Μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, ανταγωνισμός και νεοφυείς επιχειρήσεις

Μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, ανταγωνισμός και νεοφυείς επιχειρήσεις

Του James Pethokoukis

Πόσο ανησυχητικό είναι άραγε το άρθρο της Wall Street Journal, “The New Copycats: How Facebook Squashes Competition From Startups?” (Οι νέοι αντιγραφείς: Πώς το Facebook συντρίβει τον ανταγωνισμό από τις νεοφυείς εταιρείες); Νομίζω ότι υποτίθεται πως θα έπρεπε να ανησυχώ πολύ. Το άρθρο αφηγείται την ιστορία της “καυτής εφαρμογής βίντεο” Houseparty και της αναδυόμενης μάχης της με την Bonfire, μια σχεδιαζόμενη εφαρμογή ζωντανής ομαδικής συζήτησης από το Facebook. Και όπως λένε, η Houseparty δεν ήταν η μόνη:

“Οι βαθιές τσέπες των γιγάντων όπως η Facebook, η Google της Alphabet, η Apple και η Amazon.com Inc. κάνουν ολοένα και πιο δύσκολο στις νεοφυείς επιχειρήσεις να μπουν στον ανταγωνισμό και να παραμείνουν ανεξάρτητες. Οι τέσσερις αυτές εταιρίες έχουν μια συνδυασμένη κεφαλαιοποίηση αγοράς σχεδόν 2,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που χονδρικά ισοδυναμεί με το ετήσιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Γαλλίας. Η Facebook εξαγόρασε την εφαρμογή διαμοιρασμού φωτογραφιών Instagram το 2012 για 1 δισεκατομμύριο δολάρια και την υπηρεσία μηνυμάτων WhatsApp το 2014 για 22 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Google το 2013 εξαγόρασε την Waze, έναν ανταγωνιστή του Google Maps. Η Amazon το 2010 εξαγόρασε την Quidsi, την διαδικτυακή εταιρία λιανικής πίσω από ιστοτόπους όπως το diapers.com, αφού πρώτα προσπάθησε να την αντιγράψει. Πρόσφατα, οι τιτάνες αυτοί φάνηκαν να μιμούνται μικρότερους ανταγωνιστές ακόμη πιο επιθετικά. Τον Ιούλιο, μια εβδομάδα μετά την έναρξη της δημόσιας προσφοράς της Blue Apron Holdings Inc, μια θυγατρική της Amazon κατέθεσε αίτημα ευρεσιτεχνίας για ένα σύστημα παράδοσης τροφίμων με ένα σύνθημα που αντανακλούσε την προσφορά της Blue Apron. Τόσο η Google όσο και η Facebook στοχεύουν σε χαρακτηριστικά της πλατφόρμας Snapchat της Snap. Inc”.

Ποιο είναι λοιπόν ακριβώς το ζήτημα της δημόσιας πολιτικής εδώ; Το άρθρο παραθέτει δηλώσεις του Scott Stern του ΜΙΤ ο οποίος επισημαίνει ότι μια εξαγορά μπορεί να συνιστά μια “πολύ καλή νίκη” για τους ιδρυτές και επενδυτές της νεοφυούς επιχείρησης. Το σίγουρο είναι ότι ο τομέας των νεοφυών φαίνεται ιδιαίτερα ακμαίος. Σήμερα υπάρχουν περίπου 100 αμερικανικές εταιρείες “μονόκεροι” η αξία των οποίων αποτιμάται σε 1 δισεκατομμύρια δολάρια ή περισσότερα από εταιρείες επένδυσης κεφαλαίων.

Και δείτε το βαρόμετρο του Bloomberg για τις νεοφυείς:

(Την τελευταία εβδομάδα το βαρόμετρο του Bloomberg για τις νεοφυείς στις ΗΠΑ σημείωνε αύξηση 43,69% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης μας ενσωματώνει τόσο τα χρήματα που εισρέουν σε νεοφυείς επιχειρήσεις που στηρίζονται από εταιρίες επένδυσης κεφαλαίων, όσο και τις εκροές που δημιουργούν κέρδη για τους επενδυτές. Για να εξομαλυνθεί κάπως η μεταβλητότητα, υπολογίσαμε τη μέση αξία των τελευταίων 12 εβδομάδων)

Συνεπώς το πραγματικό ζήτημα είναι τότε, όπως προσθέτει ο Stern το “ανταγωνιστικό τοπίο” της αμερικανικής οικονομίας. Αυτό μας επαναφέρει στο ερώτημα του αν η κυριαρχία των τεχνολογικών γιγάντων στην αγορά είναι σήμερα κάτι το κακό. Σκέφτομαι πως είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι δημιουργούνται αρνητικές συνέπειες ως προς την ευημερία των καταναλωτών, τουλάχιστον προς το παρόν. Εξάλλου, αυτές οι εταιρείες σίγουρα λειτουργούν ως εάν η κυριαρχία τους να είναι επισφαλής, δεδομένου του πόσο στενά παρακολουθούν τους πιθανούς ανταγωνιστές τους. Παραθέτω από το άρθρο: “το Facebook, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν αυτή την τεχνολογία, έχει τη βοήθεια ενός εσωτερικού συστήματος προειδοποίησης που εντοπίζει πιθανές απειλές”. Πιο μακροπρόθεσμα, ο έλεγχος των Μεγάλων Δεδομένων από τις Μεγάλες Εταιρείες Τεχνολογίας θα αποτελέσει πιθανότατα το πεδίο της μάχης για την αντιμονοπωλιακή ρύθμιση.

--

Ο James Pethokoukis είναι αρθρογράφος και μπλόγκερ στο American Enterprise Institute (ΑΕΙ).

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Αυγούστου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του ΑΕΙ και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.