Πώς ήταν η χλωρίδα και η πανίδα των Κυκλάδων 5000 χρόνια πριν; Ποιοι ήταν οι πυρήνες της κοινωνίας τους; Η κοινωνική διαστρωμάτωση; Πώς κάλυπταν τις ανάγκες διαβίωσης οι κάτοικοι των νησιών (κτηνοτροφία, κυνήγι, αλιεία, γεωργία); Υπήρχαν γνώσεις ναυπηγικής, υφαντικής, ακόμη και καλαθοπλεκτικής; Με ποιον τρόπο ψυχαγωγούνταν; Τι ρόλο είχε η μουσική, το ποτό και ο χορός στη ζωή τους; Ποιες ήταν οι τελετουργίες και οι λατρείες τους; Γνωρίζουμε στοιχεία για τις πίστεις και τις δοξασίες τους;
Και επιπλέον: Πώς και από ποιους δημιουργήθηκαν οι «Σιωπηλοί μάρτυρες», όπως ονομάζει τα κυκλαδικά ειδώλια ο καθηγητής αρχαιολογίας Νικόλαος Σταμπολίδης, διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης; Γιατί είναι «σιωπηλοί» και τι μαρτυρούν; Τα πανέμορφα και άφθαστα τέχνεργα των Κυκλάδων κατά την 4η και 3η χιλιετία (3200-2000) π.Χ. πρωταγωνιστούν στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, ένα σημαντικό μουσείο που το 2016 συμπλήρωσε 30 χρόνια δημιουργικής παρουσίας.
Συνέντευξη στην Αγγελική Κώττη
Πώς έχει προκύψει ο συσχετισμός των κυκλαδικών ειδωλίων με τον Πικάσο, τον Μπρανκούζι και τους άλλους σύγχρονους καλλιτέχνες;
Νικόλαος Σταμπολίδης: Στατιστικά καταλάβαμε ότι ο κόσμος προσλαμβάνει τα κυκλαδικά ειδώλια είτε ως έργα αφαιρετικά είτε ως έργα που συνδέονται με μοντέρνους καλλιτέχνες, όπως ο Ματίς, ο Μπρανκούζι, ο Πικάσο κ.ά. Στη μεγάλη έκθεση του 2006 «Η Μορφή της Αρχής» είχαμε μιλήσει για όλες αυτές τις συγγένειες. Αλλά, δέκα χρόνια μετά, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο.
Σ'' αυτό μπορεί να φταίει η επιμονή, δε θα έλεγα εμμονή, των αρχαιολόγων να δίνουν βάρος στις τυπολογικές αναλύσεις (βέβαια η δουλειά τους είναι αυτή) και επομένως υπάρχει μια μη διηγηματική αντιμετώπιση των συνόλων. Στην έκθεση «Κυκλαδική Κοινωνία 5000 χρόνια πριν» προσπαθήσαμε να το αποφύγουμε αυτό, και να δώσουμε στον κόσμο να καταλάνει ότι όλα τα συγκεκριμένα έργα -και όχι μόνο τα ειδώλια- είναι προϊόντα ενός πολιτισμού που κατά τη γνώμη μου έχει άμεση σχέση με τις νησιωτικές ταυτότητες των πρωτοκυκλαδιτών ανάμεσα στο 3200 και το 2300.
Το «νησιώτικες» το τονίζουμε;
Βεβαίως. Διότι νησί είναι και η Κύπρος, νησί είναι κι η Κρήτη. Αλλά αυτά είναι νησιά-ήπειροι, όπως η Ωκεανία.
Όχι επειδή είστε Κρητικός...
Όχι, καθόλου, άλλωστε είμαι Κωνσταντινοπολίτης, είμαι διγενής. Αυτά είναι νησιά χωρίς ενδοχώρα, πλην ενδεχομένως της Νάξου, επομένως έχουν μια άλλη ταυτότητα. Μη έχοντας μεγάλη αυτονομία, έπρεπε να δημιουργήσουν τον πολιτισμό τους με τα υλικά που διέθεταν.
