Τη στιγμή που η αντιπολίτευση στοχοποιεί τις επιχειρήσεις μέσω των φόρων που θέλει να επιβάλει, δύο κορυφαίοι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης Scope Ratings στέλνουν το δικό τους μήνυμα για την ελληνική οικονομία. Ο επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα, Dennis Shen (DS) και η αναλύτρια Lisa Edinger (LE) μιλούν στο Liberal για την προοπτική της επενδυτικής βαθμίδας, το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα, την αναγκαιότητα πολιτικής σταθερότητας και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Πώς αξιολογούν οι αγορές την Ελλάδα και την πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται;
LE: Οι αγορές ανταποκρίθηκαν θετικά στο αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών. Η απόδοση του ελληνικού δημόσιου χρέους έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα έναντι των αντιστοίχων της Ιταλίας (-50 μονάδες βάσης), καθώς η Νέα Δημοκρατία νίκησε στις πρώτες εκλογές. Η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα θα άνοιγε τον δρόμο στα ελληνικά ομόλογα προς μια ευρύτερη δεξαμενή επενδυτών. Η προεξόφληση ενός τέτοιου γεγονότος έχει τροφοδοτήσει την άνοδο των τιμών των ομολόγων, καθώς οι επενδυτές αγόραζαν ομόλογα για να προλάβουν την επενδυτική αναβάθμιση της χώρας.
Αρκετές εκθέσεις επενδυτικών οίκων αναφέρουν πως μια σταθερή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα οδηγήσει στην επενδυτική βαθμίδα. Ποια είναι οι γνώμη σας και ποιες οι προϋποθέσεις για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας;
DS: Η αναμενόμενη επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας υποδηλώνει τη συνέχιση της πρόσφατης προόδου στην οικονομική σταθερότητα και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα και ως εκ τούτου υποστηρίζει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν έχει αξιολογηθεί, επί του παρόντος, για την επενδυτική βαθμίδα από την Scope. Για να ανακτήσει η Ελλάδα την πρώτη της αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από το 2010, απαιτείται η συνέχιση των συνετών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής, η περαιτέρω μείωση των κινδύνων του τραπεζικού τομέα, η διατήρηση των στενών σχέσεων με την Ευρώπη και συνεχείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτοί είναι οι παράγοντες που πρέπει να δούμε μακροπρόθεσμα για να ληφθεί υπόψη η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα.
Οποιαδήποτε απροσδόκητη επιστροφή σε ένα πιο ασταθές πολιτικό περιβάλλον, η αδυναμία τήρησης των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, η οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις, εμπόδια στη φθίνουσα πορεία του δημόσιου χρέους ή/και εκ νέου εντατικοποίηση των κινδύνων για τον τραπεζικό τομέα θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την πρόοδο που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει σε υψηλά επίπεδα, πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των 39 κρατών που μελετά και αξιολογεί η Scope, μετά μόνο από αυτό της Ιαπωνίας. Η Scope θα θεωρούσε περαιτέρω ουσιαστικές τις όποιες μειώσεις στο δείκτη του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, ως πιστωτικά θετικές, καθώς αυτές θα μείωναν τις όποιες ευπάθειες στις φάσεις της επανεκτίμησης της αγοράς, αναφορικά με τον κίνδυνο που σχετίζεται με υπερχρεωμένες χώρες - δανειολήπτες της ζώνης του ευρώ.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) στον ελληνικό τραπεζικό τομέα εξακολουθούν να είναι υψηλά σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΕ. Παράλληλα, οι αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος παραμένουν ανεπίλυτες, όπως η κεφαλαιακή επάρκεια κάτω του μέσου όρου, η κακή ποιότητα ενεργητικού και οι ισχυροί δεσμοί των τραπεζών με το κράτος. Η Scope θα αξιολογήσει επίσης μια βελτίωση σε αυτούς τους τομείς και την ενίσχυση της παροχής πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα ως πιστωτικά θετικό γεγονός.
Η πρόοδος της Ελλάδας αντικατοπτρίζεται στην τροχιά της πιστοληπτικής της ικανότητας. Η Scope αναβάθμισε την Ελλάδα κατά πέντε βαθμίδες αξιολόγησης από Β- σε ΒΒ+ από τότε που την αξιολόγησε για πρώτη φορά, το 2017 και ήταν ο πρώτος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που ανέβασε την Ελλάδα σε απόσταση μίας μόνο βαθμίδας από την επενδυτική, τον Σεπτέμβριο του 2021. Τον Δεκέμβριο του 2022, η Scope ήταν ο πρώτος πιστωτικός οργανισμός που τοποθετεί μια θετική προοπτική στην αξιολόγηση BB+ της Ελλάδας, υποδεικνύοντας την πιθανότητα επενδυτικής βαθμίδας το προσεχές διάστημα.
