Τη διττή τακτική του «μαστιγίου και του καρότου» που ακολουθεί ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και το Αιγαίο αντίστοιχα, αναλύει σε συνέντευξή του στο Liberal ο διεθνολόγος και καθηγητής στρατιωτικών σχολών, δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος.
Ο κ. Παπαφλωράτος εκτιμά πως ο Ερντογάν έχει εγκλωβιστεί σε μια πολιτική ως προς το Κυπριακό που είναι απολύτως αναποτελεσματική έναντι της διεθνούς κοινότητας, ενώ, παράλληλα, επισημαίνει τον ιδιαίτερα «θολό» ρόλο της Μόσχας στο Κυπριακό, με φόντο το πρόσφατο δημοσίευμα του πρακτορείου TASS ότι η ρωσική πρεσβεία στην Κύπρο θα παρέχει προξενικές υπηρεσίες στο ψευδοκράτος.
Εξάλλου, υπογραμμίζει και τα σενάρια περί προσάρτησης των Κατεχομένων από την Τουρκία, αλλά και τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια εξέλιξη.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Κύπρο και ειδικότερα στην Πύλα αναδεικνύουν μια αναβάθμιση των τουρκικών προκλήσεων ενώ φαίνεται ότι επαναφέρουν στο προσκήνιο σενάρια περί προσάρτησης των Κατεχομένων στην Τουρκία. Πόσο πιθανό είναι κατά την άποψή σας κάτι τέτοιο;
Ως νομικός και ως άνθρωπος που διδάσκει στις Ένοπλες Δυνάμεις δεν κάνω ποτέ τέτοιες προβλέψεις. Αυτό είναι ένα σενάριο που κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό, διότι η Τουρκία έχει εγκλωβιστεί, ουσιαστικά, από αυτή καθαυτή την πολιτική της. Έχει καταλάβει στρατιωτικά την Κύπρο εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, αλλά δεν έχει αναγνωριστεί το ψευδοκράτος από κανένα κράτος παγκοσμίως.
Επομένως, ο Ερντογάν είτε θα πρέπει να συνεχίσει στην ίδια ατελέσφορη πολιτική, ελπίζοντας ότι θα υπάρξουν αναγνωρίσεις από κάποια κράτη, είτε θα προσαρτήσει τα Κατεχόμενα, με σκοπό να επιδείξει μια σημαντική επιτυχία στο εσωτερικό της Τουρκίας. Εάν, όμως, πράξει κάτι τέτοιο, ήτοι επιλέξει τη δεύτερη λύση της προσαρτήσεως, τότε κατά πρώτον έρχεται αντιμέτωπος με τον ΟΗΕ, η Γενική Συνέλευση του οποίου αλλά και το Συμβούλιο Ασφαλείας έχουν εκδώσει σειρά ψηφισμάτων. Κατά δεύτερον, έρχεται αντιμέτωπος με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ως εκ τούτου ναρκοθετεί την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Κι αυτό θα συμβεί, διότι θα προσαρτήσει ευρωπαϊκό έδαφος, με απλά λόγια έδαφος κράτους – μέλους της ΕΕ και φυσικά κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αποδεκτό από τις Βρυξέλλες.
Πιάνομαι από την απάντησή σας για το ζήτημα της αναγνώρισης του ψευδοκράτους από άλλες χώρες και θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς σχολιάζετε την πρόσφατη ανακοίνωση της Μόσχας για τη δημιουργία ρωσικού προξενείου στα Κατεχόμενα της Κύπρου; Μήπως μια τέτοια κίνηση διευκολύνει έτι περαιτέρω τους σχεδιασμούς της Άγκυρας;
Θα μπορούσε να λειτουργήσει ως προπομπός εξελίξεων. Ωστόσο, ας είμαστε υπομονετικοί. Στη διπλωματία δεν χρειάζονται προβλέψεις. Μιλάμε πάντοτε ως νομικοί με γεγονότα και θα δούμε εάν αυτό είναι ένα προμήνυμα αλλαγής της παραδοσιακής ρωσικής πολιτικής επί του Κυπριακού Ζητήματος.
