Του Kristian Niemietz
Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να εντοπιστούν οι πρώτες σημαίες με σφυροδρέπανα στις διαμαρτυρίες για την κλιματική αλλαγή. Δεδομένων των απελπιστικών περιβαλλοντικών επιδόσεων των σοσιαλιστικών οικονομιών, ο σοσιαλισμός και ο περιβαλλοντισμός δεν θα έπρεπε να θεωρούνται φυσικοί συνοδοιπόροι. Στην πράξη όμως, θεωρούνται. Και ο λόγος είναι ότι οι σοσιαλιστές και οι περιβαλλοντιστές ξεκινούν από την ίδια αφετηρία: μια ανακλαστική, βαθιά αντιπάθεια προς τον καπιταλισμό, την οποία προσπαθούν στη συνέχεια να εκλογικεύσουν με εκ των υστέρων επιχειρήματα.
Αυτό συνέβαλε στη διάδοση της δημοφιλούς ιδέας ότι η κλιματική αλλαγή είναι ένα πρόβλημα που αφορά ειδικά τον καπιταλισμό - μια ιδέα που διατυπώθηκε με τον πιο διαβόητο τρόπο από την Ναόμι Κλάιν στο ευπώλητο βιβλίο της This Changes Everything. Η Κλάιν είναι ιδιαίτερα εχθρική απέναντι στην ιδέα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να αποτραπεί με την εφαρμογή σχετικά απλών, συμβατών προς τις αγορές μέτρων, όπως οι φόροι άνθρακα ή τα προγράμματα εμπορίας εκπομπών αερίων θερµοκηπίου. Για τους αντικαπιταλιστές ακτιβιστές του κλίματος, τέτοιου είδους μέτρα είναι καταδικασμένα να αποτύχουν, καθώς απλώς αλλάζουν τα κίνητρα εντός του καπιταλισμού, την ώρα που η ρίζα του προβλήματος είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Ομοίως, ο George Monbiot απορρίπτει κι αυτός τους μηχανισμούς τιμολόγησης ως έναν περισπασμό, διακηρύσσοντας ότι μόνο η συνολική αλλαγή του συστήματος θα αποδώσει. Τις προάλλες, ένα βίντεο στο οποίο υποστήριξε ότι “θα πρέπει να πάμε κατευθείαν στην καρδιά του καπιταλισμού και να τον ανατρέψουμε” έγινε ιικό.
Αλλά και στον New Statesman, η μαρξίστρια οικονομολόγος Grace Blakeley υπογράμμισε: “Ο μόνος τρόπος να σταματήσουμε την κλιματική αλλαγή είναι να αμφισβητήσουμε τη λογική του ίδιου του καπιταλισμού. Για να αντιμετωπίσουμε την υπαρξιακή απειλή έναντι της ανθρωπότητας απαιτείται μια ριζική κρατική παρέμβαση που καμία φιλελεύθερη κυβέρνηση δεν θα εξέταζε ως πιθανότητα. Αυτό σημαίνει τη δημοκρατική δημόσια ιδιοκτησία επί του μεγαλύτερου μέρους της οικονομίας, δραματικές αυξήσεις στις κρατικές δαπάνες και έλεγχοι στην κινητικότητα του κεφαλαίου”.
Μήπως έχουν δίκιο αυτοί οι αντικαπιταλιστές περιβαλλοντολόγοι; Είναι εφικτή η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να περιορίσουμε την κλιματική αλλαγή - η τιμολόγηση του άνθρακα ή μια σοσιαλιστική επανάσταση;
Πόσο αποτελεσματικός μπορεί να είναι για παράδειγμα ένας φόρος άνθρακα; Η απάντηση είναι πολύ απλή: εξαρτάται από τον φορολογικό συντελεστή. Ένας φόρος άνθρακα της τάξης της μίας λίρας ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα δεν θα είχε κάποιο ορατό αποτέλεσμα. Ένας φόρος της τάξης των 100 λιρών θα είχε τεράστιο αποτέλεσμα. Και ένας φόρος της τάξης των 1.000 λιρών θα τερμάτιζε τις περισσότερες μορφές οικονομικής δραστηριότητας που βασίζονται στον άνθρακα.
Η αποτελεσματικότητα λοιπόν δεν αποτελεί ζήτημα. Κατ' αρχήν, μπορεί κανείς να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα (ή τουλάχιστον εκείνες τις εκπομπές τις οποίες ελέγχουμε) κατά 100% μόνο μέσω ενός φόρου στον άνθρακα. Κάθε όμως μείωση των εκπομπών άνθρακα έχει κάποιο κόστος - στις συνθήκες διαβίωσης. Αυτό δεν συνιστά λόγο να μην την επιδιώξουμε, όμως το τίμημα αυτό υφίσταται.
Τι θα συνέβαινε όμως με τις εκπομπές άνθρακα αν άνθρωποι όπως η Grace Blakeley εισακούγονταν και το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας εθνικοποιούταν ώστε να γίνουμε η Λαϊκή Δημοκρατία της Μεγάλης Βρετανίας; Η απάντηση είναι: τίποτα. Αν εθνικοποιηθεί μια ιδιωτική εταιρία που έχει περιβαλλοντικό αποτύπωμα 10 τόνων διοξειδίου του άνθρακα, τότε αυτή η εταιρία θα συνεχίσει να έχει το ίδιο αποτύπωμα. Μπορεί βεβαίως κάποιος να προσθέσει τη λέξη “Λαϊκή” στην επωνυμία της, και ένα σφυροδρέπανο στο λογότυπό της. Αλλά στην πράξη τίποτα δεν θα αλλάξει. Θα παραμένει ακριβώς η ίδια εταιρία και θα χρησιμοποιεί ακριβώς τις ίδιες μεθόδους παραγωγής και ακριβώς τις ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής.
