Το μυθιστόρημα της Jessamine Chan The School for Good Mothers (Νέα Υόρκη: Simon & Schuster) από το 2022 περιγράφει μια γραφειοκρατική δυστοπία στην οποία οι ακατάλληλοι γονείς -κυρίως μητέρες, αλλά όχι μόνο- διατάσσονται από τα οικογενειακά δικαστήρια να πάνε σε μια κατασκήνωση επανεκπαίδευσης που διευθύνει η Υπηρεσία Προστασίας Παιδιών.
Το πιο ανατριχιαστικό μέρος της αφήγησης είναι πιθανότατα το πόσο εύκολο είναι να φανταστεί κανείς μια πορεία προς ένα τέτοιο μέλλον. Μετά την επιτυχημένη τηλεοπτική μεταφορά του The Handmaid's Tale το 2017, η Μάργκαρετ Άτγουντ αναλογίστηκε τα εξής: «Υπάρχουν προηγούμενα στην πραγματική ζωή για όλα όσα περιγράφω στο βιβλίο», λέει. «Αποφάσισα να μην βάλω τίποτα στο βιβλίο που κάποιος κάπου δεν έχει ήδη κάνει».
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για το μυθιστόρημα της Chan. Οι ισχυρές απόψεις σχετικά με τον σωστό και τον λάθος τρόπο γονικής μέριμνας αφθονούν τόσο στον κόσμο της Τσαν όσο και στον δικό μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τεχνολογίες που μπορούν να παρακολουθούν όλες τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ γονέα και παιδιού. Ακόμη και οι σαρωτές και οι τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης που μπορούν να αντιλαμβάνονται και να παρακολουθούν από στιγμή σε στιγμή διαθέσεις και μικρο-αντιδράσεις δεν φαίνεται να ανήκουν τόσο στον τομέα της επιστημονικής φαντασίας, όσο σε προϊόντα που θα μπορούσαν να εμφανιστούν σε διαφημίσεις της Google από στιγμή σε στιγμή.
Και, φυσικά, ήδη διαθέτουμε ένα νομικό μηχανισμό για την απομάκρυνση παιδιών από ανίκανους γονείς — και καλώς. Η κακοποίηση παιδιών είναι πολύ συχνή και μπορεί να είναι απίστευτα δύσκολο να εντοπιστεί. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι στα Οικογενειακά Δικαστήρια και στην Υπηρεσία Προστασίας Παιδιών, ακόμη και όταν έχουν καλή πρόθεση, δεν έχουν πάντα τη δυνατότητα να γνωρίζουν εάν κάνουν κακό ή καλό όταν απομακρύνουν ένα παιδί από την επίβλεψη των γονέων του.
Αυτό γίνεται πιο εμφανές στις θλιβερές περιπτώσεις παιδιών που απομακρύνονται άσκοπα ή υποβάλλονται σε κακοποίηση και παραμέληση αφού τοποθετηθούν στο σύστημα αναδοχής. Αυτή η κατάσταση δυστυχώς δεν έχει μελετηθεί παρά ελάχιστα, καθώς οι υπηρεσίες παιδικής μέριμνας χρειάζεται συχνά να χρησιμοποιούν σπάνιους πόρους για την αυτοαστυνόμευσή τους.
Ο κύριος πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα της Τσαν είναι μια καταπονημένη, στερημένη ύπνου, πρόσφατα διαζευγμένη γυναίκα που χάνει την 18 μηνών κόρη της επειδή την άφησε μόνη της στο σπίτι της σε ένα ExerSaucer για 2,5 ώρες για να πάρει έναν καφέ και να ανακτήσει μερικά αρχεία από το γραφείο της. Ιδανική συμπεριφορά; Σίγουρα όχι. Ίσως ούτε καν κάτι που προκαλεί ιδιαίτερη συμπόνοια. Αλλά δεν είναι προφανές ότι αυτή η μία και μόνη κατάσταση είναι τόσο επικίνδυνη ώστε να δικαιολογεί το τραύμα της αναγκαστικής απομάκρυνσης.
Είναι μια κατάσταση που θυμίζει το κομμάτι του Salon που έγραψε η γυναίκα που άφησε τα παιδιά της σε ένα αυτοκίνητο με τα παράθυρα λίγο ανοιχτά για αέρα μια δροσερή μέρα για 5 λεπτά και έφτασε να αντιμετωπίζει επί χρόνια ποινικές διώξεις. Το συγκεκριμένο περιστατικό συνέβη σε μια γυναίκα που είχε τη δυνατότητα να γράψει επαγγελματικά για αυτό αλλά και τους πόρους ώστε να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες.
