Ευτυχώς η Δόμνα Μιχαηλίδου δεν έκανε πίσω
Shutterstock
Shutterstock
Μ. Μαραγκουδάκης

Ευτυχώς η Δόμνα Μιχαηλίδου δεν έκανε πίσω

Κάθε φορά που το κράτος θα επιχειρεί να βάλει κανόνες, οι δομές θα προασπίζονται την εξουσία τους, ευτυχώς που η Δόμνα Μιχαηλίδου δεν έκανε πίσω, λέει στο Liberal o κοινωνιολόγος Μ. Μαραγκουδάκης. Συνέντευξη στον Γ.Φιντικάκη, σχολιάζοντας τις αντιδράσεις που συναντά στο μέτωπο αυτό η κυβέρνηση. Μιλά για την ανάγκη ελέγχου των δομών  -όπως ακριβώς έχει συμβεί με τις ΜΚΟ- ο οποίος θα βασίζεται στις κοσμικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως μονόδρομος για την εγγύηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και για την αλτρουιστική συμπεριφορά που μπορεί να μην είναι πάντοτε ανιδιοτελής.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Τι δείχνει ο θόρυβος που έχει ξεσπάσει γύρω από τις παιδικές δομές, με αποκορύφωμα την Κιβωτό του Κόσμου; Xρειάζεται εκσυγχρονισμό αυτή η μορφή φιλανθρωπίας; Χρειάζονται δηλαδή δομές και διαδικασίες, όπως αυτές που υπάρχουν πλέον στις ΜΚΟ;

Η πεποίθηση ότι ένας ενάρετος άνθρωπος προβαίνει, αναπόφευκτα, σε ενάρετες πράξεις –σε «αγαθοεργίες» δηλαδή– οι οποίες με τη σειρά τους, αναπόφευκτα και πάλι, επιφέρουν ενάρετα αποτελέσματα, είναι έντονα ριζωμένη στο συλλογικό μας υποσυνείδητο αλλά και στο δημόσιο λόγο – ότι ένας αγαθός άνθρωπος δεν μπορεί να πράξει κάτι το κακό.

Ιδιαίτερα αν αυτός ο άνθρωπος εμπνέεται από το Θείο Λόγο και βιώνει ο ίδιος το μήνυμα των Γραφών. Προφανώς, λοιπόν, η Εκκλησία, που στον πυρήνα της ταυτίζεται με την ανιδιοτελή προσφορά στον συνάνθρωπο, δηλαδή τη φιλανθρωπία, αποτελεί μία παραδειγματική περίπτωση, έναν «ιδεότυπο» τέτοιου είδους δράσης. Και οι κοσμικές ΜΚΟ που επίσης ασχολούνται με φιλανθρωπικό έργο (βλ. δράσεις σχετιζόμενες με τον κοινωνικό αποκλεισμό) επίσης αυτοπροβάλλονται ως αλτρουιστικές και ανιδιοτελείς. 

Όμως τα πράγματα δεν είναι ούτε τόσο απλά, ούτε τόσο απόλυτα. Η αλτρουιστική, ανιδιοτελής, συμπεριφορά μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα – ή όπως λέει το ρητό, «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».

Ο λόγος είναι ότι κάθε δράση απαιτεί οργάνωση, και η οργάνωση της δράσης εμπεριέχει αναγκαστικά άσκηση εξουσίας. 

Ποιος, λοιπόν, ή τι ελέγχει τον ασκούντα την εξουσία σε δομές, όπως οι παιδικές; 

Στην περίπτωση που ίσχυε ότι ο ενάρετος δρα ενάρετα σε κάθε περίπτωση, τότε η απάντηση είναι «η συνείδησή του». Η συνείδηση όμως είναι αυτοαναφορική και επιβεβαιωτική της αξίας του εαυτού – πολύ σπάνια λαμβάνει υπόψη τον άλλον αν η άποψη του άλλου είναι αρνητική για εμάς.

Ως εκ τούτου προφανές είναι ότι απαιτείται ένα τρίτο μέρος που θα κρίνει αμερόληπτα. Αυτό στην εποχή μας γίνεται από μία κρατική υπηρεσία που με απρόσωπο και «απαθή» τρόπο ελέγχει, κρίνει και διορθώνει. 

Προφανώς, λοιπόν, η κυβέρνηση έπραξε ορθώς όταν σε ανύποπτο χρόνο ζήτησε να ασκηθεί έλεγχος σε όλες τις δομές –όπως επίσης είχε πράξει με τον έλεγχο όλων των ΜΚΟ που ασχολούνται με τους μετανάστες– και πράττει σήμερα στην περίπτωση της Κιβωτού.

Ο γραφειοκρατικός έλεγχος που βασίζεται, όχι πάνω στην ιδέα της χριστιανικής αγάπης και της κένωσης του εαυτού, αλλά πάνω στις κοσμικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ο μόνος τρόπος να εγγυηθούμε σήμερα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.    

