Του Radoslaw Sikorski
«Η πολιτικής της ΕΕ έναντι της Κίνας πρέπει να βασίζεται στις ακόλουθες αρχές: συνεργασία όπου αυτό είναι εφικτό, ανταγωνισμός όπου χρειάζεται, αντιπαράθεση όπου προσήκει. Μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει στην ΕΕ να αντιδρά με ευελιξία στην εξέλιξη των διμερών σχέσεων». Πρόκειται για ένα απόσπασμα από μια θέση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΡΡ/ΕΛΚ), του μεγαλύτερου κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την Κίνα. Μια θέση την οποία εγώ συνέγραψα.
Αυτό το έγγραφο, που προετοίμασα με μια ομάδα συνεργατών, συζητήθηκε και τέθηκε σε διαπραγμάτευση ώστε να εγκριθεί από τους 176 Ευρωβουλευτές του κόμματός μας από ολόκληρη την Ευρώπη. Έγινε αποδεκτό στις 9 Μαρτίου.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό;
Πρώτον, η ανάπτυξη μιας σχέσης με την Κίνα - ένα κράτος ολοένα και περισσότερο φιλόδοξο και επιθετικό - είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Το σχήμα αυτών των σχέσεων θα έχει επίδραση όχι μόνο στην εξωτερική πολιτική και την οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στην ίδια τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Δεύτερον, το ΕΛΚ, ως το μεγαλύτερο κόμμα του Ευρωκοινοβουλίου, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση ολόκληρης της πολιτικής ΕΕ έναντι της Κίνας.
Τρίτον, η σχέση μας με την Κίνα αλλάζει ραγδαία. Λίγες δεκαετίες πριν, η Κίνα ήταν μια φτωχή και οικονομικά οπισθοδρομική χώρα, πεινασμένη για δυτικές επενδύσεις. Μέχρι και μια δεκαετία πριν, οι κινεζικές αρχές ακολουθούσαν το αξίωμα του Ντενγκ Σιαοπίνγκ «κρύψε τη δύναμή σου, πάρε τον χρόνο σου».
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, οι δυτικές χώρες πίστεψαν ότι μετά από ένα μερικό άνοιγμα της οικονομίας της χώρας, η Κίνα θα κινούταν προς ένα πιο δημοκρατικό και διαφανές μοντέλο διακυβέρνησης. Αυτό δεν συνέβη, και οι δυτικές εταιρίες ολοένα και περισσότερο παραπονιούνταν για κλοπές πνευματικής ιδιοκτησίας, για εξαναγκαστικές μεταβιβάσεις τεχνολογίας, και την ανάγκη να ανταγωνίζονται κινεζικές εταιρίες που επιδοτούνται έντονα από το κράτος.
Ακόμη, πριν από λίγα χρόνια, η Κίνα εγκατέλειψε το τότε μοντέλο άσκησης πολιτικής προς όφελος ενός μιας πιο επιθετικής και διεκδικητικές στάσης, γνωστής ως «διπλωματία του λύκου πολεμιστή». Σήμερα, ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ δεν κρύβει πλέον τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της χώρας του. Αυτό άλλωστε δεν αποτελεί έκπληξη καθώς πρόκειται για την πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο μια ισχυρή οικονομία.
Παρ' όλα αυτά εγείρονται ανησυχίες και ενστάσεις από το γεγονός ότι το Πεκίνο απαιτεί πρόσβαση στις αγορές από τους εταίρους του και περιμένει ίση αντιμετώπιση, ενώ την ίδια ώρα δεν προσφέρει το ίδιο ως αντάλλαγμα.
Η αλλαγή στην εξωτερική πολιτική του Πεκίνου έγινε ιδιαίτερα ορατή πέρσι. Όταν κάποιες χώρες ζήτησαν μια εις βάθος έρευνα για την προέλευση της πανδημίας, ή άσκησαν κριτική στις δράσεις του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, οι αρχές αντέδρασαν με απειλές κυρώσεων ή εισήγαγαν τέτοιες κυρώσεις, όπως στην περίπτωση της Αυστραλίας.
