Του Neil Monnery
Καθώς ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, λίγοι επισκέπτες του Χονγκ Κονγκ θα προέβλεπαν ότι αυτό το «άγονο νησί» θα αποτελούσε το σκηνικό μιας από τις σημαντικότερες εκρήξεις ανθρώπινης ευημερίας που έχει γνωρίσει ο κόσμος μας. Τέσσερα χρόνια ιαπωνικής κατοχής είχαν υποδιπλασιάσει τον πληθυσμό, είχαν ξεγυμνώσει τα εργοστάσια και τερματίσει τη συνήθη εμπορική δραστηριότητα.
Μολονότι το Χονγκ Κονγκ ήταν μια βρετανική αποικία, η μητρόπολη δεν είχε τους πόρους ώστε να παρέχει κάποια ουσιαστική οικονομική υποστήριξη. Το μόνο που μπορούσε να προσφέρει ήταν νομοκρατία, καλή διακυβέρνηση και την προθυμία να μην μπλέκεται στα πόδια εκείνων των ανθρώπων που προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν τις επιχειρήσεις τους.
Ευτυχώς αυτό ήταν αρκετό, και οι άνθρωποι του Χονγκ Κονγκ γρήγορα ξεκίνησε ξανά το διαμετακομιστικό εμπόριο με την Κίνα. Ο πληθυσμός επανήλθε και τα κατά κεφαλή εισοδήματα έφτασαν στο προπολεμικό επίπεδο των περίπου 4.000 δολαρίων ετησίων (σε προσαρμοσμένα στην αγοραστική αξία δολάρια του 2018).
Καθώς όμως αποκαθιστούταν η σταθερότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν πλήρη απαγόρευση στο σινο-αμερικανικό εμπόδιο καθώς η κομμουνιστική Κίνα του Μάο εισερχόταν στον Πόλεμο της Κορέας. Το κυρίαρχο διαμετακομιστικό εμπόριο κατέρρευσε και ένας Αμερικανός δημοσιογράφος που επισκεπτόταν το Χονγκ Κονγκ μπορούσε πλέον ξανά να το περιγράψει ως “μια θνήσκουσα πόλη”.
Αντιθέτως, η υφαντουργία βρισκόταν σε άνοδο. Κατά το 1949-50 το Χονγκ Κονγκ καλωσόρισε επιχειρηματίες της υφαντουργίας που εγκατέλειπαν την κομμουνιστική Κίνα, οι οποίοι παράλληλα με τους ντόπιους επιχειρηματίες ίδρυσαν 1.400 εργοστάσια υφαντουρίας που απασχολούσαν 80.000 ανθρώπους. Μέχρι το 1970, 17.000 εργοστάσια απασχολούσαν άμεσα 600.000 ανθρώπους.
Αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στο υποτίθεται υπέρ του ελεύθερου εμπορίου Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς οι εισαγωγές απειλούσαν τις μη ανταγωνιστικές εγχώριες βιομηχανίες των δύο χωρών. Ο Πρωθυπουργός Μακμίλλαν και ο Πρόεδρος Κένεντι προσπάθησαν να περιορίσουν τις εξαγωγές του Χονγκ Κονγκ. Έχοντας να αντιμετωπίσουν εμπόδια στην ανάπτυξη των δύο βασικών εξαγωγικών αγορών τους, οι ηγέτες του Χονγκ Κονγκ εξέταζαν αν πρέπει να εγκαταλείψουν τις προηγούμενες laissez-faire καπιταλιστικές τους πολιτικές και να υιοθετήσουν τις δημοφιλείς αλλού ρυθμίσεις και τον σχεδιασμό.
Ευτυχώς, ο βασικός υπεύθυνος για τη χάραξη πολιτικής ήταν ο John Cowperthwaite, Υπουργός οικονομικών κατά το διάστημα 1961-1971. Από την άφιξή του στο Χονγκ Κονγκ το 1945, είχε υποστηρίξει την laissez-faire προσέγγιση. Όταν ανέλαβε επικεφαλής του Υπουργείου Προμηθειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας του Χονγκ Κονγκ αμέσως μετά τον πόλεμο, είχε μάθει πόσο δυναμικός μπορούσε να είναι ο καπιταλισμός και πόσο δύσκολο ήταν για το κράτος να ξεπεράσει την απόδοση των εμπορικών εταιριών στις ανταγωνιστικές αγορές. Έχοντας ήδη περάσει μια δεκαετία ως Υφυπουργός Οικονομικών, κανείς δεν γνώριζε περισσότερα απ’ αυτόν για την οικονομική πολιτική του Χονγκ Κονγκ. Ο Cowperthwaite, μελετητής των κλασικών οικονομικών, και ιδίως του Σκωτσέζου οικονομολόγου Άνταμ Σμιθ, δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να διασφαλίσει ότι το Χονγκ Κονγκ δεν θα απομακρυνόταν από την ελεύθερη, καπιταλιστική, ανοιχτή laissez-faire οικονομία του.
