Του T. Norman Van Cott
Ο Τομ ψάχνει να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Ο Χάρρυ θέλει να πουλήσει το δικό του. Οι δύο συναντιούνται και συμφωνούν στην τιμή των 7.500 δολαρίων. Ο Τομ παίρνει το αυτοκίνητο του Χάρρυ, και ο Χάρρυ παίρνει τα 7.500 δολάρια του Τομ.
Ο Τομ μπορεί να πει κανείς πως αποτιμά το να έχει το αυτοκίνητο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο μπορεί να κάνει με τα 7.500 δολάρια. Ομοίως, ο Χάρρυ αποτιμά το τι μπορεί να κάνει με τα 7.500 δολάρια περισσότερο από το αυτοκίνητό του. Ο Τομ ωφελείται. Το ίδιο και Χάρρυ.
Πόσο ωφελήθηκαν; Για τον Τομ, το όφελος είναι η διαφορά ανάμεσα στη αξία χρήσης που αποδίδει ο ίδιος στο αυτοκίνητο και στα 7.500 δολάρια. Για τον Χάρρυ, είναι η διαφορά ανάμεσα στις αξίες χρήσης που αποδίδει ο Χάρρυ στα 7.500 δολάρια και στο αυτοκίνητο. Δεν υπάρχει κάποιος λόγος τα οφέλη του Τομ και του Χάρρυ να είναι ίσα.
Ο Τομ «εξάγει» 7.500 δολάρια και «εισάγει» το αυτοκίνητο, ενώ ο Χάρρυ «εξάγει» το αυτοκίνητο και «εισάγει» τα 7.500 δολάρια. Καθώς όμως η αξία χρήσης που αποκομίζει ο Τομ από το αυτοκίνητο υπερβαίνει τα 7.500 δολάρια, οι πραγματικές του εισαγωγές υπερβαίνουν τα 7.500 δολάρια. Ομοίως, η αξία χρήσης που αποδίδει ο Χάρρυ στις εισαγωγές ρευστού που έκανε υπερβαίνουν τα 7.500 δολάρια, πράγμα που σημαίνει ότι στην πραγματικότητα εισάγει περισσότερα από 7.500 δολάρια.
Κατ' ουσίαν, τόσο ο Τομ όσο και ο Χάρρυ έχουν ισοσκελισμένα εμπορικά ισοζύγια - όχι με τη λογιστική, αλλά με την οικονομική έννοια. Αν αυτό δεν ίσχυε, τότε δεν θα συνέβαινε η συναλλαγή. Το «έλλειμμα» του Τομ είναι η διαφορά ανάμεσα στην αξία χρήσης του αυτοκινήτου που εισάγει και των 7.500 δολαρίων που εξάγει για να το πληρώσει. Το «έλλειμμα» του Χάρρυ είναι η διαφορά ανάμεσα στις αξίες χρήσης των 7.500 δολαρίων που εισάγει και στο αυτοκίνητο που πουλά για 7.500 δολάρια.
Σημειώστε ότι ο στόχος τόσο για τον Τομ όσο και για τον Χάρρυ είναι οι εισαγωγές που αποκτούν, και όχι οι εξαγωγές που χρησιμοποιούν για να αποκτήσουν εισαγωγές. Χωρίς τις εισαγωγές, τίποτα το εγγενώς επωφελές δεν υπάρχει στις εξαγωγές τους. Αν μάλιστα ο Τομ είχε απλώς εξαγάγει τα 7.500 δολάρια χωρίς να αποκτήσει το αυτοκίνητο, θα ζημιωνόταν. Ομοίως, αν ο Χάρρυ είχε μόνο εξαγάγει το αυτοκίνητο, χωρίς να εισαγάγει τα 7.500 δολάρια, θα ζημιωνόταν κι αυτός.
Η παρατήρηση αυτή είναι σημαντική γιατί το σλόγκαν της επιχειρηματικής και οικονομικής μας κουλτούρας αντιμετωπίζει τις εξαγωγές ως εγγενώς επωφελείς, και αποδέχεται τις εισαγωγές μόνο κατά παραχώρηση. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι το πώς αυτή η κουλτούρα περιγράφει τις διεθνείς διαπραγματεύσεις που έχουν ως στόχο την αύξηση του διεθνούς εμπορίου.
Οι πράξεις που αυξάνουν την πρόσβαση σε εισαγωγές χαρακτηρίζονται διαπραγματευτικές «παραχωρήσεις». Με άλλα λόγια, το να επιτρέψουμε στους πολίτες της να εισάγουν περισσότερα αγαθά είναι ένα διαπραγματευτικό χαρτί για τη διασφάλιση συγκρίσιμων ξένων «παραχωρήσεων» για τις εξαγωγές των ΗΠΑ.
Αυτό θα έμοιαζε με το να αποδεχτεί ο Τομ απρόθυμα το αυτοκίνητο του Χάρρυ προφέροντάς του μια τιμή πάνω από τα 7.500 δολάρια που είχαν συμφωνήσει προκειμένου να μπορεί να εξάγει περισσότερα. Ομοίως και για τον Χάρρυ, που θα προσπαθούσε να αποδεχθεί μια χαμηλότερη τιμή για να εισάγει λιγότερα. Βγάζει νόημα;
Όχι. Πράγματα, μια τέτοια συμπεριφορά είναι μια συνταγή για οικονομική καταστροφή. Και οι δύο θα καταλήξουν με πρόβλημα στέγασης, ένδυσης και διατροφής, αν όχι νεκροί αν οργανώσουν τις προσωπικές τους υποθέσεις σύμφωνα με αυτή την επιχειρηματική και οικονομική κουλτούρα.
Όπως ο Τομ και ο Χάρρυ, έτσι και οι υποστηρικτές αυτής της επιχειρηματικής και οικονομικής κουλτούρας δεν οργανώνουν τις προσωπικές τους υποθέσεις σύμφωνα με όσα συμβουλεύουν για τη χώρα. Οι δράσεις τους είναι τόσο ηχηρές που μπορούμε να κλείσουμε τ' αυτιά μας στην ανόητη ανάλυσή τους.
--
Ο T. Norman Van Cott, καθηγητής οικονομικών, έλαβε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον το 1969. Πριν ενταχθεί στο εκπαιδευτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Ball State, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού (1962-1972), και στο West Georgia College (1972-1977).
Διατέλεσε πρόεδρος τους πανεπιστημιακού τμήματος από το 1985 έως το 1999. Τα πεδία του ακαδημαϊκού του ενδιαφέροντος περιλαμβάνουν την μικροοικονομική θεωρία, τα δημοσιονομικά, και τα διεθνή οικονομικά. Η τρέχουσα έρευνά του αφορά τα οικονομικά των συνταγμάτων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα αγγλικά την 2η Μαρτίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ «Μάρκος Δραγούμης».