της Ταϊβάν, ποια είναι η στρατηγική της;
Κατ’ αρχάς, οι αρχές της Ταϊβάν έχουν εξαγγείλει αύξηση των αμυντικών δαπανών από 2,5% σε 3% του ΑΕΠ, αν και ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μιλήσει για την ανάγκη αύξησής τους στο 10%, αλλά ξέρουμε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος συνηθίζει τις υπερβολές. Σημαντική συνεισφορά στην ασπίδα προστασίας της Ταϊβάν είναι η αγορά οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ, εκτιμώμενης αξίας άνω των 2 δισ. δολαρίων μόνο φέτος. Επίσης, έχει επιμηκυνθεί η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία από τέσσερις σε 12 μήνες, ενώ ενισχύεται συνεχώς το σύστημα αντιμετώπισης της κινεζικής κατασκοπείας και επιχειρήσεων επηρεασμού της κοινής γνώμης από το Πεκίνο.
Όσον αφορά τον πρόεδρο Λάι Τσινγκ-τε, οι Κινέζοι ιθύνοντες τον θεωρούν «αποσχιστή» και «εγκληματία». Το Προοδευτικό Δημοκρατικό Κόμμα, από το οποίο προέρχεται, εκφράζει τα στρώματα της κοινωνίας που εναντιώνονται στην προοπτική απορρόφησης της Ταϊβάν από την κομμουνιστική Κίνα. Κατά βάση, όμως, ο Λάι τηρεί τη γραμμή της προηγούμενης προέδρου Τσάι - ότι δηλαδή η Ταϊβάν δεν χρειάζεται να ανακηρύξει την de jure ανεξαρτησία της, καθώς είναι de facto ανεξάρτητη. Πρόκειται προφανώς για μια λεκτική ακροβασία, αλλά αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος της Ταϊπέι: η αυτοδιοικούμενη νήσος να διατηρήσει την αυτονομία της, χωρίς να προκαλέσει την δυναμική αντίδραση του Πεκίνου.
Ποια είναι τα κοινωνικά στρώματα που εναντιώνονται στην προοπτική ενοποίησης με την Κίνα; Και πόσο ισχυρό είναι το αίτημα για ανεξαρτησία της Ταϊβάν;
Οι πολίτες που δηλώνουν «ταϊβανέζικη» ταυτότητα στις σχετικές έρευνες ξεπερνούν το 60% και με την πάροδο του χρόνου η τάση αυτή συνεχώς ενισχύεται. Διπλή ταυτότητα, «ταϊβανέζικη» και «κινέζικη» συγχρόνως, δηλώνει περίπου το εν τρίτον των ερωτηθέντων, ενώ το ποσοστό των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται αποκλειστικά ως Κινέζοι δεν ξεπερνά το πενιχρό 4%. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Ταϊβάν επιζητεί de jure ανεξαρτησία, η οποία θα ήταν αιτία πολέμου για την Κίνα. Προς αυτήν την συνετή στάση σπρώχνουν τον πρόεδρο Λάι και τα κόμματα της αντιπολίτευσης που έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή και αποτελούν αντίβαρο στην προεδρία.
Αλλά και η Ουάσινγκτον, όπως ξέρετε, δεν ενθαρρύνει την Ταϊβάν να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της, γιατί δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε κατά μέτωπο ένοπλη σύγκρουση με την Κίνα. Το βασικό σενάριο που φέρεται να επεξεργάζεται η στρατιωτική ηγεσία στο Πεντάγωνο παραμένει η αποτροπή μέσω της ενίσχυσης των αμυντικών ικανοτήτων της Ταϊβάν κι όχι η σινοαμερικανική σύγκρουση. Ο ίδιος ο Λάι το γνωρίζει αυτό και δεν αναμένεται να επαναλάβει τον εσφαλμένο υπολογισμό του Γεωργιανού προέδρου Σαακασβίλι, ο οποίος ευελπιστούσε το 2008 πως θα είχε τη στήριξη των ΗΠΑ ενάντια στη Ρωσία.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι με τις αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία της Ταϊβάν, ο χρόνος δεν είναι στο πλευρό του Πεκίνου και η κινεζική ηγεσία το αντιλαμβάνεται αυτό. Είναι μια παράμετρος που γέρνει την πλάστιγγα προς το σενάριο της εισβολής. Αλλά και πάλι, η σχετική απόφαση θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και κυρίως από το συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή, όπως και από την αποτελεσματικότητα της αποτροπής έναντι μιας κινεζικής επίθεσης.
