Η ερημοποίηση, είναι το εφιαλτικό σενάριο της τουριστικής Ελλάδας. Η βόμβα στα θεμέλια του τουρισμού και συνολικά της οικονομίας, εφόσον οι κλιματικές συνθήκες επιδεινωθούν και αποτύχουμε στο σκέλος της πρόληψης, προειδοποιεί ο καθηγητής Φυσικών Καταστροφών Ευθύμιος Λέκκας.
Και κατάσταση προελαύνουσας ερημοποίησης βιώνουμε ήδη στην Νότια Ρόδο, τις Κυκλάδες, το Αν. Αιγαίο και στην Ν.Κρήτη, όπως εξηγεί στο Liberal ο ειδικός στα ακραία φαινόμενα, μιλώντας για τις μεγάλες ανατροπές που φέρνει το κλίμα στην ζωή μας, τις πολλές χαμένες ευκαιρίες και την ανάγκη να επενδύσουμε στην πρόληψη μέσα από ένα μακρόπνοο σχέδιο διαχείρισης των δασών.
Αλλά για να αποδώσει καρπούς χρειάζεται να τηρηθεί με ευλάβεια και να παρέλθει μια 5ετία από την στιγμή που θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται, ώστε να γίνουν ορατά τα πρώτα σημάδια ανάσχεσης. Για τις πάνω από 1.300 πυρκαγιές του Ιουλίου, μιλά για το εκρηκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξέσπασαν, ενώ δεν κρύβει τον προβληματισμό του ως προς την εξάπλωση πολλών, ταυτοχρόνως, και σε κομβικά σημεία της χώρας.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Τον φετινό Ιούλιο είχαμε πάνω από 1.300 πυρκαγιές σε όλη τη χώρα, οι οποίες μάλιστα έπληξαν ταυτόχρονα και βασικούς τουριστικούς προορισμούς, όπως Ρόδο και Κέρκυρα. Είναι μόνο η κλιματική κρίση ή μπορεί σημαντικό τους μέρος να οφείλονταν σε εμπρησμό;
Ο συνδυασμός των ισχυρών ανέμων και των παρατεταμένων καυσώνων δημιούργησε το δεύτερο 15νθήμερο του Ιουλίου ένα εκρηκτικό πλαίσιο με πυρκαγιές σε μεγάλο τμήμα της χώρας. Οι πυρκαγιές αυτές εκδηλώθηκαν σε κομβικά σημεία της χώρας, Αττική, Δερβενοχώρια, Ρόδο, Αγχίαλο, Κέρκυρα και όλες στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Η χωροχρονική κατανομή τους προκαλεί ερωτηματικά. Ο καύσωνας και η κλιματική κρίση είναι το απαραίτητο πλαίσιο για την εκδήλωση των καταστροφικών πυρκαγιών, ωστόσο κατά πόσο η αιτία κάποιων ήταν αποτέλεσμα αμέλειας, δόλου, κακόβουλης ενέργειας ή άλλων παραγόντων, είναι δουλειά άλλων να το βρουν. Αν μπορώ πάντως να επικαλεστώ την στατιστική, θα έλεγα ότι ακόμη και σε ακραίες καιρικές συνθήκες, δεν δικαιολογείται η εκδήλωση τόσο πολλών πυρκαγιών, ταυτόχρονα.
Ποια είναι τα διδάγματα των φετινών πυρκαγιών μετά από εκείνα του 2021; Τι δεν κάναμε τα τρία τελευταία χρόνια; Χρειάζεται η κυβέρνηση να δει τα πράγματα από την αρχή;
Η εμπειρία δείχνει ότι όσα μέσα και πόροι και να διατεθούν, δύσκολα σταματά μια πυρκαγιά όταν βρίσκεται σε εξέλιξη. Η λέξη κλειδί, ήταν και είναι, η πρόληψη.
Και αυτή κατακτάται βήμα - βήμα, η εφαρμογή της απαιτεί ένα στρατηγικό πρόγραμμα 5ετούς διάρκειας με πρώτο κεφάλαιο την διαχείριση των ελληνικών δασών. Κάθε δάσος πρέπει να έχει τη δική του διαχειριστική μελέτη. Και αυτή πρέπει να περιλαμβάνει από χαρτογράφηση του δάσους και αποτίμηση του δασικού πλούτου μέχρι την συλλογή της καύσιμης ύλης από κομβικά σημεία που θα υποδείξουν οι μελέτες, όχι από παντού. Ούτως ή άλλως κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο.
