Σε 30 χώρες οι κυβερνήσεις χειραγωγούν την κοινή γνώμη μέσω των social media

Σε 30 χώρες οι κυβερνήσεις χειραγωγούν την κοινή γνώμη μέσω των social media

Του Γιάννη Γορανίτη

Πιο ανησυχητικά από ποτέ είναι τα ευρήματα της ετήσιας μελέτης “Freedom of the Net” που δημοσιοποιήθηκε πριν λίγες ώρες. Σύμφωνα με αυτά, τουλάχιστον 30 χώρες ανά τον πλανήτη χρησιμοποιούν στρατούς διαμορφωτών γνώμης προκειμένου να επηρεάζουν και να χειραγωγούν τους πολίτες τους και κατ' επέκταση τη δημοκρατία.

Μεταξύ όσων χρησιμοποιούν αθέμιτες και συχνά παράνομες πρακτικές συναντάμε τις κυβερνήσεις της Βενεζουέλας, της Τουρκίας και των Φιλιππίνων, όπου και καταγράφεται ισχυρή επιρροή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μέσω των παρεμβάσεών τους οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών δεν επιδιώκουν απλώς τη χειραγώγηση των πολιτών και τη διάδοση των κυβερνητικών απόψεων, αλλά και τον εντοπισμό και συχνά τη φίμωση των επικριτών τους.

Μείωση των διαδικτυακών ελευθεριών

Σχεδόν στις μισές από τις 65 χώρες που αξιολογήθηκαν, καταγράφηκε μείωση της ελευθερίας, ενώ μόλις 13 χώρες είχαν θετικό πρόσημο σε σχέση με το 2016. Συνολικά, μόλις το ένα τέταρτο των χρηστών διαμένουν σε χώρες όπου το Διαδίκτυο χαρακτηρίζεται ως ελεύθερο –χωρίς δηλαδή να αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια πρόσβασης, περιορισμούς στο περιεχόμενο ή ανεξέλεγκτη επιτήρηση της χρήσης. Οι πιο ελεύθερες χώρες είναι κατά σειρά η Εσθονία, η Ισλανδία και ο Καναδάς.

Για τρίτη διαδοχική χρονιά στην πρώτη θέση της σχετικής λίστας των πλέον ανελεύθερων χωρών φιγουράρει η Κίνα, ακολουθούμενη από τη Συρία, την Αιθιοπία, το Ιράν και την Κούβα. Οι κυβερνήσεις της Κίνας και της Ρωσίας πρωτοστάτησαν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη, «στη χρήση συγκαλυμμένων μεθόδων προκειμένου να διαστρεβλώσουν τις συζητήσεις στο διαδίκτυο και να καταστείλουν τις διαφορετικές φωνές» αλλά αντίστοιχες πρακτικές και κατάφορες κρατικές παρεμβάσεις παρατηρούνται σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η Freedom House που παρακολουθεί συστηματικά το φαινόμενο από το 2009 καταγράφει ότι οι πρακτικές αυτές όχι μόνο έχουν γίνει σαφώς πιο διαδεδομένες, αλλά και σαφώς πιο πολύπλοκες τεχνικά. Έτσι, σε αντίθεση με τις πιο άμεσες μεθόδους λογοκρισίας (πχ το κλείσιμο ιστοσελίδων), η διαδικτυακή χειραγώγηση περιεχομένου και οι συστηματικές επιθέσεις σε αντιφρονούντες από bots και trolls είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν.

Φιλοκυβερνητική προπαγάνδα στο Facebook και το Twitter

Σε τουλάχιστον 30 από τις 65 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα, καταγράφηκαν αξιόπιστες αναφορές ότι η εκάστοτε κυβέρνηση απασχολεί άμεσα προσωπικό ή αμείβει συνεργαζόμενους εργολάβους, προκειμένου να κατευθύνει τις online συζητήσεις. Φυσικά, σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων δεν αναφέρεται η έμμισθη σχέση των σχολιαστών με την κυβέρνηση, αλλά εμφανίζονται ως απλοί πολίτες.

