Υπάρχουν μετοχές που έχουν πολλαπλασιάσει την αξία τους στο ελληνικό χρηματιστήριο, χωρίς κάτι να έχει αλλάξει δραματικά στα μεγέθη τους στην πάροδο των τελευταίων ετών. Η αναξιοπιστία της χώρας παρέσυρε αντίστοιχα και τις μετοχικές αξίες στα τάρταρα, αφού οι ελληνικές εταιρείες δεν ήταν δημοφιλείς. Από τότε πέρασε χρόνος. Η χώρα άλλαξε, το ίδιο και η διάθεση των ξένων επενδυτών. Το ίδιο και οι αποτιμήσεις των εταιρειών. Όλα καλά! Ένας μόνο προβληματισμός: Πόσο ακόμη;
Το 2012 ήταν η καλύτερη στιγμή για να αγοράσει κανείς ελληνικές μετοχές. Την ώρα που οι άλλοι πέταγαν τα χαρτιά τους από το παράθυρο. Όπως και το 2016, όταν «επιβεβαιώθηκε» η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, χωρίς αυτό να έχει αποτυπωθεί αυτόματα και στις χρηματιστηριακές αξίες. Και στις δύο περιόδους είχα γράψει σχετικά άρθρα. Όχι, γιατί δήθεν διαθέτω κάποια χρηματιστηριακή σοφία, αλλά επειδή αυτό ήταν το νόημα όλων των συζητήσεων που είχα με έγκυρους χρηματιστηριακούς αναλυτές. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά μου! Να σας μεταφέρω εκείνα που πολλές φορές δεν φτάνουν έγκαιρα στα δικά σας αυτιά.
Γιατί δεν φτάνουν έγκαιρα, θα μπορούσε να είναι μία εύλογη ερώτηση. Σε ό,τι αφορά το 2012 και το 2016, η απάντηση είναι ότι οι αναλυτές δεν ήθελαν να δεσμευτούν δημόσια. Ναι μεν έλεγαν ιδιωτικά αυτό που πίστευαν, αλλά ήθελαν να κρατήσουν και μια «πισινή», λόγω των ακραίων συνθηκών που επικρατούσαν. Ακριβώς επειδή η δική τους δουλειά στηρίζεται στην ακρίβεια των προβλέψεων και δεν θα ήθελαν να ρισκάρουν τη δημόσια εικόνα τους όντας επιβάτες στον Τιτανικό!
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα. Οι αποτιμήσεις είναι υψηλές και όλοι ξέρουν ότι αργά ή γρήγορα θα υπάρξει διόρθωση. Δεν ξέρουν το πότε. Σε συζητήσεις off the record, λοιπόν, εμπιστεύονται τους προβληματισμούς τους. Αλλά δεν τολμούν να τοποθετηθούν δημόσια με την ίδια άνεση. Κι αυτό είναι λογικό. Τι να την κάνει κάποιος την πρόβλεψη, αν στο μεταξύ η αγορά σημειώσει περαιτέρω άνοδο της τάξης του 30%;
Από την άλλη υπάρχουν φαινόμενα που εντείνουν την ανησυχία. Όπως η προσπάθεια μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων να πείσουν ότι η αγορά των μετοχών τους είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή. Αυτή η εκστρατεία δημοσίων σχέσεων θα πρέπει από μόνη της να μας προβληματίσει. Και είναι αδιάφορο αν μία μετοχή διαπραγματεύεται μόνο στην Αθήνα ή παράλληλα στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη ή στη Φρανκφούρτη. Οι επιλογές των επενδυτών δεν καθορίζονται από τέτοιου είδους επιχειρήματα, αλλά από πραγματικά στοιχεία. Αυτά, δηλαδή, που βοήθησαν τους αγοραστές του 2012 και του 2016 να δείχνουν με υπερηφάνεια σήμερα τα πινακίδια αγοράς…
Θανάσης Μαυρίδης