Για πάνω από έξι δεκαετίας λοιπόν, το Χονγκ Κονγκ εφάρμοσε μια πολιτική “θετικού μη παρεμβατισμού” την οποία ο διάδοχος του Cowperthwaite περιέγραψε ως “την υιοθέτηση της θεώρησης ότι συνήθως είναι μάταιο και βλαπτικό για τον ρυθμό ανάπτυξης μιας οικονομίας το κράτος να προσπαθεί να σχεδιάσει την κατανομή των πόρων που είναι διαθέσιμοι στον ιδιωτικό τομέα και να ενοχλεί τις δυνάμεις της αγοράς, όσο κι αν άβολες είναι οι βραχυπρόθεσμες συνέπειές τους”.
Η πολιτική του Cowperthwaite δεν ήταν ο μη παρεμβατισμός, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Περιόριζε και ρύθμιζε τα μονοπώλια, μαχόταν εναντίον της διαφθοράς και της διαπλοκής, έμαθε να περιορίζει τις μη ασφαλείς τραπεζικές πρακτικές και παρενέβαινε όπου έβλεπε αποτυχίες της αγοράς, ιδίως στην παροχή χαμηλού κόστους στέγης. Ο Cowperthwaite πίστευε ότι η ανθρώπινη πρόοδος εξυπηρετείται καλύτερα με μια επιφυλακτική στάση απέναντι στις προτάσεις για κρατική παρέμβαση.
Χρειαζόταν διαρκής επιφυλακή ώστε να μη γλιστρήσει στον οικονομικό ακτιβισμό. Κάποτε, για παράδειγμα, οι σχολιαστές προέβλεψαν καταστροφή όταν το Χονγκ Κονγκ υποχρεώθηκε να δεχθεί περιορισμούς στις εξαγαγές φυσικού βαμβακιού στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία. Αυτό που συνέβη είναι ότι οι βιομήχανοι στράφηκαν γρήγορα σε προϊόντα βαμβακιού με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και στα ενδύματα. Όταν ο ανταγωνισμός και οι περιορισμοί στις εξαγωγές επιβράδυναν αυτού του είδους την ανάπτυξη, στράφηκαν στις συνθετικές ίνες.
Όταν υποχώρησαν αυτοί οι κλάδοι, αντί να πέσει η οικονομία σε τέλμα, άνθησαν άλλοι όπως τα πλαστικά παιχνίδια και λουλούδια. Όταν υποχώρησαν κι αυτοί, η συναρμολόγηση ηλεκτρονικών εξαρτημάτων και ραδιοφώνων παρήγαγε ακόμη καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Και ούτως καθεξής, η εμπιστοσύνη στις λύσεις της αγοράς δικαιώθηκε. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε, με πόρους να μετακινούνται μεταξύ των παραγωγικών κλάδων και στη συνέχεια με ολοένα και πιο περίπλοκες και κερδοφόρες υπηρεσίες ώστε να δημιουργηθεί η προηγμένη οικονομία που είναι σήμερα εμφανής στους λαμπρούς ουρανοξύστες του σημερινού Χονγκ Κονγκ.
Η πίστη ότι η χαμηλή φορολόγηση θα μεγιστοποιήσει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, σε συνδυασμό με μια συνετή δημοσιολογική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα οι κοινωνικές παροχές να ακολουθούν και να μη προηγούνται της οικονομικής επιτυχίας. Αλλά όντως ακολούθησαν. Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε από τα 63 έτη το 1950 στα 85 σήμερα, όντας το υψηλότερο στον κόσμο. Το 1950, ένας Αμερικανός μπορούσε να περιμένει ότι θα ζήσει πέντε χρόνια περισσότερο από κάποιον κάτοικο του Χονγκ Κονγκ - σήμερα το αντίστοιχο είναι πέντε χρόνια λιγότερο. Το 2018, η έρευνα PISA κατέταξε το Χονγκ Κονγκ 4ο στην ανάγνωση, 4ο στα μαθηματικά και 9ο στις επιστήμες. Οι ΗΠΑ κατέλαβαν την 13η, 37η και 18η θέση αντίστοιχα. Ο αριθμός των φοιτητών πρώτων πτυχίων αυξήθηκε από 700 το 1950 (με τους μισούς να σπουδάζουν ιατρική) σε πάνω από 100.000 σήμερα. Μέσα σε δύο γενιές το κατά κεφαλή ΑΕΠ αυξήθηκε από κάτω από 4.500 δολάρια το 1950 σε 64.000 δολάρια το 2008, καταδεικνύοντας έτσι τη δύναμη της κεφαλαιοποίησης της ανάπτυξης του 4% για δύο γενιές. Το 1950, το κατά κεφαλή ΑΕΠ του Χονγκ Κονγκ ήταν περίπου το ένα τρίτο του αντίστοιχου βρετανικού. Σήμερα είναι 40% υψηλότερο.
Το Χονγκ Κονγκ βρίσκεται σήμερα σε μια εποχή αβεβαιότητας. Ό,τι όμως κι αν φέρει το μέλλον, η περίοδος που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αξίζει περισσότερη προσοχή απ’ όση λαμβάνει σήμερα. Πρόκειται ίσως για το καλύτερο παράδειγμα πολιτικών που αποδίδουν πρόοδο και ευημερία που έχουμε δει μέχρι σήμερα.
*O Neil Monnery είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “A Tale of Two Economies. Hong Kong, Cuba and the two men who shaped them“.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 12 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.