Δεύτερο κεφάλαιο, να κάνουμε τα δάση μας λιγότερο τρωτά. Αυτό απαιτεί αντιπυρικές ζώνες, αποψίλωση δέντρων γύρω από αστικές περιοχές, μοντέλα εκδήλωσης πυρκαγιάς ώστε να γνωρίζουμε πως θα κινηθούμε όταν αυτή ξεσπάσει, πυκνό δίκτυο από πυροφυλάκια, υδατοδεξαμενές και συστήματα έγκαιρης διάγνωσης.
Τρίτο κεφάλαιο, το έμψυχο υλικό για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Από τους πυροσβέστες έως τους απλούς πολίτες και εθελοντές, οι οποίοι έπαιξαν κομβικό ρόλο στην Ρόδο, ενταγμένους κάτω από ένα γενικό επιχειρησιακό πλαίσιο.
Και τέταρτο κεφάλαιο, η ενημέρωση και εκπαίδευση της κοινωνίας απέναντι στις πυρκαγιές, όπου επίσης έχουμε έλλειμμα.
Δεν είναι επομένως εύκολη υπόθεση η πρόληψη. Απαιτεί μακρά προετοιμασία και μπορεί να έχουμε κάνει κάποια βήματα μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 (Ηλεία), του 2018 (Μάτι) και του 2021 (Εύβοια), ωστόσο ο σχεδιασμός έχει καθυστερήσει, πολλές αρρυθμίες δεν έχουν ακόμη διορθωθεί. Έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας.
Τελικά μήπως ο όποιος σχεδιασμός μας είναι πολύ λίγος μπροστά στην ταχύτητα της κλιματικής κρίσης;
Είναι και τα δύο. Τόσο οι αρρυθμίες, όσο και η προσαρμογή στις κάθε χρόνο και πιο ακραίες κλιματολογικές συνθήκες. Δεν έχουμε να επιδείξουμε και πάρα πολλές περγαμηνές στο θέμα της προσαρμογής. Συνήθως συρόμαστε πίσω από τις εξελίξεις τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα.
Από εκεί και πέρα στην Ελλάδα έχουμε ένα πλαίσιο όπου απουσιάζει η διαλειτουργικότητα μεταξύ των φορέων. Δηλαδή δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Ειδικά οι δημόσιες υπηρεσίες, όπως τα δασαρχεία, δυσκολεύονται πάρα πολύ να αφομοιώσουν όλες αυτές τις νέες πρακτικές και τεχνολογίες.
Και κάθε φορά μετά από καταστροφικές πυρκαγιές υποτίθεται ότι κάνουμε μια «επανάσταση», δηλαδή βλέπουμε τις παραλείψεις μας και πράγματα από την αρχή, αλλά συνεχώς στον ίδιο παρονομαστή βρισκόμαστε.
Συμφωνείτε με την άποψη που έχει κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο ότι πρέπει να συσταθεί ένας ειδικός φορέας Δασοπροστασίας;
Η δασική υπηρεσία ασφαλώς και χρήζει επανασύστασης. Αλλά οι δασικές μελέτες μπορούν να ανατεθούν και σε ιδιώτες, το ίδιο και ο καθαρισμός των δασών. Από το κράτος ας μην περιμένουμε πολλά. Τώρα, η ίδρυση ενός ακόμη φορέα απλώς θα προσθέσει ένα ακόμη κρίκο στην ελληνική γραφειοκρατία. Η καλύτερη οργάνωση των εθελοντών είναι σημαντικός στόχος. Η πρόσληψη όμως χιλιάδων δασοφυλάκων δεν θα προσφέρει τίποτα, απλώς θα αυξήσει τον αριθμό των υφιστάμενων δημοσίων υπαλλήλων.
Αυτά όλα δεν αναιρούν την ανάγκη η δασική υπηρεσία να έχει πράγματι την ευθύνη διαχείριση του δάσους, όχι όπως σήμερα. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει σήμερα η δασική υπηρεσία είναι εντελώς στρεβλός. Ίσως είναι η πιο γραφειοκρατία διαδικασία που υπάρχει στο Ελληνικό Δημόσιο. Και σας μιλώ με βάσει προσωπικές εμπειρίες.
