Του Carlo Stagnaro
Όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι η πολιτική ενέργειας και κλίματος είναι ένα από τα πεδία - και πιθανότατα το κατεξοχήν πεδίο - όπου η διαφορά ανάμεσα στον νυν Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και στον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν είναι η μεγαλύτερη. Οι πυλώνες της ενεργειακής πολιτικής του Τραμπ ήταν η άρνησή του να εφαρμόσει μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής - τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνές επίπεδο - και η ισχυρή του υποστήριξη προς τα ορυκτά καύσιμα και ιδίως τον άνθρακα. Ο Μπάιντεν έχει προτείνει μια φιλόδοξη ατζέντα για το κλίμα για να επανεντάξει τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων και να μειώσει τις εγχώριες εκπομπές αερίων.
Από πολιτική σκοπιά, ο Μπάιντεν μπορεί να θελήσει να υιοθετήσει ίσα και αντίρροπα μέτρα όπως και ο Τραμπ: όπως ο νυν Πρόεδρος επιδότησε τα ορυκτά καύσιμα (και ιδίως τον άνθρακα), έτσι και ο νεοεκλεγείς μπορεί να θέλει να επιδοτήσει ανανεώσιμες ενέργειες και άλλα “καθαρά” καύσιμα. Και οι δύο τους κάνουν λάθος, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς του Τραμπ, η κλιματική αλλαγή συνιστά απειλή. Σε αντίθεση όμως προς τις υποσχέσεις του Μπάιντεν, η λύση δεν μπορεί να έρθει μέσα από δημόσιες κατ’ ευχέρεια δαπάνες.
Μάλιστα, ο μεγαλύτερος μοχλός της μείωσης των εκπομπών άνθρακα στις ΗΠΑ είναι η μετάβαση από τον άνθρακα στο αέριο λόγω των δυνάμεων της αγοράς. Το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει περίπου το 30% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας και το 40% της παραγωγής ηλεκτρισμού στις ΗΠΑ. Επιδοτώντας τον άνθρακα, ο Τραμπ προσπάθησε να σταματήσει τη συνεχή απώλεια ανταγωνιστικότητας του άνθρακα, και με τον τρόπο αυτό έβλαψε τόσο το κλίμα, όσο και τις αγορές. Επίσης, οι ανανεώσιμες γίνονται ολοένα και πιο ανταγωνιστικές, όμως η επιλογή τους ως νικήτριες στο παιχνίδι της ενέργειας, όπως έκαναν οι Ευρωπαίοι και όπως μπορεί να κάνει και ο Μπάιντεν, θα οδηγήσει σε αχρείαστα κόστη για τους καταναλωτές ενέργειας (και ιδίως τους ενεργειακώς φτωχούς) και μπορεί να εμποδίσει ή να επιβραδύνει την καινοτομία.
Οι δυνάμεις της αγοράς, και όχι οι πολιτικές για την παραγωγή, είναι αυτές που θα δώσουν στο τέλος στην ανθρωπότητα τα μέσα για την επίλυση της κλιματικής κρίσης. Δείτε απλώς τα δεδομένα: με την έλευση του Τραμπ στην εξουσία, αφαίρεσε πολλές από τις επιδοτήσεις στις πράσινες ενέργειες από την εποχή Ομπάμα και τις αντικατέστησε με τον άνθρακα και άλλες επιδοτήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η τάση προς μείωση των εκπομπών αερίων και της χρήσης του άνθρακα καθώς και την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας παρέμεινε σχεδόν απαράλλαχτη, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι πράσινες επιδοτήσεις δεν επέδρασαν ιδιαίτερα στη βελτίωση της υπόθεσης του κλίματος, και η αφαίρεσή του προκάλεσε λίγη ζημιά.
Ο Τραμπ δεν είναι κοντύτερα στον περιβαλλοντισμό της ελεύθερης αγοράς απ’ ό,τι αναμένεται να είναι ο Μπάιντεν. Ο Τραμπ μπορεί να αφαίρεσε κάποιες αχρείαστες ρυθμίσεις, αλλά αντικατέστησε τις παλιές επιδοτήσεις με καινούργιες. Επίμονα αρνούταν την κλιματική αλλαγή αντί να αναζητήσει λύσεις στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. Με αυτό τον τρόπο όμως πόλωσε τον διάλογο, ενισχύοντας την αντίληψη ότι το μόνο πολιτικό δίλημμα είναι ανάμεσα στην αγνόηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και την αντιμετώπισή τους μέσω του Μεγάλου Κράτους. Ο Μπάιντεν πιθανότατα θα σπρώξει το εκκρεμές προς την αντίθετη πλευρά: αποδέχεται την ύπαρξη της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αλλά θα τη δει ως μια ευκαιρία, ή ακόμη και μια πρόφαση, για να αυξήσει τις ρυθμιστικές εξουσίες του κράτους.
