Είναι λάθος για την Ευρώπη να ποντάρει στην «ηθική» Τεχνητή Νοημοσύνη;

Είναι λάθος για την Ευρώπη να ποντάρει στην «ηθική» Τεχνητή Νοημοσύνη;

Του Γιάννη Παλιούρη

Τη στιγμή που η παγκόσμια μάχη στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης κορυφώνεται με χτυπήματα πολλές φορές κάτω από τη «ζώνη», η Ευρώπη δεσμεύεται ότι θα ακολουθήσει τον «ηθικό» δρόμο. Ευσεβής πόθος, πολυτέλεια ή στρατηγικό λάθος που θα πληρώσει σε λίγα χρόνια;

Σε αυτό το ερώτημα καλείται να απαντήσει και ο Pekka Ala-Pietila. Το όνομά του μπορεί να είναι άγνωστο στους περισσότερους Ευρωπαίους, είναι, όμως, ένας από τους ανθρώπους που θα επηρεάσει όσο ελάχιστοι τις επόμενες γενιές της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Φινλανδός γκουρού της τεχνολογίας έχει οριστεί από την ΕΕ ως επικεφαλής 52 «σοφών» που ρόλος τους είναι να προτείνουν τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθήσει η Ευρώπη στην Τεχνητή Νοημοσύνη.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Politico o Ala-Pietila υποστήριξε ότι η Ευρώπη πρέπει να ρυθμίσει το πλαίσιο γύρω από την ΤΝ όταν θα είναι «η κατάλληλη στιγμή και όχι πρόωρα, κάτι που θα δημιουργήσει πραγματικά εμπόδια». Σε απλά ελληνικά και χωρίς την πολιτική ορθότητα που συνοδεύει τη θέση του, ο Ala-Pietila είπε, προσοχή γιατί εδώ υπάρχει μια τεράστια ευκαιρία που δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε.

Για να γίνει κατανοητή η σημασία των προτάσεων του Ala-Pietila αρκεί να αναφέρει κανείς την αξία που θα προσθέσει η ΤΝ στο παγκόσμιο ΑΕΠ μέχρι το 2030. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έκθεση της McKinsey το ποσό αυτό θα ανέλθει στα 13 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030 (όσο δηλαδή το ΑΕΠ της Κίνας το 2018). Η Τεχνητή Νοημοσύνη θα δημιουργεί επιπλέον ρυθμό ανάπτυξης 1,2% στο παγκόσμιο ΑΕΠ ετησίως για το ίδιο χρονικό διάστημα, υποστηρίζει η McKinsey.

Και κάπου εδώ αρχίζουν τα «προβλήματα» για την Ευρώπη, αφού στην Τεχνητή Νοημοσύνη διεξάγεται ήδη μια αμφίρροπη κούρσα μεταξύ Κίνας, ΗΠΑ και ΕΕ. Μια επίσκεψη στην επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αποκαλυπτική για τη θέση της ΕΕ στο συγκεκριμένο ζήτημα: «Μεταξύ της “ΤΝ για το κέρδος” και της “TN για τον έλεγχο”, η Ευρώπη θα μπορούσε να αγκαλιάσει την “ΤΝ για την κοινωνία”, μια ανθρωποκεντρική, ηθική και ασφαλή προσέγγιση που είναι συνεπής στις βασικές μας αξίες».

Στην πραγματικότητα η Ευρώπη πρέπει να ισορροπήσει μεταξύ των αμερικανικών εταιρειών και των κυβερνητικών πολιτικών της Κίνας.

Η επισκόπηση του παγκοσμίου τοπίου της ΤΝ δείχνει ότι αυτή τη στιγμή ΗΠΑ, Ευρώπη και Κίνα, διαθέτουν περίπου το ένα τέταρτο, η κάθε μία, του παγκόσμιου δυναμικού των βασικών παραγόντων στον τομέα της ΤΝ, συμπεριλαμβανομένων της έρευνας και των επιχειρήσεων. Αλλά με σημαντική διαφοροποίηση «περιεχομένου»: ενώ η Ευρώπη διατηρεί μια ισορροπία μεταξύ ερευνητικών και επιχειρηματικών φορέων, οι ΗΠΑ έχουν περίπου τρεις φορές περισσότερους εταιρικούς «παίκτες» σε σύγκριση με τους ερευνητικούς φορείς ενώ η  Κίνα έχει περίπου έξι φορές περισσότερους ερευνητικούς φορείς από ό, τι επιχειρηματικούς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Google είναι παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Μελετά και αναπτύσσει προϊόντα και υπηρεσίες ΤΝ, έχει αναπτύξει το δικό της chip ΤΝ, τη μονάδα επεξεργασίας Tensor (TPU) και την TensorFlow, μία από τις ευρύτερα χρησιμοποιούμενες βιβλιοθήκες ανοιχτού κώδικα ΤΝ.

Η Κίνα, από τη μεριά της καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να μετατρέψει την ερευνητική πρόοδο σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Έχει, επίσης, θέσει σε εφαρμογή μια κυβερνητική πολιτική ώστε να καταστεί ο παγκόσμιος ηγέτης στην ΤΝ έως το 2030. Πρόκειται για έναν φιλόδοξο αλλά εφικτό στόχο.

Η Ευρώπη βρίσκεται επί του παρόντος σε ισχυρή θέση, με περισσότερο από το 30% όλων των δημοσιεύσεων περί ΤΝ σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά, ακριβώς πίσω από τις ΗΠΑ (33%) και αρκετά μπροστά από την Κίνα.

Είναι αυτό αρκετό; Εξαρτάται. Αν η Ευρώπη κινηθεί στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης με την… γραφειοκρατική ταχύτητα που τη διακρίνει, game over. Αν, όμως, κατορθώσει να ελιχθεί μεταξύ καινοτομίας και διαφάνειας, θα αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της. Και αυτό γιατί η Τεχνητή Νοημοσύνη προκαλεί, ακόμα, συστολή αν όχι φόβο στους πολίτες. Αυτομάτως, λοιπόν, όποιος κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, θα κυριαρχήσει και στη σχετική αγορά.