Η Γερμανία έγινε οικονομικό παράδειγμα, αλλά για τους λάθος λόγους

Η Γερμανία έγινε οικονομικό παράδειγμα, αλλά για τους λάθος λόγους

Το 2019, όταν η γερουσιαστής από τη Μασαχουσέτη Ελίζαμπεθ Γουόρεν ήταν υποψήφια για Πρόεδρος των ΗΠΑ, περιέγραψε τον εαυτό της ως «καπιταλίστρια μέχρι το μεδούλι» (capitalist to my bones) – αλλά απ’ ό,τι φάνηκε δεν ήταν ιδιαίτερα μια καπιταλίστρια αμερικάνικου τύπου.

Η Γουόρεν άσκησε κριτική στο υφιστάμενο οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ, κατηγορώντας το για «μια γενιά στασιμότητας των μισθών, αυξανόμενης ανισότητας και υποτονικής οικονομικής ανάπτυξης». Παρουσίασε μάλιστα ως καλύτερο μοντέλο οικονομίας τη Γερμανία, υπογραμμίζοντας την επιτυχία της ως παγκόσμια δύναμη στην παραγωγή προϊόντων που υποστηρίζει τις εγχώριες βιομηχανίες και τους εργαζομένους μέσω της στήριξης των εξαγωγών, του κρατικού σχεδιασμού της βιομηχανικής ανάπτυξης και της κατάρτισης των εργαζομένων.

Η ανάλυση της Warren ήταν άστοχη, τουλάχιστον σύμφωνα με τον ερευνητή του Peterson Institute, Jeromin Zettelmeyer, ο οποίος έχει διατελέσει γενικός διευθυντής οικονομικής πολιτικής στο Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών Υποθέσεων και Ενέργειας. Σε ένα άρθρο που δημοσίευσε εκείνη την περίοδο, ο Zettelmeyer υποστήριξε ότι η επιτυχία της Γερμανίας στη βιομηχανική παραγωγή δεν οφείλεται στις εμπορικές ή βιομηχανικές πολιτικές της, οι οποίες δεν είναι σημαντικά διαφορετικές ή πιο ενεργητικές από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ.

Αντίθετα, εξήγησε, η Γερμανία επωφελήθηκε μάλλον από την ευτυχή συγκυρία της ζήτησης που γνώρισαν οι μεταποιητικές εξαγωγές της στην Κίνα κατά τη φάση της υπερανάπτυξης της χώρας αυτής, παρά από στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεις εμπορικής πολιτικής. Ο Zettelmeyer τόνισε επίσης τον ρόλο του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και ιδιαίτερα του εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας που επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης της αποταμίευσης και της μείωσης της κατανάλωσης και των επενδύσεων σε σχέση με τις ΗΠΑ. Όπως έγραφε: «Το ζήτημα αφορά το ότι οι ΗΠΑ έκαναν υπερκατανάλωση τη δεκαετία του 2000, εισήγαγαν πολλά κινεζικά προϊόντα και εξειδικεύθηκαν στις υπηρεσίες».

Εάν η Γουόρεν ήταν υποψήφια για την προεδρία φέτος, ίσως να μην παρουσίαζε ξανά τη Γερμανία ως οικονομικό πρότυπο. Άλλωστε, καθόλου ρόδινη δεν είναι η εικόνα που περιγράφει το Bloomberg στο άρθρο με τίτλο «Οι μέρες της Γερμανίας ως βιομηχανικής υπερδύναμης φτάνουν στο τέλος τους» (Germany’s Days as an Industrial Superpower Are Coming to an End). Η μεγάλη αυτή οικονομία της Ευρώπης παρουσιάζεται στο άρθρο να αντιμετωπίζει μια πολύπλευρη κρίση που χαρακτηρίζεται από τη μείωση της μεταποιητικής παραγωγής από το 2017 λόγω της μείωσης της ανταγωνιστικότητας της, των παγκόσμιων οικονομικών αλλαγών και εγχώριων προκλήσεων. Η μη διαθεσιμότητα φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου έχει επιδεινώσει την ενεργειακή κρίση, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής και μειώνοντας την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων. Και δεν είναι μόνο αυτό. Όπως αναφέρεται στο άρθρο: 

«Οι ΗΠΑ απομακρύνονται από την Ευρώπη και θέλουν να ανταγωνιστούν τους υπερατλαντικούς τους συμμάχους ως προς το επενδυτικό κλίμα. Η Κίνα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος αντίπαλος και δεν αγοράζει πλέον αχόρταγα τα γερμανικά προϊόντα. … Παράλληλα με την παγκόσμια αστάθεια, η πολιτική παράλυση στο Βερολίνο εντείνει μακροχρόνια εσωτερικά ζητήματα, όπως η παλαιότητα των υποδομών, η γήρανση του εργατικού δυναμικού και η γραφειοκρατία. Το εκπαιδευτικό σύστημα, άλλοτε ισχυρό, είναι σήμερα εμβληματικό της μακροπρόθεσμης έλλειψης επενδύσεων σε δημόσιες υπηρεσίες. Το ερευνητικό ινστιτούτο Ifo εκτιμά ότι η επιδείνωση των μαθηματικών δεξιοτήτων θα κοστίσει στην οικονομία περίπου 14 τρισεκατομμύρια ευρώ (15 τρισεκατομμύρια δολάρια) σε οικονομική παραγωγή μέχρι το τέλος του αιώνα». 

Η παραγωγή της Γερμανίας τείνει σε μείωση μετά την κορύφωσή της το 2017

Αντί οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να βλέπουν τη Γερμανία για μοντέλο, θα πρέπει να την αντιμετωπίζουν ως μια προειδοποιητική ιστορία, ειδικά όσον αφορά τα προβλήματα της γραφειοκρατίας και το πλεονέκτημα της φθηνής ενέργειας – θέματα τα οποία μεταξύ άλλων εξετάζω εκτεταμένα στο βιβλίο μου The Conservative Futurist: How To Create the Sci-Fi World We Were Promised—. Η εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας, για παράδειγμα, είναι μια άσκηση οικονομικού αυτοτραυματισμού. 

--

Ο James Pethokoukis κατέχει την έδρα Dewitt Wallace στο American Enterprise Institute, όπου είναι υπεύθυνος του μπλογκ AEIdeas και φιλοξενεί το εβδομαδιαίο podcast, «Political Economy with James Pethokoukis».   

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Φεβρουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.