Σας θυμίζω ότι η κυρία Ζαχάροβα είχε προ ημερών διαβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει τέτοια αλλαγή. Μολαταύτα, το γεγονός ότι η Ρωσία ήταν το τελευταίο κράτος του Συμβουλίου Ασφαλείας που δημοσιοποίησε τη θέση της εναντίον της τουρκοκυπριακής ενέργειας να στραφεί κατά των στρατευμάτων του ΟΗΕ, καθώς επίσης το γεγονός ότι χρονοτρίβησε χαρακτηριστικά να δώσει οδηγίες προς τους εκπροσώπους της στην έδρα του ΟΗΕ, καταδεικνύει ότι, έστω και σε επίπεδο εντυπώσεων ή ψυχολογίας, έχει αποστασιοποιηθεί από την Λευκωσία.
Μήπως ο Ερντογάν επιχειρεί ένα είδος αντιπερισπασμού μέσω της επιθετικής στάσης που τηρεί στο Κυπριακό; Και σας το ρωτώ αυτό, γιατί το τελευταίο διάστημα βλέπουμε μια διττή τακτική: Από τη μια έχει αμβλυνθεί η στάση του έναντι της Ελλάδας, ενώ από την άλλη έχει οξυνθεί η ρητορική του έναντι της Λευκωσίας. Θα ήθελα το σχόλιο σας επ’ αυτού.
Έχουμε επισημάνει τον τελευταίο καιρό μια πολιτική «μαστιγίου και καρότου» έναντι του συνόλου του Ελληνισμού που ακολουθεί η Άγκυρα. Ως προς το Αιγαίο κατεβάζει τους τόνους, έχει περιορίσει την ρητορική και τις πράξεις, οι οποίες παραβιάζουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Βεβαίως, είχαμε πάλι κάποιες ενέργειες, πολύ πρόσφατα, οπότε παραβιάστηκε η ελληνική κυριαρχία.
Ως προς την Κύπρο, όμως, δηλαδή το κομμάτι του κυπριακού Ελληνισμού, ο Ερντογάν όχι μόνο σηκώνει τους τόνους, αλλά η ένταση είναι πλέον καθημερινή. Η Άγκυρα εμμένει σε μια νέα πολιτική περί δύο διαφορετικών κρατών. Αυτό σημαίνει ότι απορρίπτει ακόμη και την πολύ ευνοϊκή για εκείνη θέση της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας περί διζωνικής – δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Επομένως, «τορπιλίζει» κάθε προοπτική επίλυσης του Κυπριακού. Αυτό γίνεται πρώτον γιατί η Κύπρος δεν είναι κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ και δεύτερον γιατί ενοχλείται από την αναβάθμιση της Κύπρου στην αμερικανική ατζέντα, η οποία φαίνεται από μία σειρά ενεργειών της Ουάσινγκτον το τελευταίο διάστημα.
Βεβαίως, η ίδια ενόχληση υπάρχει και στη Μόσχα, όπως γίνεται ευλόγως κατανοητό. Επομένως, πρέπει να είμαστε έτοιμοι το προσεχές διάστημα να δούμε, ίσως, και περαιτέρω κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας στο Κυπριακό Ζήτημα.
Παρακολουθώντας τις δηλώσεις του Γερουσιαστή Μενέντεζ, ο οποίος ζήτησε από τον πρόεδρο Μπάιντεν να περάσει από την απλή καταδίκη των όσων συμβαίνουν στην Κύπρο στη δράση και να καταστήσει την επίλυση του Κυπριακού μια από τις ύψιστες προτεραιότητες της εξωτερικής του πολιτικής, πώς εκτιμάτε ότι θα αλλάξει η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι τόσο στην Τουρκία όσο και ευρύτερα στην Ανατ. Μεσόγειο;
Αυτό είναι ένα ζητούμενο, κ. Παναγόπουλε. Ας μην ξεχνάμε ότι ο πρόεδρος στις ΗΠΑ είναι ένας από τους τρεις πυλώνες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει το Κογκρέσο και υπάρχει και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Συνεπώς, δεν θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι θα υπάρξει μία τέτοια αλλαγή υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι το μόνο διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος στη Μεγαλόνησο. Είναι το ευκταίο, το ζήτημα είναι αν θα γίνει και εφικτό. Ο χρόνος θα δείξει.
* Ο Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι νομικός, διεθνολόγος και καθηγητής Στρατιωτικών Σχολών