Οι στόχοι της πρακτικής αυτής κινούνται σε τρεις άξονες: πρώτον, να δημιουργήσει την αίσθηση της στήριξης της κυβέρνησης από την κοινή γνώμη (γνωστή και ως «astroturfing»), δεύτερο, να αμαυρώσει τις θέσεις και το κύρος των κυβερνητικών αντιπάλων, και τρίτο να αποπροσανατολίζει και να μεταφέρει την έμφαση από διαδικτυακές συνομιλίες που θίγουν την εκάστοτε κυβέρνηση.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, στις πλέον καταπιεστικές χώρες, μέλη της κυβερνητικής γραφειοκρατίας ή των δυνάμεων ασφαλείας απασχολούνται άμεσα στον τομέα αυτόν. Για παράδειγμα, μια μονάδα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και Ασφάλειας του Σουδάν διατηρεί ψεύτικους λογαριασμούς στο Facebook και το WhatsApp, με στόχο την υποστήριξη των κυβερνητικών πολιτικών και την καταγγελία των δημοσιογράφων και των πολιτών που εκφράζουν αντίθετες απόψεις. Στο Βιετνάμ καταγράφηκε η λειτουργία μιας έμμισθης ομάδας εκατοντάδων διαμορφωτών της κοινής γνώμης που συμμετέχουν σε διαδικτυακές συζητήσεις.

Στην Κίνα, η Κομμουνιστική Ένωση Νέων περιγράφει σε επίσημο έγγραφο τους εθελοντές της ως πολίτες που χρησιμοποιούν «τα πληκτρολόγια ως όπλα, προκειμένου υπερασπιστούν την πατρίδα τους στον πόλεμο του διαδικτύου». Στην Τουρκία, η οργάνωση «AK Troller» έχει στρατολογηθεί από το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, με στόχο να χειραγωγεί τις συζητήσεις, να αλλάζει την ατζέντα και να αντιμετωπίζουν τις αντικυβερνητικές φωνές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι άλλωστε χιλιάδες οι περιπτώσεις δημοσιογράφων και αντιπολιτευόμενων πολιτών που αντιμετωπίζουν ενορχηστρωμένη παρενόχληση στο Twitter και το Facebook, συχνά από δεκάδες ή και εκατοντάδες χρήστες.

Αν όλα τα παραπάνω κάτι σας θυμίζουν, να υποσημειώσουμε ότι η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στις 65 χώρες της έρευνας, οι οποίες και θεωρούνται οι πλέον αντιπροσωπευτικές καθώς σε αυτές κατοικεί περίπου το 87% του συνόλου των χρηστών internet.

Fake news και bots στο προσκήνιο

Εστιάζοντας στις εκλογικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, οι συντάκτες της μελέτης αναφέρουν ότι οι τακτικές διαδικτυακής χειραγώγησης και παραπληροφόρησης διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο σε τουλάχιστον 18 χώρες. Μεταξύ αυτών και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η έκταση του προβλήματος είναι τόσο μεγάλη που ακόμη και μεγάλες δυτικές χώρες με μεγάλη δημοκρατική παράδοση αντιμετωπίζουν το φλέγον αυτό ζήτημα.

Στο επίκεντρο της μελέτης βρίσκονται και οι διαδικτυακές απόπειρες της Ρωσίας να επηρεάσει τις αμερικανικές εκλογές, αλλά και οι τακτικές χειραφέτησης που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στη διαδικασία. Αντίστοιχες πρακτικές καταγράφηκαν και σε τουλάχιστον 17 άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί σημαντικά η ικανότητα των πολιτών να ασκούν ανεπηρέαστοι τα δημοκρατικά τους δικαιώματα.

Άμεση συνέπεια των τακτικών παραπληροφόρησης είναι ο περιορισμός της ελευθερίας του internet, αλλά και οι φυσικές και διαδικτυακές επιθέσεις εναντίον των αντιφρονούντων και των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης. Η έκθεση καταγράφει περιορισμούς στην πρόσβαση στο internet σε συγκεκριμένους χώρους ή περιοχές –πχ σε κατοικούν εθνοτικές ή θρησκευτικές μειονότητες.

Η χρήση «ψεύτικων ειδήσεων» και η αξιοποίηση αυτοματοποιημένων λογαριασμών (γνωστών και ως «bot») κινήθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα το 2017 και όλα δείχνουν ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται. Ακόμη και  στις ΗΠΑ όπου το ηλεκτρονικό περιβάλλον παρέμεινε εν γένει ελεύθερο, ο πολλαπλασιασμός των ψευδών ειδήσεων και η επιθετική παρενόχληση πολλών δημοσιογράφων στο online περιβάλλον προκαλούν ιδιαίτερη αίσθηση.

Η έρευνα διενεργήθηκε για έβδομο διαδοχικό έτος από την αμερικανική ΜΚΟ Freedom House.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη η μελέτη εδώ.