Του Γιάννη Γορανίτη
Τέσσερις μήνες μετά την εφαρμογή του GDPR, οι Έλληνες εμφανίζονται επιφυλακτικοί με την παροχή και τον διαμοιρασμό των προσωπικών δεδομένων τους, αλλά οι περισσότεροι δηλώνουν δεκτικοί στην παροχή αν πάρουν κάποια «ανταλλάγματα». Όσον αφορά τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων της ΕΕ, το 29% θεωρεί ότι θα αναγκάσει τις εταιρείες να αυξήσουν τα μέτρα ασφαλείας και να γίνουν πιο διαφανείς, ενώ αντίστοιχο ποσοστό πιστεύει ότι δεν θα αλλάξει τίποτα στη συμπεριφορά των εταιρειών.
Αυτά είναι τα αδρά ευρήματα της πρόσφατης έρευνας της ClientIQ και της Focus Bari. Όπως αναδεικνύεται, βέβαια, από τα συμπεράσματα της έρευνας, η τάση δεν είναι ενιαία και υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ηλικία. Οι μισοί ανησυχούν για πιθανή διαρροή των data τους και γι' αυτό δηλώνουν προσεκτικοί με το ποιον τα μοιράζονται, ενώ ένας στους πέντε ανησυχεί μεν, αλλά τα παρέχει για να επωφεληθεί από τα προγράμματα ανταμοιβής και τις παροχές. Μόλις το 13% δηλώνει ότι δεν μοιράζεται τα δεδομένα του.
Περισσότεροι από 8 στους 10 συμμετέχοντες, δηλώνουν διατεθειμένοι να μοιραστούν την ημερομηνία γέννησης, την οικογενειακή τους κατάσταση, το επάγγελμά τους κ.ά. Το 69% μοιράζεται απροβλημάτιστα το ονοματεπώνυμό του και την ύπαρξη όπως και της ηλικίες των παιδιών του, αλλά μόλις το 36% αποκαλύπτει στοιχεία για το εισόδημά του. Όσον αφορά τα στοιχεία επικοινωνίας, η συντριπτική πλειονότητα (88%) δίνει άνετα το email, περισσότεροι από τους μισούς τον αριθμό κινητού, αλλά μόλις ένας στους τρεις αριθμό σταθερού τηλεφώνου και διεύθυνση (31% και 37% αντίστοιχα).
Το 85% των συμμετεχόντων είναι πρόθυμο να αποκαλύψει τα ενδιαφέροντα και τα χόμπι του, και το 78% να μοιραστεί λεπτομέρειες για τις αγοραστικές του συνήθειες με τη συγκεκριμένη εταιρεία. Οι νεότεροι εμφανίζονται πιο συγκρατημένοι, οι γυναίκες αισθητά πιο δεκτικές, ενώ η περιοχή διαμονής και το μορφωτικό επίπεδο δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τις αποφάσεις διαμοιρασμού δεδομένων.
«Δίνω δεδομένα ανάλογα με το τι παίρνω»
Ενδεικτικό της σημασίας (ή μη) που δίνουμε στη διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων μας, είναι ότι η πλειονότητα των ερωτηθέντων είναι δεκτική να «δώσει» data, αν πρόκειται να «πάρει» κάτι ως αντάλλαγμα – π.χ. τη συμμετοχή σε κάποιο πρόγραμμα επιβράβευσης (loyalty), τις εκπτώσεις ή την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών εκ μέρους της επιχείρησης που ζητά τα δεδομένα του.
Συμμετέχοντες στην έρευνα της Focus Bari, μάλιστα, δήλωσαν ότι αν η προτεινόμενη υπηρεσία κάνει τη ζωής τους ευκολότερη, είναι διατεθειμένοι να δώσουν όλα τους τα στοιχεία. Βασικό κίνητρο για την παροχή δεδομένων παραμένει η προσωπική επαφή (π.χ. με το προσωπικό του καταστήματος η πρόθεση παροχή στοιχείων φτάνει στο 57%), ενώ όσο πιο απρόσωπη είναι η προσέγγιση (μέσω social media ή SMS), τόσο πιο απίθανη είναι η συναίνεση (15% και 11% αντίστοιχα).
