Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα κατά 125% και ταυτόχρονα να «παγώσει» για 90 μέρες τους δασμούς στις χώρες που θα διαπραγματευτούν με τις ΗΠΑ δημιουργεί νέα δεδομένα στον εμπορικό πόλεμο Ουάσινγκτον – Πεκίνου.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό για τη βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ, τις ευάλωτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και για τους Αμερικανούς πολίτες; Πώς επηρεάζονται ο τομέας της Τεχνητής Νοημοσύνης αλλά και η αγορά των μικροτσίπ; Αυτά τα θέματα αναλύει στο Liberal, η Δρ. Αναστασία Γιακουμέλου.
Συνέντευξη στον Νίκο Ταμπακόπουλο
Κυρία Γιακουμέλου, πόσο θα επηρεαστεί η Κινεζική Οικονομία από το συνολικό ύψος των αμερικανικών δασμών που πλέον έχουν φτάσει στο 125%; Πόσο θα επηρεαστεί ο κλιμακούμενος «ψηφιακός πόλεμος» στον χώρο της Τεχνητής Νοημοσύνης;
H Κίνα είναι μία διαφορετική και πιο σύνθετη ιστορία, συγκριτικά με την Ευρώπη. Η Κίνα είχε ήδη ανάμεσα στις προτεραιότητες της οικονομικής της ατζέντας την ενίσχυση της εσωτερικής κατανάλωσης, όπως επίσης την περαιτέρω ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με διαφοροποιημένο δίκτυο εταίρων, στόχους που έχει κυνηγήσει με θαρραλέες επενδυτικές πολιτικές. Είναι μία σταθερά πλέον, βέβαια, η επίσημη τοποθέτηση των θεσμών επί των αμερικανικών δασμών.
Η προσέγγιση του Τραμπ βιώνεται ως μία ευθεία επίθεση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και τη σταθερότητά του (η JP Morgan προβλέπει παγκόσμια ύφεση με πιθανότητα στο 60%), με τα μέτρα να θεωρούνται άδικα τόσο προς ιστορικούς εταίρους όσο και προς την περίπτωση του κινεζικού λαού που θα δει σοβαρή αναστολή της οικονομικής του ανάπτυξης. Το τελευταίο, βέβαια, μοιάζει εμμέσως χιουμοριστικής φύσης ως επίσημο κυβερνητικό σχόλιο προερχόμενο από τις κινεζικές αρχές, δεδομένου ότι είναι η ακριβής πρόθεση του Τραμπ. Είναι αρκετά χρόνια που τα στοιχεία διεθνώς διαγράφουν μία ημερομηνία λήξης για την αμερικανική οικονομική ηγεμονία.
Ως προς τον τεχνολογικό χώρο τώρα, υπάρχουν αντικειμενικοί στρατηγικοί στόχοι. Ο Τραμπ έχει τοποθετήσει την τεχνολογία (data centers, cloud computing, AI) στην κορυφή των προτεραιοτήτων για τη διασφάλιση του αμερικανικού μέλλοντος. Ένα μέλλον όπου η Κίνα, για παράδειγμα, ελέγχει τη βιομηχανία των ημιαγωγών ή των chip είναι δυστοπικό για τις ΗΠΑ και ακραίο ρίσκο για την εθνική τους ασφάλεια. Αυτή η στρατηγική προτεραιότητα θα επιτευχθεί με βραχυπρόθεσμα υψηλά κόστη, αλλά δυνητικά μεγάλα οφέλη στο μεσοπρόθεσμο.
Ο Τραμπ θέλει να εξασφαλίσει την αυτονομία του αμερικανικού τομέα τεχνολογίας, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με όσα συνήθισαν οι παίκτες του τομέα παγκοσμίως επί σειρά ετών. Η παγκόσμια βιομηχανία τεχνολογίας έχει χτιστεί στη ραχοκοκαλιά του ελεύθερου εμπορίου. Η Silicon Valley ευδοκιμεί σε έναν περίπλοκο ιστό αλυσίδων εφοδιασμού που εκτείνεται στην Ασία, τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη. Είναι εύκολα κατανοητό ότι το πρώτο εφέ της πολιτικής δασμών ήταν επίπονο από άποψη άμεσων και αναγκαίων επενδύσεων. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, οι τεχνολογικοί γίγαντες πρέπει να πλοηγηθούν σε έναν κόσμο όπου το κόστος παραγωγής αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Η ώθηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να επαναπατρίσει την παραγωγή και να εξασφαλίσει την τεχνολογική κυριαρχία σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να επανεξετάσουν τα πάντα, από την κατασκευή chip έως την υποδομή cloud. Η Apple ανακοίνωσε μεγάλη επέκταση στο Τέξας, επενδύοντας δισεκατομμύρια σε νέες εγκαταστάσεις παραγωγής chip στο Χιούστον. Η Intel, η TSMC και η Micron πραγματοποιούν ιστορικές επενδύσεις στην κατασκευή ημιαγωγών που εδρεύουν στις ΗΠΑ, με νέα εργοστάσια κατασκευής να σημειώνουν έδαφος στην Αριζόνα, το Τέξας και το Οχάιο. Η Tesla και άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες αυξάνουν την παραγωγή μπαταριών στις ΗΠΑ, με στόχο να μειώσουν την εξάρτηση από τις κινεζικές εισαγωγές. Τέλος, μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχουν μόνο τρεις παίκτες στην παγκόσμια σκηνή. Μετά τις ΗΠΑ, την Κίνα και την ΕΕ, υπάρχουν πολλές οικονομίες (βλέπε Ινδία, Βιετνάμ, Μεξικό) πρόθυμες και πλέον σε θέση να εξελιχθούν σε αντίπαλο δέος επί πολλών ρόλων που συζητούσαμε μεταξύ μας αποκλειστικά μέχρι τώρα.
Σε αρκετές χώρες στις οποίες έχουν επιβληθεί δασμοί, όπως για παράδειγμα στην Ινδία και το Βιετνάμ, δραστηριοποιούνται αμερικανικοί «κολοσσοί» στα πλαίσια της αποεπένδυσης τους από τη Κίνα. Εφόσον, τελικά, επιβληθούν αυτοί οι δασμοί μετά την παρέλευση των 90 ημερών, δεν θα υποστούν συνέπειες από την πολιτική του Λευκού Οίκου; Δεν θα κινδυνεύσουν οι επενδύσεις τους εκεί;
Η πολιτική δασμών του Τραμπ έχει παρουσιαστεί και από τον ίδιο ως διαπραγματευτικό εργαλείο που θα επαναφέρει τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις της χώρας του στο βέλτιστο σημείο για τους ίδιους. Πέραν αυτής της αρχής που διέπει τον εμπορικό πόλεμο που ξέσπασε, η αγάπη του Αμερικανού πρόεδρου για το αμερικανικό κεφάλαιο είναι επαρκώς αποδεδειγμένη. Ο Τραμπ θέλει να επαναφέρει το κεφάλαιο εντός ΗΠΑ, δεν επιθυμεί να το κάψει στην πορεία αυτού του επαναπατρισμού.
Ταυτόχρονα, στην περίπτωση της Ινδίας και του Βιετνάμ υπάρχει μία σοβαρή ασυμμετρία διαπραγματευτικών δυνάμεων. Βασισμένη στο τελευταίο, θεωρώ ότι ο πραγματικός στόχος των δασμών που επεβλήθησαν θα είναι να κρατηθούν υπό έλεγχο ως εταίροι αυτές οι οικονομίες. Οι αμερικανικοί κολοσσοί δε θα επαναπατρίσουν τόσο εύκολα και γρήγορα όσες επενδύσεις έχουν πραγματοποιήσει μακριά από τις αμερικανικές ακτές. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τραμπ δε θα κυβερνάει για πάντα και, σε περίπτωση αποδυνάμωσης της αμερικανικής οικονομίας, οι μεγάλες πολυεθνικές μπορούν να αντιδράσουν με ευελιξία όσο παραμένουν επενδυμένες διεθνώς.