Έτσι, μέσα σε μόλις λίγους μήνες, η στάση έναντι της Κίνας σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο επιδεινώθηκε δραματικά. Στην Αυστραλία, το 81% των ερωτηθέντων εξέφρασε μια αρνητική άποψη για την Κίνα, ποσοστό που ανέρχεται σε 74% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 85% στη Σουηδία και 73% στη Γερμανία - παρόμοιο με το αντίστοιχο στις ΗΠΑ. Μια πρόσφατη αύξηση στη δυσαρέσκεια έναντι της Κίνας είναι ορατή παντού. Και όλα αυτά οδηγούν στην ενίσχυση και την επιτάχυνση του ανταγωνισμού Πεκίνου και Ουάσινγκτον.
«Η μεγαλύτερη γεωπολιτική πρόκληση (...) στον 21ο αιώνα» - έτσι χαρακτήρισε ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken τις σχέσεις με την Κίνα. «Η Κίνα είναι η μόνη χώρα με την οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική ισχύ ώστε να αμφισβητεί σοβαρά τη σταθερότητα και τον ανοιχτό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος - όλους τους κανόνες, τις αξίες και τις σχέσεις (...),» επεσήμανε σε μια πρόσφατη ομιλία του.
Με τη σειρά του, ο επικεφαλής της CIA υποστήριξε στην αμερικανική Γερουσία ότι η Κίνα “ενισχύει με μεθοδικότητα τις δυνατότητές της να κλέβει διανοητική περιουσία, να καταπιέζει τον ίδιο της τον λαό, να παρενοχλεί τους γείτονές της, να επεκτείνει την παγκόσμια επιρροή της και να ενισχύει την επιρροή της στην αμερικανική κοινωνία”.
Ενώ οι απόψεις του Προέδρου Τζο Μπάιντεν διαφέρουν από αυτές του Ντόναλντ Τραμπ σχεδόν ως προς τα πάντα, οι σχέσεις με την Κίνα θα παραμείνουν τεταμένες. Και εξίσου σκληρές κουβέντες λέγονται και τους Αμερικανούς στο Πεκίνο. Ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ είπε σε μια από τις συναντήσεις του ότι οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη και την ασφάλεια της χώρας, όπως έγραψαν οι New York Times. Την ίδια ώρα, ο Κινέζος ηγέτης υποστηρίζει ανοιχτά ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή όπου “η ανατολή αναδύεται και η δύση υποχωρεί”.
Οι λέξεις ακολουθούνται από δράσεις. Οι κινεζικές αρχές με συνέπεια καταστρέφουν την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ, παραβιάζοντας έτσι τις προβλέψεις της συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο παρέδωσε το 1997 την κυριαρχία της πόλης στο Πεκίνο. Μάλιστα δεν απομένει πλέον τίποτα από την αρχή «μία χώρα, δύο συστήματα» σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ θα απολάμβαναν περισσότερη ελευθερία από τους ανθρώπους της ηπειρωτικής Κίνας.
Οι αρχές ακόμη ανακοινώνουν ότι για την εκατονταετηρίδας της εξουσίας του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος θα γίνει μια «ενοποίηση» με την Ταϊβάν, της ανεξαρτησίας της οποίας ποτέ δεν αναγνώρισε το Πεκίνο. Την ανεξαρτησία της νήσου την υπερασπίζονται οι Αμερικανοί.
