Το «στοίχημα» της κατάρτισης των εργαζομένων στις Ψηφιακές Τεχνολογίες
Shutterstock
Shutterstock

Το «στοίχημα» της κατάρτισης των εργαζομένων στις Ψηφιακές Τεχνολογίες

Την ανάγκη να τεθούν ως προτεραιότητα στην πολιτική ατζέντα της επόμενης ημέρας τα ζητήματα της αναβάθμισης των δεξιοτήτων (upskilling) αλλά και της επανακατάρτισης (re-skilling) των εργαζομένων στην Ελλάδα υπογραμμίζει ο επικεφαλής του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Επιχειρείν (ELTRUN) του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Δουκίδης, σε συνέντευξή του στο Liberal.gr και τον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο.

Όπως σημειώνει ο κ. Δουκίδης, «εάν καταφέρναμε και κάναμε upskilling και re-skilling σε απόφοιτους πανεπιστημίων, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει περίπου 10.000 απόφοιτους ετησίως με ιδιαίτερα αναβαθμισμένες ψηφιακές δεξιότητες».

«Στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, αποφοιτούν ετησίως από τα πανεπιστήμια περίπου 60.000 άτομα. Από αυτούς, μόνο το 50% αξιοποιείται σε αυτό το οποίο έχει σπουδάσει. Το υπόλοπο 50% υποαπασχολείται, είτε αναγκάζεται να αλλάξει.  Εάν το υπόλοιπο 50% το εκπαιδεύσουμε σωστά ή του δώσουμε τη δυνατότητα να μετακπαιδευθεί σε κάτι που είναι χρήσιμο για την Οικονομία, τότε νομίζω ότι θα έχουμε ένα από τα πιο σημαντικά assets της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια», επισημαίνει ο καθηγητής Δουκίδης.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Γ. Δουκίδη στο Liberal.gr

Σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού, το «στοίχημα» της επόμενης τετραετίας στο θέμα της απασχόλησης θα είναι το re-skilling και το up-skilling των εργαζομένων. Ποιες ενέργειες πιστεύετε ότι πρέπει να γίνουν, ώστε να αυξηθεί το επίπεδο κατάρτισης και εξειδίκευσης του προσωπικού;

Νομίζω ότι τα πανεπιστήμια θα πρέπει να έρθουν πιο κοντά στην αγορά εργασίας, όπως και το αντίστροφο, ώστε πέρα από τις ποιοτικές σπουδές να προσφέρουν ειδικότητες και γνώσεις που θα είναι χρήσιμες για τους φοιτητές, για να ενταχθούν στην αγορά εργασίας.

Το δεύτερο θέμα είναι τα μεταπτυχιακά, όπου δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία σε φοιτητές που αποφοιτούν από καλά τμήματα, αλλά θεωρητικά τους δίνεται η δυνατότητα να λάβουν μια πιο τεχνική και πρακτική γνώση. Αυτό ήδη υπάρχει και νομίζω ότι πρέπει να ενταθεί στο μέλλον.

Τέλος, πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση στη διά βίου μάθηση, δηλαδή τη δυνατότητα του να έχουν εργαζόμενοι κάποιας ηλικίας, έτσι ώστε με εύκολο κι απλό τρόπο να αναβαθμίσουν τις δεξιότητές τους. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε, οι απαιτήσεις των επαγγελμάτων αλλάζουν συνεχώς, και λόγω της τεχνολογίας αλλά και λόγω άλλων παραγόντων. Άρα, πρέπει συνεχώς να εκπαιδευόμαστε, που σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχουν έργα από τη ΔΥΠΑ, αλλά επίσης να επενδύουν και οι ίδιες οι εταιρείες στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων.

Με δεδομένο τον όγκο των φοιτητών που μπορούν να διαχειριστούν τα πανεπιστημιακά τμήματα, υπάρχει ταχύτερος εναλλακτικός τρόπος επιμόρφωσης των νέων στις ψηφιακές – και όχι μόνο – δεξιότητες που απαιτούνται;

Κατ' αρχάς, θα πρέπει να πω ότι αρκετοί φοιτητές μας, αυτή τη στιγμή, παρακολουθούν διαδικτυακά μαθήματα από κορυφαία πανεπιστήμια χωρίς να φοιτούν εκεί. Ως προς αυτό η τεχνολογία έχει δώσει μια πολύ μεγάλη δυνατότητα τόσο στους φοιτητές όσο και στους εργαζόμενους να παρακολουθούν τέτοια προγράμματα. Μάλιστα, στο μέλλον δεν θα έχουμε πλέον αυτό το πτυχίο που διαρκεί 4-5 χρόνια, αλλά κάποιες πιο εξειδικευμένες σπουδές, βασικές, τις οποίες θα ανανεώνουμε συνεχώς μέσα από τέτοια ψηφιακά κανάλια μάθησης. 

Το δεύτερο είναι ότι στα πανεπιστήμια, εδώ και λίγα χρόνια, τα λεγόμενα «Κέντρα Διά Βίου Μάθησης» (ΚΕΔΙΒΙΜ). Τα ΚΕΔΙΒΙΜ είναι ανοικτά, όχι μόνο στους αποφοίτους πανεπιστημίου, αλλά και στους αντίστοιχους του Λυκείου, έτσι ώστε να έρθουν και να παρακολουθήσουν εξειδικευμένα προγράμματα 50, 100 και 150 ωρών σε πολύ πρακτικά και κρίσιμα θέματα, που ζητά αυτή τη στιγμή η αγορά εργασίας. 

Το τρίτο που θα ήθελα να πω είναι πως έχει αναβαθμιστεί πάρα πολύ εδώ και ενάμιση περίπου χρόνο η τεχνολογική εκπαίδευση, με γ.γ. Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας τον Γιώργο Βούτσινο. Το γεγονός αυτό δίνει πολύ καλές εναλλακτικές και στους νέους που δεν φοιτούν στα πανεπιστήμια και σταματούν τις σπουδές τους κάποια στιγμή στο Γυμνάσιο ή στο Λύκειο. 

Οι μεγάλες εταιρείες ψηφιακού μετασχηματισμού, όπως για οι Accenture, EY και Deloitte μπορούν να εντάξουν την εκπαίδευση μέσα στις δομές τους;

Αυτή τη στιγμή, οι συγκεκριμένες εταιρείες που αναφέρατε, τουλάχιστον για το δικό μας πανεπιστήμιο, είναι οι κύριες πηγές προσφοράς εργασίας. Έχουν δημιουργήσει μεγάλα κέντρα ανάπτυξης στην Ελλάδα, αξιοποιώντας το ελληνικό ταλέντο, την παραγωγικότητα των Ελλήνων εργαζομένων.

Έρχονται στα πανεπιστήμια, κάνουν παρουσιάσεις και προσπαθούν να προσλάβουν εξειδικευμένο προσωπικό, όχι μόνο στην Αττική, αλλά και σε αρκετές άλλες πόλεις της χώρας. 

Ως προς αυτό που με ρωτάτε υπάρχουν δύο τινά: Υπάρχουν απόφοιτοι που είναι έτοιμοι, όπου αυτά τα Τμήματα είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικά, συνεργάζονται με διεθνή πανεπιστήμια και γνωρίζουν τις διεθνείς εξελίξεις. Παράλληλα, οι φοιτητές μπορούν άμεσα να ενταχθούν στο εργασιακό περιβάλλον, αλλά υπάρχουν και άλλα τμήματα, τα οποία, είτε είναι σε άλλο αντικείμενο, είτε δεν είναι τόσο ανανεωμένες οι γνώσεις που παρέχουν. Οι φοιτητές γνωρίζουν πολύ καλά τα θεωρητικά και τις βασικές γνώσεις. Άρα οι εταιρείες αυτές, όταν προσλαμβάνουν, βάζουν τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας σε πολύ εντατικά κι εξειδικευμένα προγράμματα, έτσι ώστε σε διάστημα δύο έως έξι μηνών να είναι έτοιμοι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί δεν το βλέπουμε πάρα πολύ να γίνεται από τις ελληνικές εταιρείες. Για να το εξηγήσουμε πιο απλά, επειδή οι ελληνικές εταιρείες είναι μικρές σε μέγεθος, θέλουν έτοιμα στελέχη. Αντίθετα, οι μεγάλες εταιρείες που έχουν τέτοιες υποδομές και το κάνουν χρόνια, έχουν την ικανότητα να εκπονούν ευέλικτα προγράμματα και να προετοιμάζουν τους νεοπροσληφθέντες σε αυτά τα οποία πρέπει.

Άρα, βάσει αυτών που λέτε, γίνεται λόγος για μια επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο, σωστά;

Στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, αποφοιτούν ετησίως από τα πανεπιστήμια περίπου 60.000 άτομα. Από αυτούς, μόνο το 50% αξιοποιείται σε αυτό το οποίο έχει σπουδάσει. Το υπόλοπο 50% υποαπασχολείται, είτε αναγκάζεται να αλλάξει. 

