Του Γιάννη Παλιούρη
Μπορεί ΗΠΑ και Κίνα να βρίσκονται σε εμπορικό ανταγωνισμό, όμως η πραγματική μάχη μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών στον κόσμο δεν θα δοθεί τα επόμενα χρόνια για τις εξαγωγές σόγιας και αυτοκινήτων. Για πρώτη φορά στην ιστορία το διακύβευμα που θα καθορίσει την επόμενη υπερδύναμη δεν έχει να κάνει με τη διαχείριση πρώτων υλών και φυσικών προϊόντων, αλλά με τη διαχείριση άυλων μεγεθών, δηλαδή των δεδομένων και την επεξεργασία τους.
Ο λόγος φυσικά για την Τεχνητή Νοημοσύνη, τομέα στον οποίο η Κίνα φαίνεται να έχει ένα πολύ πιο ξεκάθαρο σχέδιο, απ'' ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για μάχη επικράτησης που περιορίζεται στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά για μάχη επικράτησης στο σύνολο της Τεχνολογίας, αφού η τεχνολογία των επόμενων δεκαετιών θα είναι ταυτόσημη με την Τεχνητή Νοημοσύνη.
Έτσι, η συντριπτική πλειονότητα των ειδικών εκτιμά ότι η χώρα που θα κόψει πρώτη το νήμα σε αυτή την κούρσα θα καταστεί αυτόματα και υπερδύναμη του 21ου αιώνα αφού θα εξασφαλίσει μαζικά οικονομικά οφέλη αλλά και σαφές στρατιωτικό πλεονέκτημα.
Σύμφωνα με μελέτη της PwC, το παγκόσμιο ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 14% λόγω της Τεχνητής Νοημοσύνης ενώ η υιοθέτησή της μέσα στην επόμενη δεκαετία θα προσθέσει 15,7 τρισ. δολάρια στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Από αυτά η Κίνα θα καρπωθεί τα 7 τρισεκατομμύρια, η Βόρεια Αμερική 3,7 τρισεκατομμύρια δολάρια και η Ευρώπη μόλις 2,5 τρισεκατομμύρια.
Πηγή γραφήματος:PwC
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία που έχει η Τεχνητή Νοημοσύνη για τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της, η Κίνα εμφανίζεται ως η μόνη χώρα που έχει καταρτίσει ένα ξεκάθαρο σχέδιο με τρία σημεία αναφοράς: Να συμβαδίζει με τις τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης μέχρι το 2020, να σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο έως το 2025 και τελικά να καταστεί παγκόσμιος ηγέτης στην Τεχνητή Νοημοσύνη έως το 2030.
Η σημασία που δίνει στο Πεκίνο στο συγκεκριμένο τομέα αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κατά το 2017, κινεζικά επενδυτικά κεφάλαια τοποθέτησαν ένα ποσό ρεκόρ σε επιχειρήσεις με αντικείμενο την Τεχνητή Νοημοσύνη. Ειδικότερα, οι κινεζικές νεοσύστατες εταιρείες στον εν λόγω τομέα έλαβαν χρηματοδότηση 4,9 δισ. δολαρίων, προερχόμενη μάλιστα από μόλις 19 επενδυτικά κεφάλαια, ενώ οι αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια από 155 επενδυτικά κεφάλαια.
Μάλιστα, πριν από λίγους μήνες το Πεντάγωνο προειδοποίησε την αρμόδια υποεπιτροπή του Λευκού Οίκου ότι οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ χάνουν σταδιακά το τεχνολογικό τους προβάδισμα καθώς η Κίνα αλλά και η Ρωσία αναπτύσσουν προηγμένες εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ωστόσο η μέχρι τώρα οι ΗΠΑ χαρακτηρίζεται περισσότερο από αμηχανία παρά από την ανάληψη πρωτοβουλιών.
Συγκεκριμένα, η Ουάσιγκτον διατηρεί έναν κατάλογο ευαίσθητων τεχνολογιών, μεταξύ των οποίων και εργαλεία Τεχνητής Νοημοσύνης και Βαθιάς Μάθησης, για τα οποία απαιτείται ειδική άδεια προκειμένου να εξαχθούν. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια προσπάθεια διατήρησης κεκτημένων, η οποία είναι καταδικασμένη να αποτύχει αφού είναι θέμα χρόνου η γνώση αυτή να φτάσει στην Πεκίνο ή να παραχθεί σε κινεζικά πανεπιστήμια.
Οι περισσότεροι ειδικοί αλλά και καθηγητές από κορυφαία Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, υποστηρίζουν ότι στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης εξελίσσεται πλέον ένας ακήρυκτος αλλά απολύτως πραγματικός πόλεμος, η κρισιμότητα του οποίου δεν έχει γίνει κατανοητή από τις ΗΠΑ. Και προειδοποιούν ότι αν δεν αναληφθούν σύντομα στρατηγικές πρωτοβουλίες από την αμερικανική ηγεσία οι ΗΠΑ θα οδηγηθούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες σε μια ιστορική απώλεια της πρωτοκαθεδρίας τους στον στρατιωτικό και οικονομικό τομέα.