Η κατάσταση είναι τόσο σοβαρή ώστε διεθνή επιστημονικά περιοδικά δημοσιεύουν εκτεταμένα άρθρα που αναλύουν το πώς μπορεί να αποφευχθεί ένας πόλεμος μεταξύ των δύο δυνάμεων και το ποιος θα κερδίσει στη σύγκρουση για τηνΤαϊβάν.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική του Μπάιντεν έναντι της Κίνας θα είναι μια απλή συνέχιση της πολιτικής του Τραμπ. Η κύρια διαφορά είναι ότι ο προηγούμενος πρόεδρος δεν συμβουλευόταν τους συμμάχους του, εκπλήσσοντας επανειλημμένα τον κόσμο με τις δηλώσεις και τις πράξεις του. Τη μία μέρα εγκωμίαζε την Κίνα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μαινόμενης πανδημίας και για την βούλησή της για συνεργασία, και μια στιγμή μετά κατηγορούσε το Πεκίνο γιατί δεν προετοίμασε τις ΗΠΑ ώστε να αντιμετωπίσουν τον κορονοϊό.
Στο μεταξύ, ο Μπάιντεν παραδέχεται ότι σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Κίνα χρειάζεται την υποστήριξη συμμάχων, ανακοίνωσε ότι θα επανοικοδομήσει τις σχέσεις με τους εταίρους, και είναι πιο προβλέψιμος στις δράσεις του.
Αυτό όμως δεν αλλάζει τα θεμελιώδη διλήμματα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη: πώς θα βρει τη θέση της σε μια συνθήκη ολοένα και εντεινόμενων διαμαχών; Τι πρέπει να κάνει αν ξεσπάσει πόλεμος; Πώς να αντιδράσει σε περιπτώσεις άδικης αντιμετώπισης των εταιριών μας στην κινεζική αγορά, συμπεριλαμβανομένων και των περιστατικών κλοπής διανοητικής περιουσίας; Να επιτρέψει σε κινεζικές εταιρίες, που επιδοτούνται από το κράτος, να εξαγοράσουν αντίστοιχες ευρωπαϊκές που επλήγησαν από την πανδημία; Πώς να αντιμετωπίσει την κινεζική λογοκρισία, προπαγάνδα και παραπληροφόρηση που εισβάλλουν στα ευρωπαϊκά μέσα; Τέλος, πώς να απαντήσει στις προφανείς παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Κινέζων πολιτών, μεταξύ των οποίων και της μειονότητας των Ουιγούρων; Οι απαντήσεις σε αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα μπορούν να βρεθούν στην έκθεση του ΕΡΡ/ΕΛΚ.
Αντιμετωπίζουμε μια μείζονα αλλαγή στην ισορροπία ισχύος στη διεθνή αρένα. Ακόμη και αν, αν όλα πάνε καλά, αυτός ο νέος ψυχρός πόλεμος δεν μετατραπεί σε θερμό, η προσοχή των Ηνωμένων Πολιτειών πιθανότατα θα στραφεί από την Ευρώπη προς την Ανατολική Ασία.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπώς θα υποχρεωθεί να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες για την ασφάλειά της, ιδίως στην άμεση γειτονιά μας: τη Μεσόγειο και την Ανατολή. Κι αυτό διότι ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα για τα επόμενα χρόνια, κρίσιμο για την ειρήνη στην Ευρώπη - ιδίως στην Πολωνία και τις χώρες της περιοχής μας, είναι το εξής: σε αυτή τη νέα ισορροπία ισχύος, ποια πλευρά θα πάρει η Ρωσία;
Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος γράφουμε ότι «Η παγκόσμια πάλη ανάμεσα στη δημοκρατία και τον αυταρχισμό θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση μας με την Κίνα. Έτσι, ο χώρος για συνεργασία και οικονομικές συναλλαγές έχει συρρικνωθεί». Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε καταδικασμένοι να συγκρουστούμε. Αλλά πρέπει να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας πολύ καλύτερα.
Μόνο μια ισχυρή και ενωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να πετύχει αυτόν τον στόχο. Τα διαιρεμένα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα τα πάρουν στα σοβαρά ούτε η Κίνα, ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες.
--
Ο Radoslaw Sikorski είναι Πολωνός πολιτικός, δημοσιογράφος και πολιτικός επιστήμων και έχει διατελέσει Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Υπουργός Εξωτερικών και Πρόεδρος της Πολωνικής Βουλής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Απριλίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του 4Liberty.eu και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.