Του Samuel J. Abrams*
Λίγες εβδομάδες πριν, η γαλλική κυβέρνηση έδωσε στους Γάλλους που ανήκουν ηλικιακά στη Γενιά Ζ περίπου 350 δολάρια ως μέρος ενός “Πάσου Πολιτισμού”, το οποίο ο Εμμανουέλ Μακρόν ελπίζει ότι θα συμβάλει σε μια πολιτιστική αναγέννηση μετά την πανδημία. Στο πλαίσιο του προγράμματος, μια νέα εφαρμογή στα κινητά δίνει χρήματα σε κάθε δεκαοχτάχρονο στη χώρα για να αγοράσει από βιβλία και μουσική, μέχρι εισιτήρια για εκθέσεις και εκδηλώσεις και μαθήματα χορού, ζωγραφικής και σχεδίου. Αυτό όμως που αγόρασαν οι δεκαοχτάχρονοι της Γαλλίας ήταν μάνγκα: ιαπωνικά κόμιξ ή εικονογραφημένα μυθιστορήματα (graphic novels).
Οι New York Times κάλυψαν το πρόγραμμα με κάποια υπεροψία όπως καταδεικνύει ο τίτλος “Η Γαλλία έδωσε στους εφήβους 350 δολάρια για πολιτισμό κι αυτοί αγοράζουν κόμιξ” (France Gave Teenagers $350 for Culture. They’re Buying Comic Books), επισημαίνοντας ότι πολλοί εξοργίστηκαν από το γεγονός ότι οι έφηβοι αγοράζουν μάνγκα και κόμιξ και παρακάμπτουν τις πιο παραδοσιακές “υψηλές τέχνες”. Ένας επικριτής του προγράμματος τόνισε ότι “Δεν μπορώ ούτε για μια στιγμή να φανταστώ ένα παιδί να χρησιμοποιεί το πάσο για να πάει να ακούσει μια όπερα μπαρόκ”. Ενώ οι νέοι της Γαλλίας μπορεί να μη συρρέουν σε μπαρόκ όπερες ή να κάνουν ουρές έξω από το Λούβρο, είναι λάθος να απορρίπτει κανείς τη δύναμη των κόμιξ και των μάνγκα ως μια εισαγωγή σε μια βαθύτερη εξερεύνηση των τεχνών.
Πάρτε για παράδειγμα τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Ο Ολλανδός αυτός μεταϊμπρεσιονιστής ζωγράφος θεωρείται καθολικά ως ένα από τα πιο επιδραστικά πρόσωπα στην ιστορία της δυτικής τέχνης, και είχε μια βαθιά σχέση με τη Γαλλία, καθώς μεταξύ άλλων έμενε στο νότο της χώρας και τα έργα του έχουν εξέχουσα θέση στο Μουσείο Ορσέ σήμερα. Ενώ πολλοί από τους πίνακες του Βαν Γκογκ είναι πασίγνωστοι σήμερα, είναι λιγότερο γνωστό το ενδιαφέρον που είχε επίσης για την ιαπωνική τέχνη. Από την εποχή που έμενε στο Παρίσι, μέχρι την αρχή της διαμονής του στην Αρλ, ο Βαν Γκογκ συνέλεγε εκατοντάδες αναπαραγωγές έργων ουκίγο-ε, που ουσιαστικά αποτελούν την αρχική μορφή των ιαπωνικών μάνγκα. Σύμφωνα με το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ, αυτές οι αναπαραγωγές ενέπνευσαν τον Βαν Γκογκ και επηρέασαν καθοριστικά τη νέα του προσέγγιση χρήσης του χρώματος, της επίπεδης προοπτικής του και της βαθιάς προσοχής του στη φύση. Μάλιστα, ο ίδιος έγραψε στον αδελφό του Τεό τον Σεπτέμβριο του 1888 ότι η ιαπωνική τέχνη τον έκανε πιο χαρούμενο και αισιόδοξο και ότι “αυτή η τέχνη μας κάνει να επιστρέφουμε στη φύση, παρά την εκπαίδευσή μας και το έργο μας σε ένα κόσμο γεμάτο συμβάσεις”.
Δεδομένης της βαθιάς επίδρασης αυτής της ζωντανής τέχνης στον Βαν Γκογκ και το έργο του, μπορεί κανείς να φανταστεί την επίδραση που θα έχουν οι επίγονοί της, τα μάνγκα και σιν-χάνγκα στους Γάλλους νέους σήμερα. Όπως κάθε άλλη μορφή τέχνης, τα μάνγκα τονίζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του κόσμου στις σελίδες τους. Αυτό το μέσο, μαζί με άλλες μορφές του δυτικού καλλιτεχνικού κανόνα, διευρύνει τον νου και την αντίληψη των καταναλωτών του: θα ήταν μυωπική η απόρριψη της επίδρασης αυτών των έργων.
