Η ευρωπαϊκή Super League και τα οικονομικά του ποδοσφαίρου

Η ευρωπαϊκή Super League και τα οικονομικά του ποδοσφαίρου

Του Steve Davies*

Τα μέσα ενημέρωσης σήμερα είναι γεμάτα από ρεπορτάζ και αντιδράσεις για τη συγκλονιστική είδηση ότι δώδεκα ευρωπαϊκές ομάδες (μεταξύ των οποίων και έξι από την Premier League) προτείνουν την ίδρυση μιας ευρωπαϊκής Super League ως εναλλακτική του Champions League (και πιθανώς και των εγχώριων διοργανώσεων για τις ομάδες αυτές αν τα εθνικά πρωταθλήματα και οι ενώσεις πραγματοποιήσουν τις απειλές τους.

Ειλικρινά, όποιος εξεπλάγη από αυτή την εξέλιξη, ζει μάλλον στον Άρη τα τελευταία είκοσι χρόνια, καθώς αυτό συζητείται και επισείεται ως απειλή εδώ και καιρό, και η προοπτική του οδήγησε στη δημιουργία του Champions League και τις προτεινόμενες αναθεωρήσεις του. Αυτή η είδηση θα παραμείνει στο προσκήνιο για αρκετό καιρό, και νομίζω ότι θα προκαλέσει αρκετές συναισθηματικού χαρακτήρα έντονες αντιδράσεις για το πώς εξελίσσεται γενικώς η παγκόσμια οικονομία. Πολλές από τις αρχικές αντιδράσεις, ενώ εκφράστηκαν με πάθος, δεν συνέβαλαν κι αυτές το κεντρικό σημείο του ζητήματος - δεν πρόκειται για παράδειγμα για απλή απληστία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρόκειται για μια καλή ιδέα, είτε κανείς το δει από ποδοσφαιρική είτε από επιχειρηματική οπτική. Χρειάζεται να σκεφτούμε το ζήτημα με πιο αναλυτικό και οικονομικό τρόπο. Υπό αυτό το πνευμα, καταγράφω κάποιες αρχικές μου σκέψεις.

Πρώτον, η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει με σαφήνεια μια σειρά από σύγχρονες τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Μια από αυτές είναι η ολοένα και μεγαλύτερη αποσύνδεση μεταξύ των προϊόντων και των συγκεκριμένων τοποθεσιών ή των γεωγραφικώς προσδιορισμένων ταυτοτήτων (είναι η Louis Vuitton μια γαλλική εταιρία καθ’ οποιαδήποτε χρήσιμη έννοια για παράδειγμα;). Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα του σύγχρονου μάρκετινγκ, των διαδικασιών διανομής και πάνω απ’ όλα, της τηλεόρασης. Η εθνική τηλεόραση από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα προσέφερε σε συγκεκριμένες ομάδες οπαδούς στην εκάστοτε χώρα και η δορυφορική τηλεόραση σε συνδυασμό με κάποιες συγκεκριμένες παραμέτρους προσέφερε σε κάποιες ομάδες διεθνείς οπαδούς που δεν συνδέονται καθόλου με τη γεωγραφική έδρα των ομάδων αυτών. Αυτή τη φιλοδοξία έχουν και άλλες ομάδες και επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια τέτοια παγκόσμια εταιρική εικόνα (για παράδειγμα, η Manchester City και η Chelsea).

Μια άλλη τάση είναι η μετακίνηση από τις γεωγραφικές (συνήθως εθνικές) οντότητες ως τις οργανωτικές μονάδες της παγκόσμιας οικονομίας προς την κατεύθυνση των περιοχών των μεγαλουπόλεων και, ολοένα και περισσότερο, των συνομοσποδιών μεγαλουπόλεων. Η προτεινόμενη νέα λίγκα θα υπονομεύσει ριζικά τον ρόλο των εθνικών ενώσεων και ομοσπονδιών. Πρόκειται βασικά για μια λίγκα ομάδων με έδρα μεγαλουπόλεις με παγκόσμιες διασυνδέσεις (Μαδρίτη - Λονδίνο - Βαρκελώνη - Μιλάνο - Μάντσεστερ - Λίβερπουλ). Αν αυτό πετύχει, θα ακολουθήσουν και άλλες διεθνείς λίγκες (πριν από λίγα χρόνια για παράδειγμα συζητήθηκε η οργάνωση μιας “Ατλαντικής Λίγκας”). Αυτό αντανακλά επίσης την ολοένα και μικρότερη σημασία του εθνικού ανταγωνισμού (βλέπε το διεθνές ποδόσφαιρο). Η απαγόρευση συμμετοχής στις διεθνείς διοργανώσεις δεν είναι μια απειλή του μεγέθους που πολλοί νομίζουν για πολλούς παίκτες (πολύ περισσότερο δεδομένης της υποτίμησης του διεθνούς ποδοσφαίρου τα τελευταία χρόνια).

