Του Derek Scissors
Η Ινδία ανακοίνωσε την πρώτη εκτίμησή της για την εξέλιξη του ΑΕΠ κατά το πλήρες οικονομικό έτος 2020-2021, στο -7,3%. Το ΑΕΠ επεκτάθηκε κατά το τέταρτο τρίμηνο, το ξεκίνημα μιας ανάκαμψης που στην συνέχεια ανακόπηκε από το τραγικό ξέσπασμα του COVID από τον Μάρτιο.
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις θεωρήσεις της οικονομικής τροχιάς της Ινδίας. Η πρώτη είναι ότι η μετατροπή ενός ή και δύο ετών μιας πιθανής γρήγορης ανάπτυξης σε γρήγορη συρρίκνωση, είναι καταστροφική για μια φτωχή χώρα που ελπίζει σε γρήγορα οφέλη από έναν νεανικό πληθυσμό. Η δεύτερη είναι ότι η ινδική οικονομία θα ανακάμψει εξαιρετικά καλά από τη φρικτή ανθρώπινη τραγωδία του COVID. Η τρίτη είναι πως η οικονομική ανάδυση της Ινδίας εδώ και καιρό υπερεκτιμάται. Μαντέψτε ποια από τις τρεις θεωρήσεις προσυπογράφω.
Οι Ινδοί σχολιαστές περίμεναν με ανυπομονησία την επιβράδυνση της Κίνας, προσδοκώντας τον τίτλο της «ταχύτερα αναπτυσσόμενης μεγάλης οικονομίας». Ο τίτλος αυτός, μάλιστα, μπορεί όντως να ανήκε στην Ινδία για περίπου έναν χρόνο. Είναι δύσκολο να το πει κανείς αυτό με σιγουριά, καθώς η κυβέρνηση Μόντι έχει αλλάξει πολλές φορές τη μεθοδολογία υπολογισμού του ΑΕΠ και οι αρχικές εκτιμήσεις συνήθως αναθεωρούνται προς τα κάτω, συχνότερα απ’ ό,τι προς τα πάνω.
Η ανάπτυξη κατά το οικονομικό έτος 2018-19 αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στο 6,1%, και για το 2019-20 (χρονιά σχεδόν εξ ολοκλήρου χωρίς τον COVID) ήταν ένα φτωχό 4%. Αυτή η επίδοση δεν ήταν καν η καλύτερη στην ινδική υποήπειρο. Άραγε θα καταγράψει η Ινδία μια ισχυρή ανάκαμψη από τον COVID; Βεβαίως. Αλλά λίγοι λόγοι υπάρχουν, για να πιστεύει κανείς ότι τα οφέλη στον ρυθμό αύξησης ΑΕΠ μπορούν να αντέξουν στον χρόνο.
Η μηχανή ανάπτυξης υποτίθεται ότι είναι η δημογραφική επέκταση. Καθώς οι περισσότερες από τις μεγάλες οικονομίες στον κόσμο γερνούν, από την Κίνα και την Ευρώπη μέχρι τις ΗΠΑ, το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι η αύξηση της εμπορικής ανταγωνιστικότητας της Ινδίας. Δεν υπάρχει όμως κανένα σημάδι για κάτι τέτοιο. Στο οικονομικό έτος 2018-19 - την τελευταία χρόνια όπου ο COVID δεν είχε καμία επίδραση - οι εξαγωγές ήταν μόλις 5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερες απ’ ό,τι το 2013-14.
Οι εξαγωγές υψηλής έντασης εργασίας, που θα έπρεπε να ακμάζει με τους νεότερης ηλικίας εργαζόμενους, μπορεί κανείς να πει ότι τα πήγε ακόμη χειρότερα. Οι συμβατικές εξαγωγές έντασης εργασίας έγιναν λιγότερο παγκόσμια ανταγωνιστικές στο δεύτερο μισό της τελευταίας δεκαετίας. Η υφαντουργία, ο κλασικός εξαγωγικός κλάδος έντασης εργασίας, είδε τις εισαγωγές να αυξάνονται πολύ γρηγορότερα από τις εξαγωγές κατά την περίοδο αυτή. Το 2018 και το 2020, η κυβέρνηση μάλιστα αύξησε τους φόρους επί των εισαγωγών, μια χωρίς λογική κίνηση σε μια χώρα με μεγάλο πλούτο σε εργατικό δυναμικό.