Μια έκθεση από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την ACLU διαπίστωσε ότι τα παιδιά απομακρύνονται από τα σπίτια τους λόγω συνθηκών που σχετίζονται με τη φτώχεια και όχι με την κακοποίηση ή την παραμέληση, όπως για παράδειγμα στην οικογένεια της οποίας ο οκτάχρονος γιος απομακρύνθηκε επειδή χρησιμοποιούσαν εμφιαλωμένο και όχι τρεχούμενο νερό ενώ έμεναν προσωρινά σε τροχόσπιτο μέχρι να βρουν σπίτι να νοικιάσουν. Εν μέρει λόγω των υψηλότερων ποσοστών οικονομικής δυσπραγίας μεταξύ των μαύρων και των αυτόχθονων οικογενειών, είναι πιθανότερο αυτές οι οικογένειες να διερευνηθούν από τις αρχές και να δουν τα παιδιά τους να ανατίθενται σε ανάδοχη φροντίδα.
Και παρ’ όλο που ελπίζω να έχω δίκιο όταν βλέπω την αναγκαστική επανεκπαίδευση ως κάτι που το κοινό δεν θα υποστήριζε αυτήν τη στιγμή, σίγουρα δεν είναι κάτι χωρίς προηγούμενο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το πιο ακραίο παράδειγμα είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες ιθαγενών παιδιών που απήχθησαν και εξαναγκάστηκαν να ζήσουν σε «Οικοτροφεία Ινδιάνων» μεταξύ του 1860 και του 1960 με το επιχείρημα ότι το κράτος ήξερε τι ήταν καλύτερο για αυτά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν ήδη πόρους για εκπαίδευση στο σπίτι για άτομα των οποίων τα παιδιά θα μπορούσαν διαφορετικά να απομακρυνθούν από τις οικογένειές τους. Δεν έχω κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα να κάνω σε σχέση με αυτά τα προγράμματα - δεν γνωρίζω αρκετά τις λεπτομέρειες τους και είναι ένα εμπειρικό ερώτημα εάν οι τρέχουσες ενσαρκώσεις τους είναι ούτως ή άλλως χρήσιμες ή όχι.
Αλλά η ύπαρξη μιας τέτοιας πρακτικής υποδηλώνει ότι δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους σημερινούς υπεύθυνους της χάραξης πολιτικής να ανταποκρίνονται ευνοϊκά στην ιδέα να βάλουν έναν «ειδικό» της γονεϊκότητας ως υπεύθυνο για να αποφασίζει ως προς το εάν κάποιος άλλος γονέας κάνει αρκετά καλά τη δουλειά του ή όχι. Κάθε φορά που μιλάμε γι’ αυτή την στροφή προς τους ειδικούς, αξίζει πάντα να ξαναδιαβάσει κανείς το βιβλίο Illiberal Reformers του Thomas Leonard, μια συναρπαστική αφήγηση των προσπαθειών κοινωνικής μεταρρύθμισης της Προοδευτικής Εποχής που συγκεντρώνει παραδείγματα μεροληπτικών και καταπιεστικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν στο όνομα ειδικών οι οποίοι χρησιμοποίησαν την υποτιθέμενη ανώτερη γνώση τους για να «διορθώσουν» τις επιλογές άλλων ανθρώπων.
Το μυθιστόρημα της Chan απεικονίζει με οδυνηρό τρόπο τις πιθανές βλάβες από την επιλογή ενός τέτοιου δρόμου. Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω την πλοκή, οι γονείς που απειλούνται με την απώλεια των παιδιών τους παρουσιάζονται συχνά πρόθυμοι να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να το αποτρέψουν αυτό και ως εκ τούτου γίνονται ευάλωτοι σε κακοποίηση και χειραγώγηση. Η προσπάθεια προσαρμογής των ανθρώπινων σχέσεων στην τρέχουσα επιστημονική αντίληψη για το ποια συμπεριφορά είναι η «καλύτερη» καταλήγει σε εξοργιστικούς παραλογισμούς. Τελικά, το να αποδώσουμε σε γραφειοκρατικές αρχές τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν ποιος είναι ο καλύτερος τρόπο να είναι κανείς άνθρωπος στερεί τις ανθρώπινες σχέσεις από τη γνησιότητά τους. Στην αναζήτηση της τελειοποίησης της ανθρωπότητας, γινόμαστε λιγότερο ανθρώπινοι.
* Η Jayme Lemke είναι διακεκριμένη ερευνήτρια και Αναπληρώτρια Διευθύντρια Ακαδημαϊκών και Φοιτητών Προγραμμάτων στο Mercatus Center του Πανεπιστημίου George Mason καθώς και διακεκριμένη Συνεργάτιδα στο Πρόγραμμα F.A. Hayek για Προχωρημένες Σπουδές στη Φιλοσοφία, την Πολιτική και τα Οικονομικά. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Απριλίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.