Του Pierre Lemieux*
Εφόσον καταφέρουμε να αποφύγουμε έναν πυρηνικό πόλεμο, οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως θα θυμούνται την αύξηση της κινεζικής επιρροής στον κόσμο ως το γεγονός εκείνο που έσωσε την ατομική ελευθερία, την ευημερία, την Αμερική και τον δυτικό πολιτισμό. Τουλάχιστον αυτός είναι ο αισιόδοξος τρόπος να βλέπει κάνεις την κινεζική τυραννία και τους ανυπόμονους μιμητές της στη Δύση.
Αυτή η ελπίδα έχει ως πηγή έμπνευσης τον Ψυχρό Πόλεμο όταν οι κομμουνιστές κατείχαν επιδεικτικά και περήφανα την εξουσία στη Σοβιετική Ένωση, καθώς και στην Κίνα και αλλού, χρησίμευσαν ως υπενθύμιση στους ηγέτες και τους πολίτες της Δύσης ως προς το τι να μη γίνουν. Οι κομμουνιστικές πολιτικές όπως οι περιορισμοί στο διεθνές εμπόριο, ο κεντρικός σχεδιασμός, η φορολογική τυραννία, η αστυνομική επιτήρηση, η συντριβή του φιλοσοφικού στοχασμού και της καλλιτεχνικής έκφρασης, η φιλοσοφική ένδεια, οι διώξεις των αντιφρονούντων ή απλώς των εκκεντρικών, η επιβολή των αυστηρών ηθών και η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας καταδείκνυαν τι δεν πρέπει να κάνει μια κυβέρνηση σε μια ελεύθερη κοινωνία. Όχι ότι όλα ήταν τέλεια στις «ελεύθερες κοινωνίες». Ο Μακαρθισμός δεν ήταν ένα ένδοξο επεισόδιο στην αμερικανική ιστορία. Οι αντίπαλοι του κομμουνισμού συχνά μπήκαν στον πειρασμό να δικαιολογήσουν την εγχώρια καταπίεση στο όνομα του αγώνα εναντίον της κομμουνιστικού τύπου καταπίεσης. Ήμασταν όμως ενώπιον του τέρματος (δεδομένης της τεχνολογίας της εποχής) αυτού που ο Φρίντριχ Χάγιεκ ονόμαζε «δρόμο προς τη δουλεία» (βλ. The Road to Serfdom, University of Chicago Press, 1944).
Αυτά τα οικονομικά, φιλοσοφικά, πολιτικά και αισθητικά φράγματα κατέρρευσαν με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Στη συνέχεια, πολλές δεκαετίες πέρασαν σε ένα φιλοσοφικό κενό, όπου η δημοκρατία είναι εξ ορισμού, μια κοινή και αόριστη παραδεδεγμένος αξία, ως εάν η Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία, η Δημοκρατική Καμπότζη ή η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας δεν ισχυρίστηκαν ποτέ ότι είναι πραγματικές δημοκρατίες. (Ο Alan Charles Kors υπογραμμίζει αυτό το σημείο στο άρθρο του “The Ethics of Democracy,” Georgetown Journal of Law & Public Policy 18.) Οι νέοι μαχητές του ψυχρού πολέμου, αυτή τη φορά εναντίον της Κίνας, φαίνεται πλέον απελευθερωμένοι από τις ανησυχίες εναντίον του κεντρικού σχεδιασμού που εφαρμόζει και ο εχθρός.
Ένα άρθρο της Wall Street Journal των Alex Leary και Katy Stech Ferek από τις 7 Ιουλίου 2021 με τίτλο “Biden Builds on Trump’s Use of Investment Review Panel to Take On China,” καταδεικνύει τι εννοώ. Μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς γιγαντώνεται ο Λεβιάθαν, είτε αυτός είναι δημοκρατικός, είτε ρεπουμπλικανικός.
“Εξελισσόμενη αποστολή σημαίνει πως η επιτροπή από διάφορους φορείς με επικεφαλής το Υπουργείο Οικονομικών [η Επιτροπή για τις ξένες επενδύσεις στις ΗΠΑ (Committee on Foreign Investment in the U.S. - CFIUS] είναι να λειτουργήσει ως καταλύτης στα σχέδια της προεδρίας Μπάιντεν να αναμετρηθεί με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και πιθανό αντίζηλο της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, όπως δήλωσαν νυν και πρώην αξιωματούχοι…
Για μεγάλο μέρος της ύπαρξής του, το CFIUS εξέταζε μόνο συμφωνίες που εθελουσίως υποβάλλονταν σε αυτό για έλεγχο. Η πιο επιθετική του πορεία ξεκίνησε κατά τη διακυβέρνηση Ομπάμα η οποία ανησύχησε από την αγοραστική μανία τεχνολογικών εταιριών από Κινέζους και επιταχύνθηκε κατά τη διακυβέρνηση Τραμπ.