Οι αισιόδοξοι μπορεί να αντιτείνουν πως οι πολυεθνικές πιστεύουν είτε στην μελλοντική ανταγωνιστικότητα της Ινδίας, είτε ίσως σε μια γρήγορη επέκταση της εγχώριας αγοράς. Παρά την προφανή αστάθεια, η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων αυξήθηκε σημαντικά το 2020-21. Παρ’ όλα αυτά, οι περιοχές Γκουτζαράτ, Μαχαράστρα, Κεράλα και Δελχί απορρόφησαν το 85%, αντιστοιχώντας σε λιγότερο από το 20% του πληθυσμού. Κάποια μέρη της Ινδίας φαίνονται ανταγωνιστικά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας όχι.
Προς το παρόν, η κεφαλαιακή πλευρά της οικονομίας έχει λιγότερη σημασία από την πλευρά της εργασίας, αλλά είναι επίσης αποθαρρυντική. Η συγκέντρωση ιδιωτικού ακαθάριστου σταθερού κεφαλαίου ήταν το 2019-20 μόλις 40% υψηλότερη απ’ ό,τι ο 2013-14 - μέση αύξηση μικρότερη των 6 ποσοστιαίων μονάδων ετησίως, την ώρα που θα έπρεπε να βλέπουμε διψήφια ποσοστά από μια ανερχόμενη οικονομία με το εισοδηματικό επίπεδο της Ινδίας.
Μια τέτοια οικονομία θα έπρεπε επίσης, να βελτιώνει τις φορολογικές της συνθήκες μέσω της βελτίωσης της δυνατότητας φορολόγησης. Αντί γι’ αυτό, τα ελλειμματικά έξοδα της κυβέρνησης έφτασαν σε διαδοχικά ρεκόρ τα τελευταία τρία χρόνια πριν την πανδημία. Δεν εκπλήσσει, συνεπώς, το γεγονός ότι η μεγαλύτερη κατηγορία εξόδων το 2021-2022 είναι οι πληρωμές τόκων επί χρεών, στο 20% του συνόλου. Περισσότερο από το ένα τρίτο των εσόδων που καταγράφονται προέρχεται από δανεισμό. Η Ινδία αυτοϋπονομεύεται δημοσιονομικά.
Τέλος, υπάρχει η γη, ένα πεδίο όπου η χώρα εδώ και καιρό αυτοϋπονομευεται. Το μέσο μέγεθος ενός αγροκτήματος μειώθηκε κατά τη δεκαετία πριν το 2015-16, σε κάτω από 1,1 εκτάρια. Μια λειτουργική αγορά γης θα αύξανε το εισόδημα όλων, επιτρέποντας στους λιγότερο παραγωγικούς χρήστες γης να πουλήσουν σε περισσότερο παραγωγικούς. Αυτό εμποδίζεται από κακώς ορισμένους θεσμούς συλλογικής ιδιοκτησίας. Για παράδειγμα, σε ιδιοκτησίες που διαρκώς αμφισβητούνται, μπορεί να χρειαστεί περισσότερο από μια δεκαετία για να επικυρωθούν από τα δικαστήρια οι προσπάθειες απόκτησης γης.
Τα μακροχρόνια ζητήματα της γης καθιστούν σαφές, ότι η οικονομία δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα της κυβέρνησης Μόντι. Υπό τόσο την προηγούμενη κυβέρνηση του Εθνικού Κογκρέσου, όσο και υπό τη σημερινή του BJP, η Ινδία παρουσιάζεται ότι βρίσκεται στα πρόθυρα μιας βιώσιμης ραγδαίας ανάπτυξης. Αντί γι’ αυτό, οι όποιες κορυφές είναι σύντομες και σποραδικές. Η γη, το κεφάλαιο και ιδίως η εργασία καταδεικνύουν ότι η σημερινή κατάσταση θα συνεχιστεί. Η Ινδία θα δει μια οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, νωρίτερα ή αργότερα. Και μετά θα επιστρέψει στην απογοήτευση.
--
Ο Derek Scissors είναι ερευνητικό στέλεχος του American Enterprise Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Μαρτίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.