Μας έχετε δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με την πραγματική οικονομία και τα μακροοικονομικά. Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για τις αγορές. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας πρόσκαιρης αναταραχής; Βαίνουμε σε μια εποχή ραγδαίας μείωσης των χρηματιστηριακών προσδοκιών; Τι θα μπορούσαμε να περιμένουμε στις μετοχές, στα ομόλογα και στα υπόλοιπα χρηματοοικονομικά εργαλεία; Ποιες θα ήταν οι «οδηγίες χρήσεως» που θα δίνατε προς τους επενδυτές, τόσο ως ακαδημαϊκός, όσο και ως άνθρωπος των αγορών;
Εκεί, όπως συμβαίνει πάντα, ζούμε το δράμα πριν αυτό ξεδιπλωθεί στην αληθινή οικονομία. Παρατηρήσαμε τιμές VIX που μας θύμισαν το τραυματικό ξέσπασμα της πανδημίας και πραγματοποιήθηκε ένα γιγάντιο sell off. Αξίζει να σημειωθεί ότι επικρατεί μία αρκετά συναισθηματική αντίδραση, γιατί επιβεβαιώθηκε το χειρότερο σενάριο πρόβλεψης που είχαμε πριν τις ανακοινώσεις, κάτι το οποίο δεν είχε πλήρως ενσωματωθεί ακόμη στις τιμές. Θεωρώ ότι ο πανικός θα καταλαγιάσει αρκετά σύντομα, κυρίως γιατί πολλοί από εμάς αναμένουμε ότι ο Λευκός Οίκος θα προσαρμόσει χαμηλότερα τους δασμούς που ανακοινώθηκαν, κατόπιν διαπραγματεύσεων.
Το τελευταίο δεν αναιρεί ότι είμαστε στη μέση μίας καταιγίδας παγκόσμιων αλλαγών. Οι αγορές είναι φυσικό να εμφανίζουν μεταβλητότητα και όχι πάντα άψογη τιμολόγηση. Βγαίνουμε από μία αρκετά επιμήκη περίοδο ευημερίας, ήταν αναμενόμενο να περάσουμε σε μία περίοδο bear. Αυτό που πάντα συστήνω, ιδιαιτέρως στους μη θεσμικούς επενδυτές, είναι η ψυχραιμία. Το έχουμε βιώσει επανειλημμένα, σε ποικιλία οικονομικών, πολιτικών και διεθνών σεναρίων: ρισκάρουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με μεγαλύτερες ζημιές αν προβούμε σε βεβιασμένες διορθωτικές κινήσεις από όσο θα ρισκάραμε αν παραμέναμε σταθεροί στις επενδυτικές μας θέσεις. Ούτως ή άλλως, κινούμαστε πλέον σε αγορές που δεν αντικατοπτρίζουν τις αγορές των ‘90s ή των ‘00s.
Αφορά πολύ λιγότερο πλέον την αποτελεσματική τιμολόγηση των προϊόντων και περισσότερο τις μεγάλες κεφαλαιακές ροές. Οι αγορές είναι ένα κρύο μέρος, όπου χρειάζεται κρύα σκέψη. Τέλος, όπως και οι οικονομίες και ολόκληροι οι πολιτισμοί ιστορικά, και οι αγορές εμφανίζουν κύκλους/φάσεις ζωής, στις αλλαγές φάσεων παρουσιάζονται και οι δυνατότερες ευκαιρίες αν παραβλέψουμε τον θόρυβο και εμπιστευτούμε τα θεμελιώδη δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο ότι σταθερά κερδίζουν οι μακροπρόθεσμοι value investors.
Με δεδομένο ότι ο Τραμπ δείχνει να επιμένει στο θέμα των δασμών, εκτιμάτε πως θα επαληθευτεί η επιθυμία του Αμερικανού προέδρου, όπως εκφράζεται με το σύνθημα «MAGA» (Make America Great Again) ή μήπως αυτή η επιθυμία είναι απλοϊκή και θα διαψευστεί πανηγυρικά στην πράξη;
Το πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής είναι ότι μαστίζεται από ανθρώπους που σχεδιάζουν πολιτικές μαζικού αντίκτυπου επί συστημάτων που αδυνατούν να κατανοήσουν επαρκώς ή, πιθανώς ακόμη χειρότερα, αδυνατούν να οραματιστούν με συστημική ματιά. Το παιχνίδι των δασμών δεν αποτελεί προφανώς ένα νέο εργαλείο στην οικονομική και εμπορική στρατηγική, ενώ όχι τυχαία δεν υπήρξε ιδιαιτέρως αγαπητό στην πιο σύγχρονη οικονομική πορεία της Δύσης. Είναι ένα περίπλοκο εργαλείο και έχει την ξεκάθαρη τάση αν εξελίσσεται σε δίκοπο μαχαίρι. Ο νυν Αμερικανός πρόεδρος, δε, παρουσίασε μία φόρμουλα, που θεωρητικά χρησιμοποίησε το επιτελείο του για να σχεδιάσει τους ανακοινωθέντες δασμούς, που προκάλεσε πόνους στο στήθος και τον ώμο σε όσους από εμάς ασχολούμαστε με οικονομία.
Επί του κυρίου θέματος της ερώτησης, δε θεωρώ ότι θα δούμε θετική έκβαση των πολιτικών του Τραμπ για τις ΗΠΑ, σε κανέναν χρονικό ορίζοντα. Προς αυτή τη θεώρηση μας υποστηρίζει πλήθος στοιχείων. Η οικονομία δεν είναι μία αυτόνομη σφαίρα δραστηριότητας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με όλες τις υπόλοιπες σφαίρες πολιτικών μίας χώρας. Επιπλέον, αξίζει πάντα να σημειώνεται ότι τα οικονομικά μέτρα οφείλουμε να τα αναλύουμε στο ορθό χρονικό πλαίσιο της επιρροής τους, καίριο χαρακτηριστικό της αποτελεσματικότητας των διάφορων στρατηγικών. Οι ΗΠΑ έχουν μία νέα κυβέρνηση που είχε προαναγγείλει πλειάδα πολιτικών πριν την εκλογή της, για τα οποία μιλήσαμε στην τελευταία μας συνέντευξη αρκετά αναλυτικά αν θυμάστε. Η κυβέρνηση αυτή, ωστόσο, παραμένει μία εκλεγμένη κυβέρνηση με δεδομένη διάρκεια στον Λευκό Οίκο, ακόμη και σε σενάρια επανεκλογής.
Περνώντας, λοιπόν, στον αντίκτυπο που θα έχουν τα ανακοινωθέντα μέτρα, ο Τραμπ έχει ήδη αποδειχθεί μύωψ. Οι ΗΠΑ δε γεννήθηκαν κυρίαρχοι της παγκόσμιας σκακιέρας, κατέκτησαν με πολύ κόπο και επένδυση την αντίστοιχη θέση. Ο μύθος που γεννήθηκε γύρω από τις ΗΠΑ ήταν ένα κατόρθωμα πολύ προσεγμένων, καλά θωρακισμένων, μακροχρόνιων πολιτικών που εφήρμοσαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Αυτός ο μύθος χτίστηκε γύρω από μία ανοιχτή οικονομία, μία ηγετική και αξιόπιστη διεθνή παρουσία, ένα ιδιαιτέρως εκλεπτυσμένο και σύνθετο διπλωματικό παιχνίδι.
Οι ΗΠΑ υπήρξαν το παράδειγμα που δεκαετίες χρησιμοποιούμε στις πανεπιστημιακές αίθουσες ως προς το κοντινότερο δείγμα ελεύθερης αγοράς, το δολάριο αστειευόμαστε ότι είναι το ισχυρότερο συνάλλαγμα χωρίς «μπακάρισμα», ενώ μόνο αλήθεια δεν είναι με τις γιγάντιες άυλες υποδομές που το εδραίωσαν και στηρίζουν διαχρονικά, η εξαγορά/εισαγωγή στρατηγικών πόρων (από πρώτες ύλες μέχρι ανθρώπινους πόρους και επιστήμη ή αθλητισμό) από άλλες χώρες χωρίς ενδοιασμούς το παράδειγμα που φέρουμε ως βέλτιστη στρατηγική εναλλακτική στην οργανική ανάπτυξη.
Διαφαίνεται η θέση μου, προσωπική αλλά και επιστημονική, σε αυτό το σημείο. Θεωρώ ότι είναι χρόνια που παρατηρούμε μία αρκετά αποσταθεροποιημένη χώρα στο πρόσωπο των ΗΠΑ, ενώ τώρα βλέπουμε το προϊόν μίας χρόνια αδύναμης πολιτικής σκηνής της χώρας. Δεν υπάρχει επιστήμονας ή επαγγελματίας του χώρους της οικονομίας ή του μάνατζμεντ που θα έδινε τη συμβουλή που ακολουθεί η κυβέρνηση Τραμπ σε μια εταιρεία. Οι πολιτικές πρέπει να είναι αποτέλεσμα ευγονικής: επενδύεις πάντα και δυνατά στα καλύτερα χαρακτηριστικά και πεδία σου, σε αυτά που γέννησαν το ανταγωνιστικό σου πλεονέκτημα. Ο Τραμπ, εν προκειμένω, «σορτάρει» την ίδια του τη χώρα.