Εδώ και μήνες πάντως βλέπουμε ότι οι παιδικές δομές αρνούνται οι επιδοτήσεις να συνοδεύονται από κανόνες, προδιαγραφές, και κυρίως αυστηρούς ελέγχους, παρά να υπερασπίζονται φανατικά το δικαίωμα στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τι μας δείχνει όλο αυτό;

Επιβεβαιώνεται αυτό που σας ανέφερα προηγουμένως. Οι δομές, αν έχουν αυτή τη δυνατότητα, προασπίζονται την εξουσία τους και αρνούνται να την εκχωρήσουν σε κάποιον άλλον – στο κράτος σε αυτήν την περίπτωση.

Είναι μία φυσιολογική αντίδραση αποφυγής της άσκησης εξουσίας επάνω μας. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό∙ αν θέλεις να προσφέρεις έργο θα πρέπει να σταματήσεις να πιστεύεις ότι είσαι ένας μικρός Θεός. Αυτό που έχει ενδιαφέρον εδώ είναι η επίκληση («κινητοποίηση» στην κοινωνιολογική γλώσσα) «αντιεξουσιαστικών» λόγων για την πρόκληση συναισθημάτων συμπάθειας από το κοινό.

Σαν να λένε, «κοιτάξτε εδώ, εμείς προσφέρουμε τον εαυτό μας και οι άκαρδοι γραφειοκράτες θέλουν να μας ελέγξουν, να μας βάλουν εμπόδια…» ή κάτι παρόμοιο. Και πολλές φορές πετυχαίνουν τον σκοπό τους. Ευτυχώς, η Δόμνα Μιχαηλίδου δεν έκανε πίσω.       

Πώς εκλαμβάνετε τις επιθέσεις εναντίον της;

Δεν είναι σοβαρές. Δηλαδή, δεν είναι συγκροτημένες και μετρημένες, ούτε υποστηρίζονται από στοιχεία και θέσεις. Αντίθετα, διακρίνονται συνήθως από εμπάθεια και δρουν ως πολλαπλασιαστές των φωνών που την καταγγέλλουν για αυταρχισμό. Γι’ αυτό και αυτές οι επιθέσεις ξεθυμαίνουν πολύ γρήγορα. Είναι επιθέσεις θυμικού παρά λόγου. Θα ήταν πολύ πιο εποικοδομητικές αν επικεντρώνονταν στην καλυτέρευση του προτύπου και όχι στην ολοκληρωτική επίθεση.

Σας ανησυχεί η στάση των ΜΜΕ και των σόσιαλ μίντια που σπεύδουν να βγάλουν συμπεράσματα για παρόμοιες υποθέσεις, βασισμένα πάνω σε αποσπασματικά στοιχεία, όχι τεκμηριωμένα, δημιουργώντας ένα κλίμα που επηρεάζει ενδεχομένως τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης;

Είναι ανησυχητικό, στο ότι συνεχίζουμε να διαμορφώνουμε μία δημόσια σφαίρα που συμπεριφοριακά παραμένει η ίδια εδώ και χιλιετίες. Ο δημόσιος λόγος δεν έχει ορθολογικοποιηθεί, ούτε έχει εκλεπτυνθεί. Το αντίθετο μάλιστα.

Τα σημερινά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο ως δομή όσο και ως τεχνολογία, καλλιεργούν την αποσπασματικότητα, τον εντυπωσιασμό, τελικά την ίδια την ψυχολογία του πλήθους και του εξιλαστήριου θύματος. Δεν υπάρχει λύση σε αυτό το φαινόμενο για πολλούς λόγους. Αυτό το οποίο όμως θα μπορούσε να συμβεί είναι οι πολιτειακές ελίτ (πάνω απ’ όλα οι δικαστές) να περιχαρακωθούν γύρω από την αξία του Νόμου (με κεφαλαίο Ν) και σαν τον Λούθηρο μπροστά στους δικαστές του να δηλώσουν και αυτοί στο τυφλά εκδικητικό πλήθος: «εδώ στέκομαι, δεν μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό».

Τι νόημα έχει η παραμονή παιδιών σε δομές αν δεν ακολουθεί η σχετικά γρήγορη εύρεση ανάδοχων οικογενειών; Και αν αυτό, είναι πρακτικά δύσκολο, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των παιδιών (προσφύγων, κλπ), τι πρέπει να γίνει;   

Το μη χείρον βέλτιστον. Μία δομή είναι καλύτερη από εξαθλιωμένες συνθήκες καθημερινής επιβίωσης, και μία ανάδοχος οικογένεια καλύτερη από την ιδρυματοποίηση των δομών. Θα πρέπει φυσικά να αγωνιζόμαστε για την καλύτερη δυνατή λύση, όμως σε κάθε περίπτωση και σε κάθε επίπεδο θα πρέπει να ασκείται ο έλεγχος της συμπεριφοράς των ατόμων που εμπλέκονται στη διαδικασία κοινωνικοποίησης αυτών των παιδιών. Ο κόσμος μπορεί μέσω της γραφειοκρατίας να έχει γίνει πιο «ψυχρός», όπως έλεγε και ο Βέμπερ, όμως μπορεί επίσης να γίνει πιο δίκαιος. 

* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής Συγκριτικής Κοινωνιολογίας του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου