Γερμανικές εκλογές: Η νίκη Μερτς, η άνοδος των άκρων και η επόμενη μέρα για την Ευρώπη
AP
AP

Γερμανικές εκλογές: Η νίκη Μερτς, η άνοδος των άκρων και η επόμενη μέρα για την Ευρώπη

Τα μαθήματα που καλείται να λάβει η Ευρώπη στον απόηχο του αποτελέσματος των γερμανικών εκλογών αναλύει στο Liberal ο Καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Σπύρος Λίτσας.

Ο διαπρεπής ακαδημαϊκός υπογραμμίζει - μεταξύ άλλων - ότι  το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα του ορθολογικού λόγου και κυβερνητισμού δείχνει ότι κινείται πολύ κάτω από τις απαιτήσεις που θέτουν οι ημέρες και οι καιροί και δεν είναι ανάλογο των περιστάσεων και των απαιτήσεων. Επισημαίνει δε πως αν η Ευρώπη των 27 δε βρει τρόπο να βγει από αυτό το αδιέξοδο, τότε η απόσταση πλέον που χωρίζει τον ορθολογισμό από τα άκρα δε θα είναι πια τόσο μεγάλη όση ήταν κατά το παρελθόν.

Κατά τα λοιπά, ο Σ. Λίτσας επισημαίνει το φαινόμενο της ανόδου των ακραίων - αντισυστημικών κομμάτων (AfD, Die Linke), τονίζοντας πως η ριζοσπαστικοποίηση της Πολιτικής συνιστά μίι αρνητική εξέλιξη.

Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο

Κύριε Λίτσα, τι σημαίνει ένα εκλογικό ποσοστό κάτω του 30% για τους Γερμανούς Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του Φρίντριχ Μερτς και πόσο εύκολος θα είναι ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνεργασίας;

Θα πρέπει να πούμε ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης συνεργασίας προκρίθηκε μέσα από την πολιτική αναγκαιότητα, γιατί δεν μπορεί να σχηματιστεί μονοκομματική κυβέρνηση, αλλά και μέσα από την πολιτική κουλτούρα του γερμανικού πολιτικού συστήματος για συνεργασίες.

Ασφαλώς, σε έναν ιδανικό κόσμο όλοι θα ήθελαν να σχηματίσουν μια αυτοδύναμη κυβέρνηση. Νομίζω, όμως, ότι στην παρούσα χρονική φάση κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο. Οπότε αυτό αποτελεί μια αποτύπωση της πραγματικότητας, η οποία, όμως δε διέπει πλέον μόνο τη Γερμανία, αλλά το σύνολο της Ευρώπης και μέσα σε αυτό το πλαίσιο βάζω και την Ελλάδα. Εκτιμώ πως η Γερμανία δείχνει ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις αποτελούν πλέον ένα σημείο του παρελθόντος.

Ένας από τους μεγάλους κερδισμένους της εκλογικής βραδιάς στη Γερμανία, κύριε καθηγητά, ήταν η ακροδεξιά Εναλλακτική Για τη Γερμανία (AfD), καθώς διπλασίασε τα ποσοστά σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Τι σημαίνει αυτό για τη Γερμανία και κατ’ επέκταση για την Ευρώπη;

Πρόκειται, αναμφίβολα, για μία εξέλιξη ιδιαίτερα ανησυχητική, ιδίως αν σκεφτούμε ότι αφορά ένα κράτος τόσο σοβαρό όσο η Γερμανία, με όλες αυτές τις δικλείδες ασφαλείας που ορθώς το σύστημα θέτει σε θεσμικό επίπεδο απέναντι σε αυτά τα κόμματα της άκρας Δεξιάς.

Παράλληλα, δείχνει ότι υπάρχουν πλείστα ζητήματα στο εσωτερικό, πλέον, της Ευρώπης, τα οποία θα είναι λάθος να τα αναλύσουμε μόνο μέσω του Μεταναστευτικού. Έχει να κάνει και με την Οικονομία, αλλά και γενικότερα με το αφήγημα του κοινωνικού αποκλεισμού, που κι αυτό συνιστά μία πάρα πολύ σημαντική συζήτηση, η οποία αφορά, όπως όλα δείχνουν, και τους Γερμανούς πολίτες.

Νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο θα δημιουργηθεί η επόμενη γερμανική κυβέρνηση ή και το ποια κόμματα θα μείνουν στην αντιπολίτευση, θα δημιουργήσουν ένα πλαίσιο πολιτικής ενίσχυσης ή όχι του AfD. Για να το εξηγήσω πιο απλά, εάν τα δύο ισχυρότερα πολιτικά κόμματα της Γερμανίας, αυτή τη στιγμή, (οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες) σχηματίσουν μια κυβέρνηση, τότε το AfD θα έχει τη δυνατότητα να διευρύνει τον αντιπολιτευτικό του λόγο και να χτυπήσει περισσότερες πόρτες σ’ ένα εκλογικό ακροατήριο που ακόμη και σήμερα δε συγκινείται από τον ακραίο λόγο.

Πιστεύω, άλλωστε, ότι και ο τρόπος με τον οποίο θα σχηματιστεί η επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία, θα πρέπει να είναι στρατηγικά δομημένος ούτως ώστε να μην επιτραπεί στο AfD να μονοπωλήσει τις εξελίξεις εντός της αντιπολίτευσης.

Κατά την άποψή σας, και με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα, οι παρεμβάσεις του Ίλον Μασκ υπέρ της ακροδεξιάς διαδραμάτισε κάποιο ρόλο σε ό,τι αφορά την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γερμανία;

Νομίζω ότι οι ποιοτικές μετρήσεις έδειξαν ότι ο Ίλον Μασκ έδωσε ένα 2% στο AfD, το οποίο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα μικρό ποσοστό.

Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν μπορούμε να αποδώσουμε την επιτυχία του AfD τα επιχειρήματα και τη δραστηριοποίηση του Ίλον Μασκ υπέρ του συγκεκριμένου κόμματος. Νομίζω ότι θα ήταν μία εξόχως απλουστευτική προσέγγιση και θα πρέπει γενικότερα να μας προβληματίσει το γεγονός ότι το AfD έχει αποκτήσει ένα τέτοιο διευρυμένο κύκλο ενός πολιτικού ακροατηρίου, όταν πριν από λίγα χρόνια βρισκόταν σε ένα πολιτικό περιθώριο.

Ας μην ξεχνάμε ότι στελέχη του AfD είχαν συγκεκριμένα προβλήματα με το Νόμο πριν από κάποια χρόνια. Όλη αυτή η κατάσταση δείχνει ότι ακόμα κι ένα πιο ορθολογικά ρυθμισμένο πολιτικό ακροατήριο, όπως αυτό των Γερμανών, αρχίζει και τείνει ευήκοα ώτα προς τον ακραίο ριζοσπαστισμό και αυτό από μόνο του είναι εξόχως ανησυχητικό.

Στον αντίποδα των παραπάνω, οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς ήταν ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών, καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοση (16,2%) από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα ήθελα το σχόλιό σας.

Νομίζω ότι και οι Σοσιαλδημοκράτες τώρα, όπως και οι Χριστιανοδημοκράτες την προηγούμενη φορά αντιμετωπίζουν το «Σύνδρομο της Άσκησης Κυβερνητικού Έργου». Δηλαδή, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι βλέπουμε τα κόμματα αυτά, τα οποία άσκησαν κυβερνητικό έργο να χάνουν σημαντικά ποσοστά υποστήριξης.

Και αυτό δείχνει ότι η απόσταση μεταξύ των πολιτικών ελίτ και της κοινωνίας αυξάνει κατά ένα πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό και αυτό δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο η ίδια η Πολιτική καλείται να δώσει λύσεις στα καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας.

Εάν το κάθε κυβερνητικό κόμμα, στην επόμενη εκλογική διαδικασία μπει στη «μνήμη» του εκλογικού σώματος, δεν σημαίνει ότι το εκλογικό σώμα δεν έχει καταφέρει να συλλάβει το μέγεθος των ορθών επιλογών του κυβερνητικού κόμματος. Αλλά, μάλλον, το κυβερνητικό κόμμα δεν έχει καταφέρει να συμπεριλάβει στην πολιτική του ατζέντα και στις πολιτικές του αποφάσεις τις ανάγκες της μεταστροφής της κοινωνίας στην άνοδο του βιοτικού της επιπέδου. Και αυτό είναι κάτι σημαντικό.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που φαίνεται να αναδύεται από τις εκλογές στη Γερμανία είναι η ψήφος στα αντισυστημικά κόμματα. Τόσο το ακροδεξιό AfD όσο και το αριστερό Die Linke διπλασίασαν τα ποσοστά τους. Μήπως, τελικά, η Ευρώπη των 27 θα πρέπει να αναθεωρήσει τον ρόλο και την ευρύτερη στρατηγική της υπό το πρίσμα του εκλογικού αποτελέσματος στη Γερμανία;

Νομίζω ότι πάντοτε, όταν το ένα κομμάτι του άκρου ενισχύεται, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να πιάνει εξ αντανακλάσεως και το άλλο. Αυτός είναι ένας βασικός κανόνας της θεωρίας των δύο άκρων που το είδαμε σε πολλές χώρες της Ευρώπης τις τελευταίες δεκαετίες.

Προσωπικά, θεωρώ ότι η ριζοσπαστικοποίηση της Πολιτικής είναι μία αρνητική εξέλιξη εξαιτίας του ότι αυτά τα κόμματα, τα οποία είναι κόμματα διαμαρτυρίας, σε καμία των περιπτώσεων δεν έχουν μια συγκεκριμένη και μια συγκροτημένη κυβερνητική ατζέντα, για να μπορέσουν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ορθολογικού κυβερνητισμού. Και αυτό, ξανά, δείχνει ότι το πολιτικό σύστημα οδεύει προς συγκεκριμένα αδιέξοδα, τα οποία σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορούν ούτε να παραγνωριστούν αλλά ούτε και να υποβαθμιστούν.

Δηλαδή, μπορεί να είναι εξ αντανακλάσεως αυτή η διαδικασία της ενίσχυσης των δύο άκρων, αλλά από την άλλη πλευρά είναι μια σημαντική συνθήκη, η οποία μας δείχνει την κατεύθυνση, την οποία λαμβάνει, αυτή τη στιγμή, όχι μόνο το γερμανικό πολιτικό σύστημα. Γιατί η Γερμανία αποτελεί μια πυξίδα για το σύνολο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Νομίζω ότι το σημαντικό στοιχείο δεν είναι οι γερμανικές εκλογές αυτές καθαυτές, αλλά η τάση η οποία δείχνει προς το σύνολο της Ευρώπης κι αυτό είναι πιο σημαντικό, απ’ ό,τι το να σταθούμε στενά στα αποτελέσματα της γερμανικής κάλπης.

Ποιο είναι, τελικά, το κεντρικό δίδαγμα στον απόηχο των γερμανικών εκλογών για την Ευρώπη;

Η άνοδος των άκρων υποβαθμίζει τις προοπτικές εξεύρεσης ορθολογικών πολιτικών λύσεων. Και αυτό είναι κάτι, το οποίο τα απογοητευμένα κοινωνικά στρώματα θα το διαπιστώσουν αργά ή γρήγορα.

Εδώ, όμως, σε καμία των περιπτώσεων, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τις κοινωνίες σχετικά με αυτή την εξέλιξη. Δηλαδή, συνήθως λέμε ότι οι πολίτες είναι ανώριμοι και λανθάνουν ως προς τις βασικές τους επιλογές. Εγώ διαφοροποιούμαι ως προς αυτό, γιατί οι κοινωνίες αντιδρούν απέναντι στον λόγο και τις πράξεις του πολιτικού συστήματος.

Δυστυχώς, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα του ορθολογικού λόγου και κυβερνητισμού δείχνει ότι κινείται πολύ κάτω από τις απαιτήσεις που θέτουν οι ημέρες και οι καιροί και δεν είναι ανάλογο των περιστάσεων και των απαιτήσεων. Αυτό, λοιπόν, είναι κάτι το οποίο το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης  θα πρέπει να δει και να προσπαθήσει εν τέλει να αναβαθμίσει και να το ενισχύσει έτι περαιτέρω. Διαφορετικά, όπως δείχνουν τα πράγματα, η απόσταση πλέον που χωρίζει τον ορθολογισμό από τα άκρα δε  θα είναι πια τόσο μεγάλη όση ήταν κατά το παρελθόν.


*Ο Σπύρος Λίτσας είναι Καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς Σπουδές» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Grenoble και Επιστημονικός διευθυντής της σειράς μονογραφιών ‘International Relations in the Gulf and the Middle East’ του εκδοτικού οίκου Routledge. Οι δυο πιο πρόσφατες μονογραφίες του ‘Smart instead of Small in International Relations Theory: The case of the United Arab Emirates’, Springer &  «Διεθνείς Σχέσεις από την αρχή: Θεωρητικοί Αναστοχασμοί», Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας κυκλοφορούν σε Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ επανακυκλοφορεί σε αναθεωρημένη έκδοση η μονογραφία του «Πόλεμος και Ορθολογισμός: Θεωρητικές προεκτάσεις και Στρατηγικής εφαρμογές» από τις Εκδόσεις Ποιότητα.