Ποιες είναι οι προβλέψεις σας για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό το 2023 και το 2024;
LE: Τοποθετούμε την ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία στο 2,2% για το 2023 (αναβαθμισμένη κατά 0,9% από την προηγούμενη πρόβλεψή μας), ακολουθούμενη από ανάπτυξη 1,4% το επόμενο έτος.
Η Scope διατηρεί την προσδοκία ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης που εντείνεται από την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και μια ανθεκτική αγορά εργασίας στη βάση της μέτριας εξωτερικής και εγχώριας ζήτησης. Ενώ βλέπουμε ότι ο πληθωρισμός παραμένει υψηλότερος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενισχύοντας μια τρέχουσα κρίση αύξησης κόστους ζωής. Ο πληθωρισμός, όπως μετριέται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, θα υποχωρήσει σταδιακά από έναν αυξημένο μέσο όρο 9,3% το 2022 σε 4,2% το 2023 και 3,3 % έως το 2024.
Τέλος, πώς αξιολογείτε το τραπεζικό σύστημα στην Ελλάδα; Ποιες οι ευκαιρίες και οι προκλήσεις;
DS: Οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να σημειώνουν σταθερή και εντυπωσιακή πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους στόχους του δείκτη NPL έως το τέλος του 2022, υποστηριζόμενες από τιτλοποιήσεις δανείων που είναι εγγυημένες στο πλαίσιο του Hercules Asset Protection Scheme (HAPS). Το οποίο έληξε τον Οκτώβριο του 2022. Τα ΜΕΔ σε όλο το σύστημα σε ενοποιημένη βάση μειώθηκαν σημαντικά από 49,2% τον Ιούνιο του 2017, φτάνοντας στο 8,2% τον Δεκέμβριο του 2022, αν και εξακολουθούν να παραμένουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (1,8%).
Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια φάση νέων ΜΕΔ, εάν η οικονομία επιβραδύνει περισσότερο από το αναμενόμενο, μειώνοντας το εισόδημα των νοικοκυριών και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια ασκούν πίεση στην ποιότητα του ενεργητικού καθώς μειώνουν την ικανότητα αποπληρωμής δανείων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Παρά τις σημαντικές μειώσεις των ΜΕΔ, οι πιέσεις στην ποιότητα του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος συνεχίζονται από τα υψηλά μερίδια των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων στο συνολικό τραπεζικό κεφάλαιο. Επιπλέον, τα εγχώρια κρατικά ομόλογα, τα μετοχικά μερίδια που κατέχει το κράτος στις τράπεζες και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του HAPS υποδηλώνουν έναν ενισχυμένο δεσμό κράτους και τραπεζών, που δημιουργεί ως ένα βαθμό μια πιστωτική ανησυχία.
Ταυτόχρονα, η κερδοφορία των τραπεζών έχει βελτιωθεί λόγω των χαμηλότερων προβλέψεων για πιθανές ζημίες, του πιο κερδοφόρου δανεισμού και των εφάπαξ κερδών από συναλλαγές. Αυτό βοήθησε σταδιακά στο να βελτιωθεί η κεφαλαιακή θέση έως το τέλος Σεπτεμβρίου 2022 και να επιστρέψει στα επίπεδα του τέλους του 2021.
Υπενθυμίζεται ότι το Tier 1 σε όλο το τραπεζικό σύστημα ήταν 15,2% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού από το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Ωστόσο, τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος χρηματοδότησης, καθώς οι τράπεζες πρέπει να εκδίδουν μακροπρόθεσμο χρέος με υψηλότερα επιτόκια για να πληρούν τις ελάχιστες ρυθμιστικές απαιτήσεις.
Η παροχή πιστώσεων από τις τράπεζες στον ιδιωτικό τομέα βελτιώθηκε από το δεύτερο εξάμηνο του περασμένου έτους, αλλά παραμένει διαρθρωτικά αδύναμη. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καθαρών πιστώσεων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έχει αυξηθεί. Ωστόσο, η ετήσια καθαρή αύξηση των πιστώσεων προς τα νοικοκυριά παραμένει αρνητική.