Εφόσον, τελικώς, ισχύσουν οι δασμοί, θα μετατραπούν πλέον οι ΗΠΑ σε απόλυτη Γη της Επαγγελίας, ή θα υπάρξουν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες από τους δασμούς, όσον αφορά την ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, την ανεργία, και την κυριαρχία του δολαρίου;
Ήταν το όνειρο των υποστηρικτών του Τραμπ αυτή η γη της Επαγγελίας, μίας εκδοχής των ΗΠΑ που όλοι αγαπήσαμε. Δεν ήταν τυχαία και αποδείχτηκε και πολύ έξυπνη η επίκληση στο συναίσθημα που εργαλειοποίησε το σλόγκαν της καμπάνιας Τραμπ «Make America great again». Διαφεύγει, παρόλα αυτά, στον περισσότερο κόσμο μία αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα, που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν είναι ούτε μπορούν να γίνουν ξανά αυτό που υπήρξαν στο παρελθόν. Η παγκόσμια οικονομία έχει αλλάξει, η διεθνής σκακιέρα και η δυναμική της έχουν αλλάξει, ο μέσος πολίτης έχει αλλάξει. Το αμερικανικό όνειρο της εποχής του Reagan δεν αντικατοπτρίζει σήμερα, για παράδειγμα, το όνειρο ή το modus operandi των millennial ή της Gen Z.
Η κυβέρνηση Τραμπ ονειρεύεται μία παντοκρατορία που δε θα βρει έδαφος σήμερα. Οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον την αποκλειστικότητα στο κορυφαίο ανθρώπινο δυναμικό, δεν έχουν στρατιωτικά προστατευμένη αποκλειστικότητα πόρων, όπως πολλοί εκ των συνομιλητών τους έπαψαν να είναι οι φτωχοί συγγενείς του παρελθόντος. Η παγκόσμια οικονομία έχει αναπτύξει έναν πολύ υψηλό βαθμό συνδεσιμότητας, το βιώσαμε στο μεγαλείο του με την έκταση που έλαβε το spillover του 2008. Είναι πολύ αφελής η θέση ότι οι ΗΠΑ θα καταρρακώσουν τις διπλωματικές σχέσεις δεκαετιών, τα εμπορικά ισοζύγια με τους εταίρους τους, την χρόνια πολιτική τους προς το εισερχόμενο ανθρώπινο δυναμικό, αλλά θα χτίσει μια νιρβάνα. Η οικονομία έχει συμμετρική νευτωνική ομορφιά, κάθε δράση προκαλεί αντίδραση και για κάθε θετικό γεγονός ένα αρνητικό δημιουργείται σε κάποιο άλλο σημείο του φάσματος.
Προς Θεού, δε θέλω να παρερμηνευτεί αυτό που λέω με μία οριζόντια άμεση καταστροφή του οικονομικού οικοσυστήματος των ΗΠΑ. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα υιοθετήσει πολύ φιλικές πολιτικές προς την επιχειρηματικότητα. Έχουν προαναγγελθεί φορολογικές μεταρρυθμίσεις, η πρόθεση για εκτεταμένη νομοθετική ελάφρυνση στις αγορές και επιμήκης σειρά κινήτρων για την προσέλκυση ξένου κεφαλαίου και την ενθάρρυνση νέας επιχειρηματικότητας. Η πραγματική ερώτηση είναι κατά πόσον αυτές οι πολιτικές θα είναι αρκετά ισχυρές για να αντισταθμίσουν την εσωστρέφεια, τον σκεπτικισμό και τα οικονομικά κόστη που εμπνέουν οι υπόλοιπες πολιτικές της κυβέρνησης. Αυτή τη στιγμή που συζητάμε η πιο θετική πρόβλεψη βλέπει stagflation: στέγνωμα της ανάπτυξης σε συνδυασμό με πληθωριστική τάση.