Το βέλτιστο διεθνές μοντέλο ποιο είναι; Τι μας διδάσκουν τα παραδείγματα άλλων μεσογειακών χωρών, όπως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας;
Καταρχήν θα σας πω ότι φέτος οι καταστροφές από πυρκαγιές στην Ισπανία και την Πορτογαλία ήταν περισσότερες απ’ ότι στην Ελλάδα. Το θέμα όμως είναι άλλο, αφορά την ποιότητα της διοίκησης. Διαφορετική είναι η διοίκηση στην Ισπανία και την Πορτογαλία και διαφορετική στην Ελλάδα…
Έχουν γραφτεί πολλά για τις επιδόσεις των Δήμων απέναντι στις πυρκαγιές. Στάθηκαν ή όχι στο ύψος των περιστάσεων;
Το έχω μελετήσει το θέμα και ο βαθμός επιτυχίας του κάθε Δήμου ποικίλει. Ακούγεται κοινότοπο, αλλά είναι η πραγματικότητα. Το κεντρικό κράτος δίνει αρμοδιότητες στους Δήμους, αλλά όχι και τα χρήματα.
Οι Δήμοι πήραν φέτος 23 εκατ. ευρώ για δράσεις πυροπροστασίας και καθαρισμούς. Τα χρήματα είναι πολύ λίγα. Δεν γνωρίζω πώς δαπανήθηκαν, αν όντως αξιοποιήθηκαν για τον σκοπό για τον οποίο δόθηκαν ή έγιναν προεκλογικά κολονάκια, αλλά σε κάθε περίπτωση τα χρήματα είναι ελάχιστα.
Η τοπική αυτοδιοίκηση για να αναλάβει ρόλους πρέπει να έχει και τους πόρους. Σκεφτείτε ότι για την πολιτική προστασία ο Δήμος Ρόδου διαθέτει μόνο δύο άτομα, έναντι 15 που απαιτούν το μέγεθος και τις ανάγκες του. Και οι Δήμοι είναι μόνο ένα κομμάτι από το παζλ. Δεν είναι αυτοί το πρόβλημα.
Και η συμβολή του ιδιωτικού τομέα;
Την κεντρική διαχείριση σε πρόληψη και κατάσβεση πρέπει να την έχει το Δημόσιο. Από εκεί και πέρα υπάρχει τεράστιο πεδίο και για τον ιδιωτικό τομέα. Ο Δήμος της Ρόδου νοίκιασε φέτος 20 υδροφόρες. Άλλοι Δήμοι νοίκιασαν μεγάλο αριθμό οχημάτων γκρέιντερ. Όπως σας είπα, ιδιώτες μπορεί να έχουν ρόλο στην διαχείριση του δάσους. Η κεντρική ευθύνη όμως θα παραμείνει στα χέρια του κράτους.
Αν πούμε ότι σήμερα είναι η στιγμή μηδέν. Και ότι αρχίζουμε από αύριο να εφαρμόζουμε με ευλάβεια ένα γενναίο εθνικό σχέδιο δασοπροστασίας και ανάσχεσης της επελαύνουσας κλιματικής κρίσης. Σε πόσα χρόνια αυτό θα αποδώσει;
Σε μια 5ετία. Τόσα χρόνια απαιτούνται για να φέρουμε σε πέρας την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου με τα χαρακτηριστικά που σας περιέγραψα. Δείτε για παράδειγμα το θέμα με τα εναέρια μέσα. Ακόμη και σήμερα να τα παραγγείλουμε, μέχρι να επαναλειτουργήσει το εργοστάσιο που παράγει Canadair, πρέπει να παρέλθει μια 5ετία ώστε να τα αποκτήσουμε και να μπουν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα μετά από μια 5ετία.
Δεν είναι ανέφικτη η ανάσχεση της κλιματικής κρίσης ή τουλάχιστον η διατήρηση της κατάστασης στα σημερινά επίπεδα. Αν υπάρξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και το εφαρμόσουμε με ευλάβεια, τότε, ανάλογα πάντα και με τις εξελίξεις στο κλίμα, η κατάσταση μπορεί να είναι διαχειρίσιμη.