Αυτές οι εταιρίες βεβαίως, μετά την εθνικοποίησή τους θα διοικούνται από πολιτικούς και γραφειοκράτες (ή, σύμφωνα με τη σοσιαλιστική μυθολογία, θα διοικούνται συλλογικά από την Εργατική Τάξη). Οι στόχοι και οι προτεραιότητές τους θα διαφέρουν από αυτές των επιχειρηματιών. Μπορεί, για παράδειγμα, να αποφασίσουν να περικόψουν την παραγωγή τους για να μειώσουν τις εκπομπές τους. Αυτό όμως θα μπορούσε να επιτευχθεί και με έναν φόρο άνθρακα, χωρίς την εθνικοποίηση. Ή θα μπορούσαν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην ενεργειακή τους αποδοτικότητα, ακόμα κι αν το κόστος αυτής της επένδυσης ξεπερνά την εξοικονόμηση στο ενεργειακό κόστος, αυξάνοντας αντιστοίχως τις τιμές τους. Ξανά όμως, ένας φόρος άνθρακα θα μπορούσε επίσης να τις ωθήσει να το κάνουν αυτό. Ή θα μπορούσαν να στραφούν σε πιο δαπανηρές, χαμηλής εκπομπής άνθρακα πηγές ενέργειας. Ξανά όμως, κι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω ενός φόρου άνθρακα. Σε καμία περίπτωση όλα αυτά δεν προϋποθέτουν την ανάληψη της διοίκησης από το κράτος.
Και στις δύο περιπτώσεις το τίμημα είναι ακριβώς το ίδιο. Η μείωση των εκπομπών άνθρακα απαιτεί μείωση του επιπέδου διαβίωσης. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν η οικονομία είναι καπιταλιστική, σοσιαλιστική, μεικτή ή οτιδήποτε άλλο. Η “συντριβή του συστήματος” δεν αλλάζει τίποτα ως προς αυτό.
Οι δημοφιλείς μαρξιστές βλέπουν σχέσεις ισχύος και πάλη των τάξεων εκεί όπου στην πραγματικότητα υπάρχουν απλώς τα γνωστά τιμήματα που αφορούν όλα τα οικονομικά συστήματα. Η κλιματική αλλαγή δεν προκλήθηκε από την “απληστία” των “επιχειρηματικών ελίτ”. Η αλήθεια είναι πολύ πιο πεζή. Οι εταιρίες παράγουν αγαθά και υπηρεσίες που επιθυμούν οι άνθρωποι, και οι εκπομπές άνθρακα είναι ένα ατυχές υποπροϊόν αυτής της διαδικασίας. Αγοράζουμε πρόθυμα αυτά τα αγαθά και τις υπηρεσίες, ενώ ταυτόχρονα κατηγορούμε τις εταιρίες που μας τα παρέχουν ότι “καταστρέφουν τον πλανήτη” με την “απληστία” τους.
Η κλιματική αλλαγή είναι κάτι που πρέπει να μας προκαλεί ανησυχία, αλλά όχι θυμό. Δεν υπάρχουν υπαίτιοι ή κακοί σ' αυτή την ιστορία. Υπάρχουν απλώς τιμήματα. Η “δίκαιη οργή” των διαδηλωτών για το κλίμα είναι πλήρως αβάσιμη.
Οι αντικαπιταλιστές περιβαλλοντιστές βλέπουν τους εαυτούς τους ως τους τολμηρούς αντικομφοριστές που μας λένε κάποια εξαιρετικά άβολη αλήθεια την οποία οι περισσότεροι από μας φοβόμαστε υπερβολικά να αντικρίσουμε. Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Είναι απίστευτα εύκολο να κατηγορήσει κανείς γενικώς “τις επιχειρήσεις” ή το “σύστημα”. Είναι απίστευτα εύκολο να μιλήσει κανείς για την ανάγκη να “ανατρέψουμε τον καπιταλισμό” ή να εφαρμόσουμε “δημόσια ιδιοκτησία επί του μεγαλύτερου μέρους της οικονομίας”, συσκοτίζοντας έτσι την ύπαρξη των τιμημάτων. Η αλήθεια είναι πως όλοι θέλουμε “περισσότερη δράση” για την κλιματική αλλαγή, αλλά ταυτόχρονα θέλουμε αυτή να μη μας κοστίσει τίποτα. Ο μόνος λόγος που οι περιβαλλοντικοί φόροι και οιονεί φόροι δεν είναι υψηλότεροι είναι γιατί σήμερα είναι αντιδημοφιλείς.
Έτσι, όλοι επικροτούμε τις μαθητικές διαδηλώσεις, τους πράσινους ακτιβιστές και τους δημοφιλείς σήμερα “ριζοσπάστες”, αλλά όχι τους πολιτικούς που θέλουν να μας αυξήσουν το κόστος των καυσίμων και της ενέργειας. Το σύνθημα “να συντρίψουμε τον καπιταλισμό” εγγυάται ένα γερό χειροκρότημα και αμέτρητες προσκλήσεις συμμετοχής σε πάνελ δίπλα στους σπουδαίους και τους αγαθούς. Το “θα τετραπλασιάσω τους λογαριασμούς σας” από την άλλη, όχι και τόσο.
Οι “άβολες” αλήθειες ποτέ δεν ήταν τόσο βολικές.
--
Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής θεμάτων πολιτικής οικονομίας στο Institute for Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 30 Απριλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.
AP Photo/Matt Dunham