Η κατάσταση μπορεί να διαφέρει από μια διεθνή σκοπιά. Η απόρριψη της Συμφωνίας των Παρισίων από τον Τραμπ δεν εμπόδισε την πρόοδο στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα, και δεν σταμάτησε τη μετάβαση από τους στόχους και τα χρονοδιαγράμματα της Συμφωνίας του Κυότο προς ένα πιο εύλογο, στρατηγικό σχέδιο που βασίζεται σε συμβολές που καθορίζονται στο εθνικό επίπεδο. Η ώθηση των κρατών προς φιλικότερες προς το περιβάλλον στρατηγικές αποδίδει καλύτερα από την προσποίηση της εξώθησής τους να αναλάβουν δεσμεύσεις τις οποίες τα ίδια δεν είναι πιθανό να τηρήσουν (καθώς σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπάρχει η προθυμία) εκτός αν αυτό γίνεται μονομερώς, όπως έκανε η ΕΕ. Την ίδια ώρα, η απουσία ηγεσίας από τις ΗΠΑ έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στις περιβαλλοντικές ιδεολογίες που βλέπουν την κλιματική αλλαγή ως έναν δούρειο ίππο για την προώθηση μιας ευρύτερης πολιτικής ατζέντας. Με την επανένταξη των ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων, ο Μπάιντεν θα κληθεί να αποφασίσει αν οι ΗΠΑ θα διεκδικήσουν ηγετική θέση - υπογραμμίζοντας τη σημασία των ανοιχτών αγορών και της τεχνολογικής καινοτομίας - ή θα ενταχθούν στη χορεία των παρεμβατιστών.
Ακόμη, ανοιχτό παραμένει το ερώτημα του αν και του πώς οι ΗΠΑ θα αναβιώσουν το πολυμερές σύστημα για το κλίμα και άλλα διεθνή ζητήματα όπως η εξέλιξη των διατλαντικών σχέσεων. Από τη μία πλευρά, ο Μπάιντεν είναι πιθανότερο απ’ ό,τι ο Τραμπ να μπει σε διάλογο με την Ευρωπαϊκή Ένωση - αντί με τα κράτη-μέλη της ατομικά - ιδίως σε ό,τι αφορά τα κλιματικά ζητήματα. Από την άλλη, ο Μπάιντεν, όπως και ο Τραμπ, είναι πιθανό να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των αμερικανικών εταιριών αν αισθανθεί ότι αυτά πλήττονται. Μια πιθανή πρώτη δοκιμασία θα εμφανιστεί με τους μηχανισμούς συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM), εφόσον η Ευρώπη εφαρμόσει έναν τέτοιο μηχανισμό για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων στην αγορά της ΕΕ έναντι των ξένων προϊόντων από χώρες που δεν τιμολογούν (ή δεν τιμολογούν αρκετά) τον άνθρακα, όπως οι ΗΠΑ. Ο Λευκός Οίκος μπορεί να αντιταχθεί σε έναν ευρωπαϊκό CBAM, ή να υποστηρίξει ότι τα υφιστάμενα ή τα επερχόμενα εγχώρια μέτρα θα έχουν ως αποτέλεσμα την τιμολόγηση του άνθρακα στις ΗΠΑ στα επίπεδα της Ευρώπης, και συνεπώς τη μη κάλυψη των αμερικανικών προϊόντων από CBAM.
Στην πράξη όμως, ένα κογκρέσσο που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς μπορεί να ωθήσει τον Μπάιντεν σε συμβιβασμούς με μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς που μπορεί να υποστηρίξουν την εισαγωγή ενός ουδέτερου ως προς τα έσοδα φόρου άνθρακα ή άλλων μορφών τιμολόγησης άνθρακα, αλλά θα αντιταχθούν έντονα τον κλιματικό παρεμβατισμό που υποστηρίζει η “Ομάδα” όπως το λεγόμενο Πράσινο New Deal. Αυτό μπορεί να αποτελέσει μια ευτυχή σύμπτωση από μια οπτική ενός περιβαλλοντισμού της ελεύθερης αγοράς. Το δίλημμα ανάμεσα στην επίλυση της κλιματικής κρίσης και την προώθηση της ευημερίας σήμερα και στο μέλλον είναι ψευδές και παραπλανητικό: η ανθρώπινη επινοητικότητα είναι μεγαλύτερη τόσο από την περιβαλλοντική τύφλωση του Τραμπ, όσο και από την οικονομική έπαρση του Μπάιντεν.
--
Ο Carlo Stagnaro είναι διευθυντής του παρατηρητηρίου ψηφιακής οικονομίας του Ινστιτούτου Bruno Leoni.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Νοεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα αγγλικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.