Έχουμε, δηλαδή, έναν πόρο στην Ελλάδα που είναι πάρα πολύ σημαντικός και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν έχουμε μόνο τους Έλληνες που φοιτούν, αλλά και τους Έλληνες που φοιτούν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Θεωρώ ότι εκεί ακριβώς πρέπει να δοθεί έμφαση: Εάν το υπόλοιπο 50% το εκπαιδεύσουμε σωστά ή του δώσουμε τη δυνατότητα να μετακπαιδευθεί σε κάτι που είναι χρήσιμο για την Οικονομία, τότε νομίζω ότι θα έχουμε ένα από τα πιο σημαντικά assets της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια. 

Σας φέρνω ως παράδειγμα το τι συμβαίνει στα Τμήματα Πληροφορικής. Αυτή τη στιγμή αποφοιτούν σε ετήσια βάση 4.000 – 5.000 άτομα που λογίζονται ως ειδικοί στον τομέα αυτό. Η αγορά ζητάει 7.000 – 8.000. Την ίδια στιγμή έχουμε περίπου 15.000 που αποφοιτούν από τμήματα όπως το Φυσικό ή το Μαθηματικό. Είναι τμήματα που δεν δίνουν άμεση θέση εργασίας. 

Εάν καταφέρναμε και κάναμε upskilling και re-skilling, όπως είχε πει και ο πρωθυπουργός, σε αυτούς τους απόφοιτους, τότε η Ελλάδα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει περίπου 10.000 απόφοιτους ετησίως με ιδιαίτερα αναβαθμισμένες ψηφιακές δεξιότητες. 

Αυτό ξέρετε τι σημαίνει; Σημαίνει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να βρεθεί μεταξύ των κορυφαίων χωρών, όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και παγκοσμίως και όλες οι μεγάλες εταιρείες θα ήθελαν να έρθουν στη χώρα μας και να δημιουργήσουν εδώ τα τεχνολογικά τους κέντρα. Άρα, αντιλαμβάνεστε πως με αυτό τον τρόπο αλλάζει το οικονομικό μοντέλο της χώρας, εάν υπάρξει σωστή επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδας. Βρίσκω ότι είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει στην πολιτική ατζέντα της επόμενης ημέρας αυτός ο σχεδιασμός.

Τι μέρος στην παραγωγή του εγχώριου ΑΕΠ μπορεί να καλύψει ο χώρος της Ψηφιακής Επιχειρηματικότητας, ο οποίος είναι κατά βάση εξωστρεφής;

Σε αρκετές χώρες αναπτυγμένες υπάρχουν συγκεκριμένες στρατηγικές, ώστε οι εταιρείες που εντάσσονται στον τομέα της Ψηφιακής Επιχειρηματικότητας να προσφέρουν ποσοστό 15% στο ΑΕΠ. Στην Ελλάδα αυτό δεν υπάρχει, αλλά θεωρώ ότι πρέπει να γίνει μεγάλη συζήτηση στη χώρα μας, ώστε να μιμηθούμε το παράδειγμα άλλων χωρών, ώστε οι αντίστοιχες εταιρείες εδώ να αποδίδουν 10% στο ΑΕΠ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, με την περαιτέρω αναβάθμιση της Ψηφιακής Οικονομίας. Δηλαδή, θα πρέπει να γίνουν πιο εξωστρεφείς οι εταιρείες Πληροφορικής. 

Δείτε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει στη γειτονική μας Βουλγαρία: Οι εξαγωγές τους σε αυτόν τον τομέα ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ, ενώ τα αντίστοιχα ποσά στην Ελλάδα αγγίζουν μόλις μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Άρα, αντιλαμβάνεστε πόσο μεγάλη προοπτική έχουν αυτές οι εταιρείες.

Παράλληλα, θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε αυτό που είπατε, δηλαδή στις νέες ψηφιακές καινοτόμες εταιρείες (startups), οι οποίες από μόνες τους είναι εξωστρεφείς.

Το στοίχημα είναι αυτό: Αν μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να υποστηρίξει αυτή την ανάπτυξη και ταυτόχρονα αν υποστηριχθούν οι ξένες επενδύσεις, τότε σε μία πενταετία οι εταιρείες αυτές θα μπορεί να συμμετέχουν και να αυξήσουν κατά 10% το ΑΕΠ της χώρας.