Στον αντίποδα, εφόσον δεν εφαρμόσουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πρόληψης, πώς θα είναι η ζωή μας σε 5 χρόνια από σήμερα;
Δεν θα είναι η ίδια. Αν οι συνθήκες επιδεινωθούν, όπως αναμένεται ότι θα γίνει, και αποτύχουμε στο σκέλος της πρόληψης, τότε θα βιώσουμε πρωτοφανείς αλλαγές με κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις.
Πρώτον, οι συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις θα γίνουν πολύ πιο δύσκολες έως και αφόρητες ειδικά για τους οικονομικά ευάλωτους. Και μαζί τους θα αυξάνεται το κόστος νοσηλείας, δηλαδή οι δαπάνες του ΕΣΥ, άρα θα επιβαρύνεται συνολικά η οικονομία μας.
Δεύτερον, οι τουριστικοί προορισμοί της Μεσογείου θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα. Είναι επόμενο ότι θα δούμε επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου προς τον Οκτώβριο και Νοέμβριο. Και πιθανή μετατόπιση των τουριστικών ροών από τη Μεσόγειο προς τις χώρες του βορρά.
Ακούγεται αδιανόητο στο μέλλον η πλειοψηφία των τουριστών να κάνει διακοπές στην Β. Γερμανία, τη Σκανδιναβία ή τις χώρες της Βαλτικής. Αλλά εάν χάσουμε την μάχη της πρόληψης και γενικευθούν τα φαινόμενα ερημοποίησης, οι διακοπές στην Ελλάδα και στον μεσογειακό νότο θα πάψουν να είναι το ίδιο θελκτικές. Αναπόφευκτα μέρος των τουριστικών ροών θα μεταφερθεί προς τον Βορρά. Δεν γνωρίζω αν αυτό θα συμβεί σε 5 ή 10 χρόνια, αλλά το σενάριο είναι υπαρκτό και πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την τουριστική βιομηχανία.
Στην περιοχή του Γενναδίου στην Νότια Ρόδο έχουμε ήδη κατάσταση προελαύνουσας ερημοποίησης. Το ίδιο ισχύει και σε άλλες τουριστικές περιοχές της Νοτίου Ελλάδας, όπως οι Κυκλάδες, το Ανατολικό Αιγαίο και η Νότια Κρήτη. Εκεί όπου οι περιοχές έχουν καεί πολλές φορές στο παρελθόν και κάηκαν και φέτος, το δάσος δυσκολεύεται πολύ να ανακάμψει. Κίνδυνο ερημοποίησης αντιμετωπίζει πλέον και το Λεκανοπέδιο, όπου, αν συνεχιστεί η καταστροφή του περιβάλλοντος, θα διαμορφωθούν συνθήκες διαβίωσης, ανάλογες με του Ντουμπάι.
Δυσοίωνες εκτιμήσεις που σε πολλούς δεν θα αρέσουν, ωστόσο είναι ρεαλιστικές και δείχνουν προς τα που οδεύουμε. Είμαστε ήδη μάρτυρες των αρχών αυτής της νέας εποχής.
Κε. Λέκκα, έχει νόημα να μιλάμε για ανάσχεση της κλιματικής κρίσης αν δεν μπουν πιο δυναμικά στο παιχνίδι η Κίνα με την Ινδία, όπου η προτεραιότητα είναι η οικονομική ανάπτυξη και η μάχη κατά της φτώχειας;
Η Δύση είναι μόνη της στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Και ούτε η Κίνα, ούτε η Ινδία έχουν πραγματικό λόγο να φρενάρουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους, δεδομένου ότι ο διακηρυγμένος στόχος τους είναι να κυριαρχήσουν στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον. Αν μειώσουν τον ρυθμό με τον οποίο «τρέχουν» οι οικονομίες τους θα πάνε προς τα πίσω και γι' αυτό τον λόγο δεν θα το κάνουν. Ας μην περιμένουμε βοήθειες από αυτές τις χώρες. Οι βασικοί παίκτες που θα συνεχίσουν να δίνουν τον πόλεμο αυτό για λογαριασμό του πλανήτη είναι η Ευρώπη, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ιαπωνία.
*Ο Ευθύμιος Λέκκας είναι Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας & Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας