Οι επενδύσεις αυξάνονται αλλά είναι κυρίως σε ακίνητα - κατασκευές και μηχανολογικό εξοπλισμό.
Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να στηρίξει την επόμενη μέρα της μόνο σε αυτά, όπως έκανε στα τέλη του 2000. Από εργοστάσια έχει ανάγκη.
Από επενδύσεις που θα την εντάξουν στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, μόνο έτσι θα καλύψουμε το τεράστιο «επενδυτικό μας κενό», λέει στο Liberal ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας.
Με αφορμή την τριμηνιαία έκθεση για την ελληνική οικονομία που παρουσίασε χθες, ο κ. Βέττας μιλά για την κατεπείγουσα ανάγκη ενός νέου υποδείγματος στις επενδύσεις, μακριά από την εμπειρία του 2008 όπου τα 2/3 αφορούσαν την κατοικία, και για την ανάγκη επιτέλους να κάνουμε το μεγάλο βήμα στη μεταποίηση, σε μια σειρά από κλάδους, από την ενέργεια και την εξόρυξη στα φάρμακα και τα τρόφιμα.
Και μπορεί το Ταμείο Ανάκαμψης να είναι προσανατολισμένο στην υποβοήθηση τέτοιων επενδύσεων αλλά δεν φτάνει από μόνο του. Απαιτείται πρόσβαση σε εργατικό δυναμικό με υψηλή κατάρτιση και δεξιότητες.
Εξηγεί επίσης πώς συνδέονται οι επενδύσεις με τη μάχη κατά της ακρίβειας, γιατί είναι τόσο δύσκολη μια ακόμη πιο γρήγορη μείωση της ανεργίας για παράδειγμα στο 7%-8%, καθώς επίσης γιατί η τρέχουσα διετία αποτελεί τη μεγάλη μας ευκαιρία.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Ποια η γνώμη σας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σήμερα;
Οι πρόσφατες διαδοχικές εισαγόμενες κρίσεις, της πανδημίας, στις αγορές ενέργειας και o έντονος πληθωρισμός, οδήγησαν σε έντονη μεταβλητότητα. Η μεγάλη εικόνα, όμως, είναι πως η ελληνική οικονομία σταδιακά ολοκληρώνει έναν ισχυρό κύκλο ανάκαμψης, που επουλώνει πολλές από τις πληγές της δεκαετούς κρίσης χρέους, επαναφέροντας την προς σε μια «κανονικότητα».
Βλέπετε δηλαδή όλο και περισσότερο μια σειρά από κρίσιμους δείκτες να επιστρέφουν στα επίπεδα του 2008;
Το ΑΕΠ μας αυξάνεται ταχύτερα από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, μαζί με συστηματική αποκλιμάκωση της ανεργίας και αύξηση των επενδύσεων. Το οικονομικό κλίμα είναι σε υψηλό επίπεδο 15ετίας.
Η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας, 13 έτη μετά την απώλειά της, εμπεδώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί, το spread χρηματοδότησης του ελληνικού δημοσίου σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες μειώνεται, πέρυσι η άνοδος στο Χρηματιστήριο Αθηνών ήταν πολύ ισχυρή και οι τιμές των ακινήτων σε πολλές περιοχές βρίσκονται κοντά στα επίπεδα πριν από τη δεκαετή κρίση.
Εφόσον λοιπόν πατάμε πλέον σε σταθερό έδαφος, ποιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα;
Τα τελευταία χρόνια πράγματι έχουν επαναφέρει την οικονομία σε πιο σταθερό έδαφος. Το πώς όμως θα εξελιχθεί στη συνέχεια εξαρτάται από κρίσιμες επιλογές. Βραχυχρόνια, από τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων: Για φέτος, εάν οι επενδύσεις δεν αυξηθούν με διψήφιο ποσοστό, δύσκολα η οικονομία θα αποφύγει την επιβράδυνση. Μεσοπρόθεσμα, σταθερή ανάπτυξη είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας.
Οι επενδύσεις αυξάνονται αλλά είναι σε ακίνητα - κατασκευές και μηχανολογικό εξοπλισμό. Ξανά το ίδιο αναπτυξιακό μοντέλο προηγούμενων δεκαετιών;
Χωρίς σημαντική αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων από επιχειρήσεις οι επενδύσεις στο σύνολο τους δεν θα πλησιάσουν καν το 20% του ΑΕΠ, που είναι αναγκαίο για να στηρίξει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Πριν το 2008, το ποσοστό των επενδύσεων στην οικονομία ήταν σαφώς υψηλότερο και από αυτό και κοντά στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, όμως τότε περίπου τα 2/3 των επενδύσεων αφορούσαν κατοικία, κάτι που μπορεί να ενίσχυε τα εισοδήματα και την απασχόληση, όχι όμως και την ανταγωνιστικότητα.
