Του Bret Swanson
Κάποια χρόνια πριν, διασκέδασα υπολογίζοντας πόσα χρήματα θα κόστιζε η κατασκευή ενός iPhone τη δεκαετία του 1990. Αφορμή γι' αυτό μου έδωσε μια ιστορία που διαδιδόταν στο διαδίκτυο.
Ένας δημοσιογράφος είχε βρει μια ολοσέλιδη διαφημιστική καταχώριση του RadioShack σε μια εφημερίδα από το 1991. Ο δημοσιογράφος αυτός εξεπλάγη όταν συνειδητοποίησε πως όλες οι 13 διαφημιζόμενες ηλεκτρονικές συσκευές - ο υπολογιστής, η κάμερα, ο αυτόματος τηλεφωνητής, το ασύρματο τηλέφωνο, κλπ - είναι σήμερα ενσωματωμένες σε ένα και μόνο iPhone. Το συνολικό κόστος αυτών των 13 συσκευών ξεπερνούσε τα 3.000 δολάρια. “Ουάου”, εξεφώνησε, “οι περισσότεροι από μας κρατάμε σήμερα ηλεκτρονικές συσκευές αξίας 3.000 δολαρίων στην παλάμη μας”.
Χαιρέτησα την κεντρική ιδέα του συγγραφέα, αλλά παρατήρησα ότι είχε εκτιμήσει λάθος την πραγματική αξία των σύγχρονων κινητών μας υπολογιστών. Στην πραγματικότητα, η υπολογιστική ισχύς, η δυνατότητα αποθήκευσης δεδομένων, και το τηλεπικοινωνιακό εύρος ζώνης ενός iPhone του 2014 θα κόστιζαν τουλάχιστον 3 εκατομμύρια δολάρια το 1991. Ο δημοσιογράφος είχε υποεκτιμήσει το ρυθμό της προόδου κατά τρεις τάξεις μεγέθους (ή κατά έναν συντελεστή 1.000).
Σε ένα πρόσφατο podcast λοιπόν, ο παλιόφιλος Rochard Bennett από το High Tech Forum αναφέρθηκε στο iPhone των 3 εκατομμυρίων δολαρίων από το 2014, έτσι αποφάσισα να ξαναδώ την εκτίμησή μου. Για τη νέα ανάλυση, εφάρμοσα την ίδια μέθοδο στο δικό μου iPhone 7 που αγόρασα το φθινόπωρο του 2016 - 25 χρόνια μετά τη διαφήμιση του RadioShack του 1991.
Το iPhone 7 μου έχει 128 gigabyte (GB) μνήμης flash, που θα κόστιζαν περίπου 5,76 εκατομμύρια το 1991. Ο Α10 επεξεργαστής του, που περιλαμβάνει ένα CPU και GPU, έχει 3,3 δισεκατομμύρια τρανζίστορ που τρέχουν στα 2,34 gigahertz (GHz) δίνοντας περίπου 120.000 εκατομμύρια οδηγίες το δευτερόλεπτο (MIPS). Αυτή η υπολογιστική ισχύς θα κόστιζε περίπου 3,6 εκατομμύρια δολάρια το 1991.
Το iPhone 7 παρέχει επίσης μια εντυπωσιακή ταχύτητα τηλεπικοινωνιών, μέσω των κινητών δικτύων 4G LTE. Οι μέγιστες και μέσες ταχύτητες κινητής τηλεφωνίας ποικίλουν ανάλογα με την γεωγραφία, το φόρτο του δικτύου και άλλες παραμέτρους, έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω την ταχύτητα που συνήθως έχω στην κινητή μου σύνδεση LTE (και όχι Wi-Fi) στο γραφείο μου. Με μόλις δύο από τις πέντε μπάρες της ισχύος του σήματος, απολαμβάνω μια σύνδεση 33 megabits το δευτερόλεπτο (Mbps). Ένα τέτοιο ασύρματο εύρος ζώνης θα κόστιζε περίπου 3,3 εκατομμύρια δολάρια το 1991.
Προσθέτοντάς τα, έχουμε 5,76 + 3,6 + 3,3 = 12,66 εκατομμύρια δολάρια που θα χρειάζονταν για να παραχθεί το σημερινό iPhone πίσω στο 1991. Και το κόστος αυτό αφορά μόλις τα τρία εξαρτήματα που είναι ευκολότερο να μετρηθούν και να συγκριθούν μέσα στο χρόνο. Αυτή η εκτίμηση δεν περιλαμβάνει την κάμερα, την απεικόνιση στην οθόνη, την μνήμη τυχαίας πρόσβασης (RAM) το MEMS γυροσκόπιο και επιταχυνσιόμετρο, ή το οποιοδήποτε άλλο από τα υπόλοιπα εντυπωσιακά μέρη και χαρακτηριστικά που φορτώθηκαν σ' αυτό το απίθανα συμπαγές πακέτο. Ούτε λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός, πράγμα που σημαίνει ότι η σύγκρισή μας μπορεί να υποεκτιμά το αποτέλεσμα του.
Αυτές οι εκτιμήσεις είναι πολύ χονδρικές. Είναι όμως ενδιαφέρον το ότι ο νέος μας υπολογισμός των 12 εκατομμυρίων δολαρίων είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος από την εκτίμηση των 3 εκατομμυρίων τρία χρόνια πριν - που τυχαίνει να είναι και ο ρυθμός του νόμου του Μουρ, δηλαδή διπλασιασμός κάθε περίπου 18 μήνες. Σύμφωνα με πολλούς ισχυρισμούς, ο νόμος του Μουρ επιβραδύνεται ή έχει ήδη “πεθάνει”. Αυτού του τύπου όμως οι βελτιώσεις στις επιδόσεις και το κόστος καταδεικνύουν ότι ο νόμος του Μουρ, τουλάχιστον προς το παρόν, συνεχίζει να ισχύει.
Αναδημοσίευση από το American Enterprise Institute
--
Ο Bret Swanson είναι επισκέπτης ερευνητής στο Κέντρο για τις Πολιτικές του Διαδικτύου, των Τηλεπικοινωνιών και της Τεχνολογίας του ΑΕΙ και πρόεδρος της Entropy Economics LLC, μιας εταιρίας στρατηγικών ερευνών που ειδικεύεται στην τεχνολογία, την καινοτομία και την παγκόσμια οικονομία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Αυγούστου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.