Ξεκινούμε από τη φύση, σε σχέση πάντοτε με τα τέχνεργα. Υπάρχουν φορές που ο πηλοπλάστης, ο αγγειοπλάστης, θέλοντας να μην ακουμπήσει τα αγγεία του στο χώμα για να στεγνώσουν, τα ακούμπησε πάνω σε φύλλα. Αυτά τα φύλλα, είτε είναι λευκά είτε είναι αμπέλι, μάς έδωσαν αυτόματα το αποτύπωμα από ένα στοιχεία της χλωρίδας εκείνης της εποχής. Το συγκεκριμένο στοιχείο, μαζί με το στοιχείο του πότη, του εγείροντα πρόποση, μπορεί να μιλήσει για κάποιον άνθρωπο που πίνει, ενδεχομένως κρασί.
Ο λογικός συνειρμός είναι ότι έχουμε φύλλα αμπέλου, άρα έχουμε αμπέλι, έχουμε σπόρους από άγριο σταφύλι, ήδη από την τελική νεολιθική εποχή που βρέθηκαν στο σπήλαιο του Ζα, στη Νάξο, και από τις καινούριες έρευνες των Ρένφριου-Μαρθάρη στο Δασκαλειό και στην Κέρο έχουμε επίσης σπόρους από σταφύλι. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να μου πει «ωραία κύριε καθηγητά -και γιατί αυτός δεν πίνει νερό ή γάλα;». Πρώτα-πρώτα, γιατί ο προϊστορικός άνθρωπος, όπως και σήμερα οι βοσκοί και όλοι οι άλλοι, πίνει με τη χούφτα του νερό ή με ένα οποιοδήποτε σκεύος και το γάλα το πίνουνε σε κούπες, δεν το πίνουν σε ποτήρια. Αυτός κάθεται και υψώνει το ποτήρι. Δεν πρόκειται για μια λειτουργία καθημερινή. Είτε, λοιπόν, σε μία κοσμική σύναξη, μια γιορτή, μια συνάθροιση, είτε σε κάποιο πανηγύρι, σε τελετουργία, αυτό που πίνει είναι ενδεχομένως κάτι διαφορετικό και το συνδυάζουμε με αυτήν τη μαιευτική λογική.
Μαρμάρινο ειδώλιο καθιστής μορφής, Ο «εγείρων πρόποσιν», Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδος (περ. 2700-2400/2300 π.Χ.) © Συλλογή Ν.Π. Γουλανδρή
«Άρσεν και θήλυ»
Τα ειδώλια γίνονται πρωταγωνιστές στην αφήγηση του Νίκου Σταμπολίδη και των συνεργατών του. Ένα ζευγάρι, «άρσεν και θήλυ», αποτελεί την απαρχή της οικογένειας. Δίπλα, χλερια που κρατούν μια μικρή μορφή, «ανθρώπινη, είτε θεϊκή». Ένα μωρό κι ένας μεγάλος. Προσιορίζονται «οι πυρήνες της κοινωνίας, δηλαδή η οικογένεια». Πυρήνες κατά κυριολεξία. Ο συνομιλητής μας, υπενθυμίζει ότι «οι πρωτοκυκλαδικοί πολιτισμοί της 4ης χιλιετίας, δηλαδή 3200-2800 π.Χ., είναι μικροί οικισμοί από μερικά σπίτα, πέντε ή δέκα οικογένειες. Όχι παραπάνω»,
Από τη μία η κοινωνία, από την άλλη η Φύση. Και η γυναίκα, «ως γόνιμη οντότητα». Ένα στεατοπυγικό αγαλματίδιο της νεολιθικής περιόδου, (της αμέσως προηγούμενης από την πρωτοκυκλαδική), τοποθετείται δίπλα σε ένα βιολόσχημο ειδώλιο, «μια καθιστή γυναίκα, οκλαδόν, με χέρια, λαιμό, γλουτούς». Όπως λέει ο κ. Σταμπολίδης, «εδώ τώρα αρχίζουμε να έχουμε νησιωτικές ταυτότητες. Αυτός δεν είναι ο νεολιθικός άνθρωπος της Θεσσαλίας που έχει άλλου είδους πρότυπα. Το υλικό του, βότσαλο ή κομμάτια μαρμάρου, του προσδιορίζει, μαζί με τη γλίσχρα οικονομική πραγματικότητα, ότι οι μορφές του είναι λεπτές, λιτές, μικρές. Έτσι είναι η φυσιογνωμία του τόπου, άρα και του ανθρώπου. Πάρα πολύ σημαντικό».