Σήμερα, είναι σίγουρα επιθυμητό να έχουμε αύξηση των επενδύσεων στην κατοικία, καθώς η αγορά ήταν παγωμένη για πολλά χρόνια, όμως δεν χρειαζόμαστε τόσα πολλά νέα σπίτια όπως παλαιότερα, άλλωστε και ο πληθυσμός συρρικνώνεται.
Ενώ οι επενδύσεις στην κατοικία είναι σημαντικές, ούτε πρέπει, ούτε μπορεί να είναι τόσο μεγάλο κομμάτι των συνολικών επενδύσεων όσο παλιά. Σήμερα υπάρχει πρωτίστως ανάγκη για επενδύσεις που ενσωματώνουν τεχνολογία και θα βάζουν την Ελλάδα στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας μεσο-μακροπρόθεσμα σε μια σειρά από κλάδους, από την ενέργεια και την εξόρυξη στα φάρμακα και τα τρόφιμα.
Μπορούμε όμως πράγματι να μπούμε στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας; Πότε δηλαδή θα δούμε επένδυση σε ένα μεγάλο εργοστάσιο στην Ελλάδα;
Αν και έχει υπάρξει πρόοδος τα τελευταία χρόνια, υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση από τους στόχους που πρέπει να έχουμε. Το κλειδί είναι ότι οι επενδύσεις που χρειάζονται δεν έχουν βραχυχρόνιο αλλά μακροχρόνιο ορίζοντα.
Άρα προϋποθέτουν ένα ελάχιστο επίπεδο σταθερότητας, τόσο στο μακροοικονομικό και δημοσιονομικό πλαίσιο της οικονομίας, όσο και ρυθμιστικά. Επίσης απαιτείται πρόσβαση σε εργατικό δυναμικό που να έχει υψηλή κατάρτιση και δεξιότητες. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι προσανατολισμένο στην υποβοήθηση τέτοιων επενδύσεων αλλά δεν φτάνει από μόνο του.
Πώς συνδέονται οι επενδύσεις με τη μάχη κατά της ακρίβειας;
Αν και φαίνονται διαφορετικοί, αυτοί οι δυο στόχοι σχετίζονται στενά και εξαρτώνται από την καλύτερη λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών.
Η αύξηση των επενδύσεων από νέες ή ήδη υφιστάμενες επιχειρήσεις προϋποθέτει περαιτέρω απλούστευση του ρυθμιστικού πλαισίου και κυρίως σταθερότητα. Με περισσότερες επενδύσεις και ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, θα ενισχυθούν όχι μόνο η απασχόληση και οι αμοιβές, αλλά και ο εγχώριος ανταγωνισμός που είναι προϋπόθεση ώστε οι τιμές να διατηρούνται χαμηλά.
Μπορεί να δούμε μια ακόμη πιο γρήγορη μείωση της ανεργίας;
Ενώ η μείωση της ανεργίας προς το 10% τα τελευταία χρόνια ήταν συνεχής και σχετικά γρήγορη, η περαιτέρω μείωσή της σε επίπεδα κάτω και από αυτά που υπήρχαν πριν από την κρίση χρέους, ας πούμε προς το 6 ή 7% δεν θα είναι καθόλου εύκολη.
Εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, μια σχέση όπου καταγράφονται σημαντικές αναντιστοιχίες. Συνυπολογίζοντας και την αρνητική δημογραφική τάση, το πιθανότερο είναι πως τα επόμενα χρόνια θα υπάρχει και σχετικά υψηλή ανεργία αλλά και έλλειψη εργασίας, τουλάχιστον σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, εξειδικευμένης αλλά και ανειδίκευτης. Αυτό βέβαια σημαίνει πως πρέπει να ληφθούν μέτρα ενίσχυσης της εργασίας ώστε να αμβλυνθεί το πρόβλημα.
Σας έχω ακούσει να λέτε ότι η τρέχουσα διετία αποτελεί τη μεγάλη μας ευκαιρία. Γιατί;
Αν στο σημερινό παράθυρο ευκαιρίας δεν δρομολογηθεί η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, με προσέλκυση κεφαλαίου και εργασίας καθώς και διευκόλυνση της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών, τότε η οικονομία μας πιθανότατα θα αποδειχθεί ευάλωτη σε νέες επόμενες κρίσεις. Αυτή η ευκαιρία εντοπίζεται στη τρέχουσα διετία. Σήμερα υπάρχει μια βάση σταθερότητας και πρόσβαση σε χρηματοδότηση ώστε να δρομολογηθούν και να υποστηριχθούν οι αναγκαίες αλλαγές.