Ένα αξιοπρόσεκτο εύρημα της έρευνας αφορά στην αρνητική στάση των χρηστών για προσέγγιση μέσω κοινωνικών δικτύων. Το 43% δηλώνει ότι ενοχλείται από τις προωθητικές ενέργειες που αξιοποιούν τα στοιχεία των λογαριασμών τους, με το πρόσθετο αιτιολογικό ότι αισθάνονται ότι τους παρακολουθούν.
Σημαντικό ρόλο στη δεκτικότητα παίζει η διασφάλιση της διαφύλαξης και ασφάλειας των στοιχείων (65% το θεωρεί πολύ σημαντικό, αν και το 18% πιστεύει ότι είναι ασήμαντο), ενώ κρίσιμη είναι και η παροχή ξεκάθαρης εικόνας για το πώς θα τα χρησιμοποιήσει η εταιρεία, αλλά και ποια εταιρεία τα ζητάει. Οι οκτώ στους δέκα, πάντως, θεωρούν ότι μοιράζονται «θησαυρό», ποσοστό που μειώνεται στις μικρότερες ηλικίες: το 11% των συμμετεχόντων μεταξύ 18-23 ετών πιστεύει ότι τα data του δεν είναι καθόλου πολύτιμα!
Άλλα προσωπικά δεδομένα για τους νέους, άλλα για τους ηλικιωμένους
Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, η έννοια «προσωπικά δεδομένα» διαφοροποιείται ανά γενιά. Η λεγόμενη «Generation Z» (18-23 ετών) θεωρεί ότι στον όρο εμπίπτει η επικοινωνία τους με άλλους χρήστες μέσω social media και οι φωτογραφίες που ανεβάζουν ή μοιράζονται. Οι «Millennials» (24-38 ετών) αντιλαμβάνονται ευρύτερα την έννοια, συγκαταλέγοντας τα στοιχεία επικοινωνίας τους (π.χ. τηλέφωνο, διεύθυνση, email), τα στοιχεία ταυτοπροσωπίας (π.χ. ΑΦΜ, ΑΔΤ, ΑΜΚΑ), τις προσωπικές επιλογές, όπως η οικογενειακή κατάσταση, το θρήσκευμα κ.ά.
Στις μεγαλύτερες ηλικίες, όπως οι «Baby Boomers» (54-72 ετών) και τα μέλη της «Generation X» (39-53 ετών) τα προσωπικά στοιχεία και τα στοιχεία επικοινωνίας παραμένουν στον ορισμό των προσωπικών δεδομένων, μόνο που οι δεύτεροι περιλαμβάνουν και τα ιατρικά τους δεδομένα, αλλά και τα στοιχεία και τις φωτογραφίες ανηλίκων.
Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, φαίνεται ότι διαμορφώνονται τρεις τυπολογίες:
1) Ο αποκαλούμενος «χαλαρός», που αυθόρμητα θεωρεί ότι δεν έχει λόγο να αισθάνεται ανασφαλής είτε γιατί δεν έχει κάτι να κρύψει, είτε γιατί θεωρεί ότι ούτως ή άλλως τα δεδομένα του είναι ανοιχτά στο facebook και γενικότερα στις διαδικτυακές πλατφόρμες που χρησιμοποιεί. Τις απαντήσεις αυτές δίνουν συχνότερα γυναίκες κυρίως άνω των 25 ετών.
2) Ο «λογικός» που πιστεύει ότι τα προσωπικά δεδομένα είναι ζήτημα αμοιβαίου οφέλους, και θεωρεί ότι ο χρήστης βάζει όρια στο τι είναι προσωπικό, επομένως οφείλει να επιλέγει τι ανεβάζει. Η κατηγορία αυτή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού.
3) Ο «επιφυλακτικός», τέλος, ισχυρίζεται ότι δεν αντιλαμβάνεται γιατί οφείλει να μοιράζεται τα στοιχεία του, και εκφράζει έντονη καχυποψία για την καταγραφή και παράτυπη ή μη αδειοδοτημένη χρήση των δεδομένων του.