Θα πρέπει οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν την πολιτική της «στρατηγικής ασάφειας» σε ένα «παιχνίδι» στρατιωτικής και διπλωματικής ισορροπίας με την Κίνα όσον αφορά την Ταϊβάν ή θα ήταν πιο αποτελεσματική για την αποτροπή σύγκρουσης μία ρητή δήλωση ότι θα υπερασπιστούν στρατιωτικά τη νήσο σε περίπτωση εισβολής;
Σάς ευχαριστώ, γιατί αυτό είναι ίσως το μόνο εύκολο ερώτημα στην όλη συζήτηση για τις πιθανές εξελίξεις γύρω από την Ταϊβάν. Δεν νομίζω ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα εγκαταλείψει το δόγμα της στρατηγικής αμφισημίας, ένα δόγμα που πράγματι χαρακτηρίζει τη θέση των ΗΠΑ εδώ και οκτώ δεκαετίες, σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο.
Πρώτον, γιατί η ασάφεια ταιριάζει απόλυτα στην ψυχοσύνθεση του Αμερικανού προέδρου που συνειδητά επιδιώκει να αιφνιδιάζει και συχνά μπλοφάρει ως παίκτης πόκερ, με στόχο να ασκήσει ψυχολογική πίεση στους αντιπάλους του. Και, δεύτερον, επί της ουσίας δεν βολεύει την Ουάσινγκτον να ξεκαθαρίσει τη θέση της για τις σχέσεις με την Ταϊβάν, γιατί αυτό είναι το πιο δυσεπίλυτο θέμα στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.
Άλλωστε, προς το παρόν, η κυβέρνηση Τραμπ δεν φαίνεται να έχει διαμορφώσει ακόμη τη στρατηγική της έναντι του Πεκίνου. Νομίζω ότι σε πρώτη φάση θα ενταθεί ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο δυνάμεων κι αυτό θα καθορίσει, ώς ένα βαθμό τουλάχιστον, την περαιτέρω πορεία των σινοαμερικανικών σχέσεων.
Πιθανολογείται ότι μπορεί να έχουμε μια κάπως σαφέστερη εικόνα τους επόμενους μήνες. Παραδείγματος χάριν υπάρχουν ορισμένες πληροφορίες ότι οι δύο πλευρές συζητούν την προετοιμασία μίας συνόδου κορυφής τον ερχόμενο Ιούνιο. Κι αυτό γιατί ο Τραμπ έχει γενέθλια στις 14 Ιουνίου και ο Σι στις 15.
Μία σύνοδος γενεθλίων δηλαδή;
Ακριβώς, μία σύνοδος γενεθλίων ή το τερπνόν μετά του ωφελίμου! Εάν, λοιπόν, επαληθευθούν αυτές οι πληροφορίες -και τις μεταφέρω με κάθε επιφύλαξη-, μια τέτοια εορταστική ατμόσφαιρα προφανώς θα είχε την συμβολική σημασία της, αν και δεν νομίζω ότι μπορεί να αντισταθμίσει το χαμηλό βαρομετρικό στις σχέσεις των δύο δυνάμεων. Διότι η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας έχει δομικό χαρακτήρα. Θεωρείται απίθανο οι ΗΠΑ να αποδεχθούν να χάσουν το στάτους της μεγαλύτερης δύναμης στον κόσμο. Αλλά ούτε και η Κίνα θα συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο από την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Ξέρετε, αποτελεί διακηρυγμένο στρατηγικό στόχο της κινεζικής ηγεσίας έως το 2049, την 100ή επέτειο της ίδρυσης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η χώρα να γίνει «το πιο προηγμένο έθνος της υφηλίου».
Και, για να ολοκληρώσω την απάντηση στην ερώτησή σας, είναι μάλλον απίθανο να ακούσουμε από τον πρόεδρο Τραμπ κάποια ρητή δήλωση ότι οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής απόβασης. Ωστόσο, στελέχη της κυβέρνησής του κάνουν κατά καιρούς δηλώσεις καθησυχαστικές για την Ταϊπέι και το πιθανότερο είναι να συνεχιστούν οι πωλήσεις οπλικών συστημάτων στην Ταϊπέι στο πλαίσιο του δόγματος αποτροπής της επιθετικότητας της Κίνας. Άλλωστε, οι πωλήσεις αμερικανικών όπλων συνάδουν πλήρως με την επιχειρηματική λογική του προέδρου Τραμπ.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)