Ακόμη, σκεφτείτε ευρύτερα τα κόμιξ ως μέσο. Δεδομένου του χαμηλού τους κόστους, είναι εύκολο κανείς να διαβάσει και να αποκτήσει καινούργια βιβλία που εκθέτουν τους αναγνώστες σε μια απίστευτη ποικιλία αφηγήσεων, χαρακτήρων και ιστορικών περιόδων. Πάρτε για παράδειγμα τον χαρακτήρα του Μαγκνέτο από το σύμπαν των X-Men. Ο Μαγκνέτο είναι - όπως τόσα στη ζωή μας - περίπλοκος. Ο προηγούμενος εαυτός του ήταν επιζών του Ολοκαυτώματος και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και οι απόψεις του για τις κοινωνικές διαφορές διαμορφώθηκαν από τη φρίκη της ναζιστικής Γερμανίας. Λόγω της αντίθεσής του στις συμφιλιωτικές και ειρηνόφιλες στάσεις και την επιθετική του προσέγγιση σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα του πολίτη, ο χαρακτήρας του έχει συγκριθεί με τον Μάλκολμ Εξ και τον ιδρυτή της Jewish Defense League Μέιρ Καχάνε.
Οι ιστορίες όπως αυτή του Μαγκνέτο μπορούν και εισάγουν τους νεότερους αναγνώστες στα περίπλοκα ζητήματα του κόσμου μας, καλύπτονας ένα ανησυχητικό κενό στις ιστορικές τους γνώσεις. Μια μελέτη του 2020 συμπέρανε ότι ένας στους δέκα Αμερικανούς ηλικίας κάτω των 40 δεν θυμάται να έχει ακούσει τη λέξη “Ολοκαύτωμα”. Το 63% των Μιλένιαλ και των μελών της Γενιάς Ζ δεν ξέρει ότι 6 εκατομμύρια Εβραίοι δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα, και 41 των Μιλένιαλ πιστεύουν ότι έχασαν τη ζωή τους δύο εκατομμύρια ή λιγότεροι. Τα βιβλία κόμιξ όπως οι X-Men φέρνουν τους νεότερους αναγνώστες σε επαφή με αυτή την ιστορία, κρατώντας ζωντανή μια τραγική κληρονομιά που κινδυνεύει να ξεχαστεί. Και το Ολοκαύτωμα είναι μόλις ένα από τα πολλά πολύ επίκαιρα και περίπλοκα ζητήματα που συχνά παρουσιάζονται στα κόμιξ, τα οποία συχνά εξετάζουν ζητήματα της οικογένειας και των σχέσεων, της αγάπης και της απώλειας, καθώς και της ποικιλομορφίας και της πολυπολιτισμικότητας. Τα κόμιξ προσελκύουν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων από διάφορα υπόβαθρα και συχνά προάγουν τον διάλογο γύρω από πολλά από τα θέματα που εξετάζονται και στις όπερες και τα έργα Γάλλων συγγραφέων από τον Ουγκώ και τον Ζολά μέχρι τον Καμύ.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι το να διαβάζει κανείς κόμιξ και μάνγκα βεβαίως διαφέρει από το να “μελετά τα σημαντικότερα έργα του Προυστ ή να στέκεται στην ουρά για να δει Μολιέρο”. Αλλά οι μορφές αγωνίας και έκστασης του κόσμου μας βρίσκονται εξίσου στο επίκεντρο αυτών των έργων, όσο και στα πιο κλασικά έργα πολιτισμού. Ακόμη, τα μάνγκα παρουσιάζουν και φωτίζουν τον κόσμο διαφορετικά από τη δυτική τέχνη, και διδάσκουν στον αναγνώστη τους νέους τρόπους θέασής του, πέρα από τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές προσεγγίσεις. Θα ήταν ανόητο να υποβαθμίσει κανείς το ενδιαφέρον που δείχνουν οι νέοι Γάλλοι για τα μάνγκα. Αυτά τα έργα μπορούν να λειτουργήσουν ως ο προθάλαμος για περαιτέρω μελέτη και επαφή με πιο κλασικά, γαλλικά έργα πολιτισμού. Έτσι, στους επικριτές αυτού του γαλλικού “πάσου πολιτισμού” απαντώ: Ας διαβάσουν μάνγκα!
--
*Ο Samuel J. Abrams είναι καθηγητής πολιτικής στο Sarah Lawrence College επισκέπτης ερευνητής στο American Entreprise Institute.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Μαΐου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.