Ακόμη μια τάση είναι η μετακίνηση της οικονομικής ισχύος από την Ευρώπη προς την Ασία και ακόμη και την Αφρική. Αυτή η κίνηση έχει την έμπνευση της (για να μη μιλήσουμε για τη χρηματοδότησή της) στην Αμερική, αλλά είναι σαφές ότι η στρατηγική σκέψη πίσω από αυτήν είναι η δημιουργία ενός προϊόντος που θα πουλά έξω από την Ευρώπη, στην Ανατολική και Δυτική Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Αυτό που μπορούμε να δούμε σε αυτή την περίπτωση, αλλά και σε άλλες, είναι η εμφάνιση μιας ισχυρής πολιτικής αντίδρασης εναντίον των τάσεων αυτών. Η λίγκα αυτή είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει μια τεράστια πολιτική θύελλα. Ήδη υπάρχουν αντιδράσεις εναντίον της πρώτης από τις δύο αυτές τάσεις και κινήσεις για την εκ νέου εμπέδωση της τοπικής ιδιοκτησίας και της ταυτότητας ή της προέλευσης με διάφορους τρόπους. Αυτό είναι κάτι που υπερβαίνει τις παλιές διαιρετικές τομές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς - ευθυγραμμίζεται περισσότερο με τη νέα διαιρετική τομή μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου. Τα δεδομένα από έρευνες γνώμης που πραγματοποιήθηκαν αμέσως μετά δείχνουν ότι οι στάσεις έναντι της λίγκας διαφέρουν έντονα ανάλογα με την ηλικία, καθώς οι νεότεροι φίλαθλοι διάκεινται σε γενικές γραμμές θετικά και οι μεγαλύτεροι σε συντριπτικό ποσοστό αντιτίθενται.

Δεύτερον, αυτό καταδεικνύει σαφώς ότι αν δει κανείς τον επαγγελματικό αθλητισμό επιχειρηματικά, τότε η μονάδα του ανταγωνισμού και της ανάλυσης δεν είναι η ομάδα, αλλά η λίγκα ή ο οργανωτικός φορέας - κάτι που έχουμε δει και σε άλλα αθλήματα στο παρελθόν, όπως το κρίκετ. Με οικονομικούς πόρους, πρόκειται για ένα κλασικό παράδειγμα μιας προσπάθειας διαμόρφωσης ενός καρτέλ για την εμπέδωση ενός ρυθμισμένου ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού. Έχει όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά αυτών των προσπαθειών. Πρώτον, έχει αμυντικό χαρακτήρα. Ξεκίνησε από ομάδες όπως η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα και η Γιουβέντους που νιώθουν την πίεση του ανταγωνισμού, καθώς και - σημαντικό - από ομάδες αμερικανικής ιδιοκτησίας στην Premier League (Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Άρσεναλ). Ο λόγος είναι ότι οι ομάδες αυτές έχουν ένα επιχειρηματικό μοντέλο που εξαρτάται από την πρόκρισή τους στο Champions League και αυτή είναι πολύ αβέβαιη καθώς σήμερα υπάρχουν μέχρι και 7-8 ομάδες με ρεαλιστικές πιθανότητες να κατακτήσουν μια από τις τέσσερις θέσεις. Δεύτερον, ο στόχος του καρτέλ δεν είναι πρωτίστως η μεγιστοποίηση των εσόδων, αλλά η διασφάλιση της προβλεψιμότητας και της σταθερότητάς τους. Αυτό γίνεται από τις καθιερωμένες ομάδες και τους “νεόπλουτους” που προκάλεσαν την κρίση, αλλά τώρα πρέπει να ενταχθούν (Τσέλσι, Μάντσεστερ Σίτυ, Ατλέντικο Μαδρίτης) κλείνοντας ταυτόχρονα την πόρτα με δύναμη σε οποιονδήποτε σκέφτεται να εισβάλει (Έβερτον, Γουέστ Χαμ, Αταλάντα).