Μαρμάρινο ειδώλιο κυνηγού ή πολεμιστή, Μετακανονικός τύπος, Τέλος Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου (περ. 2400-2300 π.Χ.) © Συλλογή Ν.Π. Γουλανδρή
Θεός, Φύση και Άνθρωποι
Κατόπιν, παρουσιάζονται ο Εγείρον πρόποσιν, ο Αυλητής, ο Αρπιστής, άλλες καθιστές μορφές, «μία από τις οποίες έχει τα πόδια σταυρωμένα, όχι παράλληλα σα να απολαμβάνει. Και μορφές που αγκαλιάζονται και ίσως χορεύουν. Ο άνθρωπος μιμείτο τη φύση, με τις φουσκοδεντριές. Κι επειδή μια σειρά από δέντρα στα αρχαία ελληνικά λεγόταν "όρχος", εξ ου και η "όρχησις". Η γλώσσα και οι λέξεις είναι ακριβώς η διαφορά του ανθρώπου. Χωρίς τη γλώσσα, δε θα υπήρχε πολιτισμός. Τα πιο συγγενή μας όντα επικοινωνούν, αλλά δε μιλούν. Έχω γλώσσα σημαίνει έχω συνείδηση της ταυτότητάς μου, άρα και της αιωνιότητας που μπορεί να προκύψει».
Στον ελληνικό πολιτισμό «δεν πρέπει να χάνει κανείς την τριλογία. Θεός, φύση και άνθρωποι είναι ένα. Και με μέτρο. Με ένα μέτρο που δεν ξεφεύγει από τα ανθρώπινα πράγματα και έτσι γίνεται κατανοητό».
Ενώ στην αρχή τα ειδώλια φαίνεται να τα έφτιαχναν γυναίκες, καθώς οι άνδρες είχαν αγροκτηνοτροφικές και κυνηγετικές ασχολίες, στη συνέχεια εμφανίζονται οι εξειδικευμένοι τεχνίτες με τα «δρώντα» ειδώλια, αυτά δηλαδή που απεικονίζονται σε κίνηση, και η τυπολογία. Εμφανιζεται η εισαγωγή πρώτων υλών -όπως μέταλλα- και ειδών -όπως το δέπα αμφικύπελλον που δεν παραγόταν στις Κυκλάδες. Κάποια τέχνεργα έχουν ενδεχομένως και θρησκευτικό χαρακτήρα. Όλα, πάντως, χαρακτηρίζονται από καλαισθησία. «Νομίζω είναι έμφυτη στον άνθρωπο», απαντά στο «γιατί» μας ο καθηγητής. «Ο άνθρωπος δεν ήθελε μόνο να αναπαράγει φυσιοκρατικά. Ήθελε να έχει διάρκεια και μέγεθος. Έτσι, τα στοιχεία αυτά, από σιωπηλοί μάρτυρες, αφού δεν ξέρουμε την ιστορία τους, γίνονται λαλούντα σύμβολα πολιτισμών αρχαίων.»
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2017 των Νέων της Τέχνης.