Τι σημαίνει, στην πράξη, η επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα και ειδικά στα αυτοκίνητα; Είναι ορατός ο κίνδυνος ύφεσης, αφού σύμφωνα με χθεσινή έκθεση της Barclays η επιβολή των αμερικανικών δασμών θα επηρεάσει αρνητικά το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά -1,9%;
Δεν αναμέναμε βίον ανθόσπαρτον την εποχή Τραμπ 2.0. Είχαμε ήδη παρατηρήσει τον πεσιμισμό που είχε κυριεύσει τις ευρωπαϊκές αγορές και τώρα είδαμε και τον απόλυτο πανικό. Ωστόσο, η απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν είναι ευθεία. Είχαμε ήδη επισημάνει στη συνέντευξή μας λίγο μετά τα εκλογικά αποτελέσματα ότι η Ευρώπη θα βιώσει βραχυπρόθεσμα ένα οικονομικό σοκ. Ωστόσο, η κλίμακα είναι δύσκολο να αναλυθεί με ακρίβεια. Ο λόγος είναι ότι στην περίπτωση των ευρωπαϊκών εταιρειών, με χρυσό παράδειγμα την αυτοκινητοβιομηχανία μας, εξάγουμε πολλά προϊόντα που δεν είναι πρώτης ανάγκης για το αμερικανικό αγοραστικό κοινό (παραδείγματα η BMW, η Mercedes, ο όμιλος LVMH).
Η ζήτηση για τα προϊόντα του τομέα πολυτέλειας ή ακόμη και τους υπόλοιπους τομείς, όταν η τοποθέτηση του προϊόντος είναι πάνω από τη μαζική ομοιόμορφη αγορά που ανταγωνίζεται στην τιμή, δεν παρουσιάζουν υψηλή ελαστικότητα. Στο τελευταίο οφείλουμε να συνυπολογίσουμε τη δυναμική που εμφανίζει στις τιμές η παρουσία δασμών. Τους δασμούς τους επωμίζονται αυτοί που τους επιβάλουν κατά βάση. Είτε οι εισαγωγείς θα επιλέξουν να προστατέψουν τις πωλήσεις κρατώντας σταθερές τις τιμές και μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους, είτε θα μεταφέρουν τους δασμούς στην τιμή που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής. Σε αυτό το περιβάλλον παρουσιάζεται εύκολα και μιμητισμός, το είδαμε όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς στα κινέζικα πλυντήρια ρούχων, με τις τιμές να αυξάνονται το ίδιο διάστημα και για τα πλυντήρια πιάτων, για παράδειγμα. Σε μια αγορά όπου η ανάπτυξη καθορίζεται κατά 70% στην κατανάλωση θα είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς εξελίσσεται η πολιτική δασμών.
Εν κατακλείδι, ο μέσος αναλυτής και επενδυτής συχνά παραβλέπουν, όταν κοιτάζουν την αληθινή οικονομία, έναν κανόνα που παραδόξως ποτέ δεν παραβλέπουν στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων τους: τη διαφοροποίηση. Είμαστε μία οικονομία, η ευρωπαϊκή, που διαχρονικά βασίστηκε σε υπερβολικό βαθμό στους Αμερικανούς εταίρους μας, επιλογή που επιφέρει υψηλά ρίσκα που έχω επανειλημμένα επισημάνει και σε πιο καίρια θέματα, όπως η άμυνα και η διεθνής διπλωματία. Είναι μία πολύ καλή στιγμή για την ΕΕ να αναθεωρήσει και να σκεφτεί δημιουργικά ως προς το δίκτυο εμπορικών σχέσεων που μπορεί να αναπτύξει επιτυχώς. Δεν υπάρχουν μόνο στις ΗΠΑ καταναλωτές και HNWI (high net worth individuals). Η γνώριμη και πολιτισμικά κοντινή λύση είναι σαφώς χαμηλότερου ρίσκου, αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε στρατηγικές παρωπίδες.
* Η Αναστασία Γιακουμέλου είναι Adjunct Professor στο ESCP Business School, Adjunct Professor στο Universite Paris 1 Pantheon - Sorbonne, Tenured Professor στο Universita Ca Foscari και Lecturer στο University of Bocconi.