Όλα αυτά μας φέρνουν στο ερώτημα της φύσης του αγαθού που εκτιμούν οι ποδοσφαιρόφιλοι. Νομίζω ότι ολοένα και περισσότερο είναι σαφές ότι υπάρχουν δύο είδη φιλάθλων με πολύ διαφορετικές ιδέες ως προς το τι εκτιμούν. Η μία ομάδα εκτιμά την αβεβαιότητα και τον ανταγωνισμό (γιατί αυτός φέρνει περισσότερη ένταση, και η αποτυχία καθιστά γλυκύτερη την επιτυχία) καθώς και την παραδοσιακή ταυτότητα  και τις παραδοσιακές ανταγωνιστικές σχέσεις των τοπικών (δηλαδή εθνικών) διοργανώσεων. Η άλλη ομάδα επικεντρώνεται περισσότερο στους παίκτες ατομικά, στις δεξιότητές τους και το θέαμα και απλώς ακολουθεί μια εταιρική εικόνα ή ομάδα κατά τον ίδιο τρόπο που έχει κανείς ένα αγαπημένο φαγητό ή μια αγαπημένη μπύρα. Υπάρχουν λοιπόν δύο πολύ διαφορετικές ιδέες ως προς το τι είναι το “προϊόν” ή το αγαθό. Υποπτεύομαι ότι αυτά τα δύο θα διακριθούν μεταξύ τους στο μέλλον.

Μπορεί κανείς να διακρίνει ποιοι θίγονται, καθώς αυτοί είναι κι εκείνοι που αντιδρούν: η Premier League, η UEFA, η FIFA, οι εθνικές ενώσεις και οι καθιερωμένοι αναμεταδότες, και ιδίως ο Sky. Και οι παραδοσιακοί φίλαθλοι - αλλά υποθέτω ότι αν είναι οπαδοί μιας από αυτές τις ομάδες, σύντομα θα διαπιστώσουν ότι είναι πλέον μειονότητα παγκοσμίως. Τέλος, μια πτυχή αυτών των προτάσεων που λίγο αναφέρεται είναι ότι εισάγουν ένα ακόμη χαρακτηριστικό του αμερικανικού αθλητισμού, τους αυστηρούς οικονομικούς ελέγχους, και κυρίως πλαφόν αμοιβών. Αυτό θα πρέπει να αποτελέσει αφορμή σκέψης για τις ποδοσφαιρικές αρχές στην Ευρώπη. Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν σε ό,τι αφορά αυτή την ανταγωνιστική πρόκληση (γιατί περί αυτού πρόκειται - για την ίδρυση ενός ανταγωνιστή του υφιστάμενου μονοπωλιακού παρόχου ποδοσφαίρου, δηλαδή τις εθνικές ενώσεις και την UEFA) είναι να διατηρήσουν τα πράγματα ως έχουν τα τελευταία 40 χρόνια. Αυτή η τάξη πραγμάτων ούτως ή άλλως εκπνέει καθώς οι συνθήκες της μεγάλης πλειονότητας των ποδοσφαιρικών ομάδων στα διάφορα πρωταθλήματα καθιστά σαφές. Πρέπει να αναλογιστούν λοιπόν την υιοθέτηση κάποιων από τα μέτρα που προτείνει αυτή η ευρωπαϊκή λίγκα επιδιώκοντας ταυτόχρονα να ενισχύσουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό και την αβεβαιότητα που οι άνθρωποι πίσω από αυτή την πρόταση τόσο πολύ αντιπαθούν.

--

*Ο Steve Davies είναι επικεφαλής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του Institute of Economic Affairs.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 19 Απριλίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.