Το 2018, το Κογκρέσο διεύρυνε τις εξουσίες της επιτροπής με διακομματικής συναίνεσης νομοθεσία που του εκχωρούσε περισσότερες εξουσίες να αναζητά συμφωνίες που δυνητικά θα μπορούσαν να βλάψουν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ αλλά δεν είχαν υποβληθεί προς έλεγχο. Η διακυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίζει να προσθέτει προσωπικό που θα αναζητά εκείνες τις περιπτώσεις που κρίνει ότι θα έπρεπε να ελεγχθούν”.
Ο έλεγχος σε ξένες επενδύσεις εντάθηκε και σε άλλες χώρες. Μολονότι αυτή η τάση φαίνεται να απευθύνεται προς την Κίνα, εύκολα προβλέπει κανείς ότι θα πλήξει σύντομα και εταιρίες σε φίλες χώρες. Ο ίδιος ο Τραμπ έδειξε τον ολισθηρό αυτό δρόμο επιβάλλοντας δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο από συμμαχικές χώρες υπό την πρόφαση της εθνικής ασφάλειας. Ένα πρόσφατο παράδειγμα νέου ακτιβισμού από το CFIUS είναι η Magnachip Semiconductor Corp. της οποίας η εξαγορά από κινεζικά συμφέροντα έχει μπλοκαριστεί. Η Magnachip έχει την έδρα της στο Λουξεμβούργο, διεξάγει το μεγαλύτερο μέρος των δράσεών της στη Νότια Κορέα και πουλά κυρίως στη Γερμανία και την Ασία, αλλά έχει πολλούς Αμερικανούς επενδυτές και είναι ενταγμένη στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Ο έλεγχος των ξένων επενδύσεων ή του ξένου εμπορίου μοιάζει με τις διεθνείς κυρώσεις: «δουλεύει» (από την σκοπιά της αμερικανικής κυβέρνησης) γιατί απειλεί τους Αμερικανούς με σοβαρές κυρώσεις.
Πέρα από την ακραία περίπτωση ενός μαινόμενου πολέμου, νομίζω ότι δεν υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ του να απαγορεύει μια κυβέρνηση μιας ελεύθερης χώρας στους πολίτες ή τους υπηκόους της να πωλούν αγαθά και υπηρεσίες, ή επιχειρήσεις ή μετοχές επιχειρήσεων στον όποιον ξένο αγοραστή. Κάθε εταιρία που λειτουργεί στις ΗΠΑ ή είναι ενταγμένη σε κάποιο αμερικανικό χρηματιστήριο ούτως ή άλλως υπόκειται σε υπερρύθμιση και τον πιθανό πλήρη έλεγχο της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Και το να υποκρινόμαστε ότι η κυβέρνηση στην Ουάσινγκτον θα βοηθήσει την αμερικανική οικονομία να κατισχύσει (οτιδήποτε κι αν αυτό σημαίνει) επί της κινεζικής οικονομίας μιμούμενη τον κινεζικό κεντρικό σχεδιασμό, δηλαδή περιορίζοντας την οικονομική ελευθερία των Αμερικανών αποτελεί τραγική ψευδαίσθηση. Δεν κερδήθηκε, αλλά και δεν μπορούσε να κερδηθεί έτσι ο Ψυχρός Πόλεμος.
Είναι σημαντικό να διακρίνουμε πάντα ανάμεσα στους κατοίκους και τις επιχειρήσεις της Κίνας από τη μια πλευρά, και στους τυράννους τους από την άλλη - κάτι που καταδεικνύει τον κίνδυνο να χρησιμοποιούμε τη λέξη «Κίνα» τόσο για τον τύραννο, όσο και για τον τυραννούμενο. Είναι προς το συμφέρον των περισσότερων Αμερικανών - των περισσότερων ατομικά - να είναι ελεύθεροι να συναλλάσσονται με την Κίνα. Αν δεν ήταν, δεν θα χρειαζόταν να εξαναγκαστούν από την ίδια τους την κυβέρνηση να μην το κάνουν.
Αν είναι αλήθεια ότι η εμβάθυνση του κινεζικού ολοκληρωτισμού θα βοηθήσει τους ανθρώπους στη Δύση και τους ηγέτες τους να ανακαλύψουν εκ νέου τη διαφορά ανάμεσα σε μια ελεύθερη και μια ανελεύθερη χώρα, θα πρέπει γι’ αυτό να ευχαριστούμε τους φτωχούς καταπιεσμένους Κινέζους για τη βοήθεια που μας δίνουν χωρίς να το γνωρίζουν. Ίσως στην πορεία κι εκείνοι να ανακαλύψουν αυτή τη διαφορά.
--
*Ο Pierre Lemieux είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεμπέκ στο Outaouais.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Ιουλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.