Γράφει η Μόνικα Πατριαρχέα
Οι περισσότερες χώρες δεν βρίσκονται στον δρόμο της επίτευξης των υποσχέσεων που διατύπωσαν στο πλαίσιο της Συμφωνίας των Παρισίων, καθώς η αποτελεσματική δράση για το κλίμα συχνά εμποδίζεται από τα υψηλά κόστη της απεξάρτησης από τον άνθρακα. Σε αντίθεση με άλλες χώρες ή ομάδες χωρών, η ΕΕ βελτιώνει τις επιδόσεις της στον Δείκτη Κλιματικής Αλλαγής και πετυχαίνει τους στόχους της για το κλίμα. Από την υγεία του εδάφους μέχρι τις πολιτικές για την προστασία των δασών, η ΕΕ συνεχώς επικαιροποιεί την Πράσινη Συμφωνία της και προσθέτει περισσότερα μέτρα για το κλίμα στη φαρέτρα της. Ακόμη, η ΕΕ έχει προετοιμάσει το έδαφος για τη δημιουργία της πρώτης και μεγαλύτερης αγοράς άνθρακα με το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών της ΕΕ (EU Emissions Trading Scheme - ETS) όπου οι ρυπαντές πληρώνουν για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν.
Σε πρώτη ανάγνωση, αυτός ο ισχυρός παρεμβατισμός της ΕΕ φαίνεται να αντιβαίνει τις αρχές της ελεύθερης αγοράς, καθώς δεν ταιριάζει στο πλαίσιο του συμβατικού, μη παρεμβατικού οικονομικού περιβάλλοντος που προτείνουν συνήθως οι υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς. Οι ρυθμίσεις όμως αυτές, απλώς και μόνο τιμολογώντας τις εξωτερικότητες, επιτρέπουν στην αγορά να λειτουργήσει αποτελεσματικά χωρίς να μικρορρυθμίσει τους διάφορους τομείς. Αυτό απομακρύνει τους μετέχοντες στην αγορά από τεχνολογίες έντασης άνθρακα και τους στρέφει προς την έρευνα και την καινοτομία εναλλακτικών μέσων παραγωγής.
Η ουδετερότητα άνθρακα μπορεί να επιτευχθεί μέσω δύο οδών των οποίων οι εννοιολογικές αφετηρίες διαφέρουν κατά πολύ. Από τη μία πλευρά, οι σχεδιαστές της πολιτικής μπορούν να δώσουν κίνητρα στους παίκτες στην αγορά ώστε αυτοί να πετύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές χωρίς να τους υπαγορεύσουν τα μέσα για να το πετύχουν αυτό. Ένα σύστημα ανωτάτων ορίων και δικαιωμάτων εμπορίας (“cap-and-trade”), ή ο φόρος άνθρακα είναι τέτοια παραδείγματα. Από την άλλη πλευρά, οι ρυθμιστές μπορούν να παρωθήσουν την αγορά στην κατεύθυνση συγκεκριμένων τεχνολογιών και καινοτομιών. Αυτού του είδους όμως τα υπερβολικά περιοριστικά παρεμβατικά μέτρα δημιουργούν το ρίσκο της παράλυσης της αγοράς και της μη επίτευξης των βέλτιστων αποτελεσμάτων.
Η πρόσφατη πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης φαίνεται πως αποτελεί ένα παράδειγμα της δεύτερης προσέγγισης. Έχει ως στόχο να απομακρύνει τους καταναλωτές από τεχνολογίες έντασης άνθρακα, προάγωντας ενεργά τη χρήση ηλεκτρικών αυτοκινήτων μέσω της μείωσης του ΦΠΑ και επιδοτήσεων στην αυτοκινητοβιομηχανία. Σε πρώτη ματιά, φαίνεται μια λογική πολιτική στην κατεύθυνση της απεξάρτησης από τον άνθρακα, καθώς οι έρευνες καταδεικνύουν ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα έχουν μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα από τα αυτοκίνητα που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα. Η πραγματική όμως επίδραση των μπαταριών των ηλεκτρικών αυτοκινήτων αποτελεί σήμερα διαφιλονικούμενο ζήτημα λόγω των περιβαλλοντικών κινδύνων που σχετίζονται με την εξόρυξη των αναγκαίων πρώτων υλικών για την κατασκευή τους.
Μια έκθεση του UNCTAD κατέδειξε ότι οι μεγάλες ποσότητες νερού που χρειάζονται για την εξόρυξη λιθίου, αναγκαίας πρώτης ύλης για την παραγωγή μπαταριών, οδηγούν σε μόλυνση του εδάφους και εξάντληση των υπόγειων υδάτινων πόρων, ιδίως σε αναπτυσσόμενες ή αναδυόμενες χώρες όπου και λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο μέρος της εξόρυξης. Μάλιστα, πολλές ευρωπαϊκές βιομηχανίες παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων όπως η Renault, η Mercedes και η Volkswagen εισάγουν λίθιο από την Κίνα, ή το παράγουν άμεσα εκεί στις δικές τους εγκαταστάσεις, αποφεύγοντας το βάρος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης στις δικές τους χώρες.
Ενώ τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μειώνουν το αποτύπωμα του άνθρακα της Γερμανίας, ή αντιστοίχως άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ταυτόχρονα καταδεικνύουν την περιβαλλοντική αδικία του να αντιμετωπίζουμε την κλιματική αλλαγή ως ένα εθνικό, αντί για παγκόσμιο, ζήτημα.
Η ΕΕ, αντιλαμβανόμενη αυτό το πρόβλημα, εξετάζει σήμερα έναν Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (Carbon Border Adjustment Mechanism), ή αλλιώς Συνοριακό Φόρο Άνθρακα. Στοχεύει έτσι να επιταχύνει την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050 και να αποφύγει τη “διαρροή άνθρακα” που συμβαίνει όταν εταιρίες μετακινούνται σε χώρες με πιο χαλαρές περιβαλλοντικές ρυθμίσεις. Ένας τέτοιος φόρος θα έχει άμεσα αποτελέσματα στα μέσα παραγωγής σε ό,τι αφορά τα εισαγόμενα και συναλλασσόμενα προϊόντα στην ΕΕ - ιδίως στους μεγάλους εκπομπείς.
Όπως ακριβώς και μια εισφορά επί των εκπομπών άνθρακα στην εσωτερική αγορά, έτσι και ένας συνοριακός φόρος άνθρακα μπορεί να κινητοποιήσει την αγορά ώστε να αναλάβει δράσεις έρευνας και καινοτομίας και να βρει τις καλύτερες εναλλακτικές στα ορυκτά καύσιμα. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι η παρώθηση της αγοράς σε μια συγκεκριμένη τεχνολογική κατεύθυνση μπορεί να έχει αρνητικές οικονομικές και περιβαλλοντικές παράπλευρες συνέπειες. Αυτή η διαπίστωση υπογραμμίζει την ανάγκη η απεξάρτηση από τον άνθρακα πάνω απ’ όλα να συμβαδίσει με την τεχνολογική ελευθερία.
--
Η Μόνικα Πατριαρχέα είναι ερευνήτρια στο δίκτυο Epicenter.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Ιουνίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.