Η Βρετανία είναι βυθισμένη σε έναν «Πολιτισμικό Πόλεμο». Πρόκειται για ένα μέρος της πολιτικής αναδιάταξης που περιγράφει ο συνάδελφός μου Steve Davies στο βιβλίο του The Economics and Politics of Brexit: The Reignment of British Public Life.
Ένα από τα περίεργα χαρακτηριστικά αυτού του Πολιτισμικού Πολέμου, είναι πως φαίνεται να μην μπορούμε καν να συμφωνήσουμε σχετικά το ποιοι είναι οι εμπόλεμοι, για ποιο πράγμα πολεμούν, ή αν όλο αυτό είναι κάτι που όντως συμβαίνει ή όχι. Είναι σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς για τον Πολιτισμικό Πόλεμο χωρίς να καταλήξει να μετέχει σ’ αυτόν.
Οι άνθρωποι στην «αφυπνισμένη», προοδευτική πλευρά του Πολιτισμικού Πολέμου δεν προσπαθούν απλώς να μας πείσουν ότι η πλευρά τους έχει δίκιο και ότι πρέπει να συνταχθούμε με αυτούς. Αντιθέτως, προσπαθούν να αρνηθούν την ίδια την ύπαρξή τους. Με τα λόγια της συγγραφέα και παρουσιάστριας Afua Hirsch στον Guardian:
«Οι "αντι-woke" […] αυτοπροσδιορίζονται σε αντίθεση με μια ταυτότητα που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Είναι anti-woke, παρόλο που δεν υπάρχει "woke". [...] Κάποιος που χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη είναι πιθανό να είναι ένας δεξιός "πολεμιστής της κουλτούρας" θυμωμένος με ένα φαινόμενο που υπάρχει κυρίως στη φαντασία του».
Σύμφωνα με τα άτομα που πρόσκεινται στην πλευρά της Hirsch, «ο Πολιτισμικός Πόλεμος» υποκινείται τεχνητά και άσκοπα από μια οικονομική ελίτ, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή των ανθρώπων από τα οικονομικά προβλήματα της χώρας (ή,
στην πιο απροκάλυπτα μαρξιστική εκδοχή, να διχάσει το προλεταριάτο προκειμένου να αποτρέψει μια σοσιαλιστική επανάσταση). Το να δημιουργείς θυμό στους ανθρώπους έναντι μια φανταστικής «αφυπνισμένης ελίτ» που υποτίθεται ότι επιτίθεται στην ιστορία, τις αξίες και τον τρόπο ζωής τους, είναι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, μια καλά ενορχηστρωμένη τακτική αποπροσανατολισμού.
Το πρόβλημα με φαινόμενα όπως το «αφυπνισμένο κίνημα» ή ο «Πολιτισμικός Πόλεμος» είναι ότι είναι αναγκαστικά κάπως νεφελώδη και δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια, πόσο μάλλον να μετρηθούν. Ωστόσο, ορισμένες πτυχές τους προσφέρονται για έμμεσες μετρήσεις. Και αυτές υποδηλώνουν ότι η «αφύπνιση», όχι μόνο δεν είναι ένας επινοημένος ηθικός πανικός για το τίποτα, αλλά πρόκειται για ένα πολύ πραγματικό φαινόμενο.
Η «αφύπνιση» στα ΜΜΕ
Μια πρόσφατη ανάλυση των μέσων ενημέρωσης εξέτασε τη σχετική συχνότητα με την οποία συγκεκριμένοι όροι που σχετίζονται με μια «αφυπνισμένη» προοδευτική κοσμοθεωρία, όπως «προνόμιο των λευκών», «ασυνείδητη προκατάληψη», «πολιτισμική ιδιοποίηση», «λευκότητα» και «ρητορική μίσους», αναφέρονται στα βρετανικά ΜΜΕ.
Για τις περισσότερες λέξεις, η αύξηση ή η μείωση στη σχετική τους συχνότητα έχουν προφανή εξωτερικά συμβάντα ενεργοποίησης και ακολουθούν ακριβώς το μοτίβο που θα περιμέναμε. Για παράδειγμα, οι αναφορές στα μέσα ενημέρωσης για την «Τερέζα Μέι» αυξήθηκαν το 2010, όταν έγινε υπουργός Εσωτερικών, εκτοξεύθηκαν το 2016, όταν έγινε πρωθυπουργός και στη συνέχεια κατακρημνίστηκαν όταν παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία.
Η χρήση της λέξης «ύφεση» εκτοξεύθηκε με την έναρξη της Μεγάλης Χρηματοπιστωτικής Κρίσης και στη συνέχεια μειώθηκε ξανά με αργούς ρυθμούς. Οι αναφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκαν το 2015, κατά την έναρξη της εκστρατείας για το δημοψήφισμα για την ΕΕ, παρέμειναν αυξημένες κατά τις διαπραγματεύσεις για το Brexit, αλλά μειώθηκαν αφού συνέβη το Brexit. Και ούτω καθεξής.
Ωστόσο, για την ορολογία της αφύπνισης, οι συγγραφείς βρίσκουν ένα πολύ διαφορετικό μοτίβο. Η χρήση του λεξιλογίου woke ισοπεδώθηκε, ή ακόμα και μειώθηκε αργά, καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 και στη συνέχεια άρχισε να εκτοξεύεται κάποια στιγμή στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010.
Για παράδειγμα, η χρήση των λέξεων «ρατσισμός», «ρατσιστής» και παραγώγων, σχεδόν τριπλασιάστηκε μεταξύ των ετών 2010 και 2020, όπως και η χρήση της λέξης «δουλεία», ενώ η χρήση της «αποικιοκρατίας» διπλασιάστηκε. Η χρονοσειρά της έρευνας τελειώνει το 2020, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι το έτος εκείνο είδαμε την κορύφωση.
Καμία από αυτές τις αλλαγές δεν έχει κάποιο προφανές εξωτερικό συμβάν ενεργοποίησης. Φαίνεται μάλλον απίθανο ότι η Βρετανία ήταν τρεις φορές πιο ρατσιστική το 2020 από ό, τι ήταν το 2010.
Οι συγγραφείς εξετάζουν επίσης το πώς αυτές οι τάσεις διαφέρουν μεταξύ αριστερών, δεξιών και κεντρώων εκδόσεων. Διατυπώνουν την υπόθεση ότι, σε γενικές γραμμές, οι αριστερές εκδόσεις χρησιμοποιούν την ορολογία της αφύπνισης επιδοκιμαστικά, ενώ οι δεξιές εκδόσεις την χρησιμοποιούν απαξιωτικά.
Αποδεικνύεται ότι η έκρηξη στη χρήση της woke ορολογίας καθοδηγείται σαφώς από αριστερές δημοσιεύσεις, με τις κεντρώες και τις δεξιές δημοσιεύσεις να ακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας. Υπάρχει μόνο μία σαφής εξαίρεση σε αυτό: το 2017, ο όρος «ασφαλής χώρος» ήταν πολύ πιο πιθανό να εμφανιστεί σε δεξιόστροφες εκδόσεις (προφανώς χλευάζοντας μια υποτιθέμενη «κουλτούρα του ασφαλούς χώρου») παρά σε αριστερές. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι δίκαιο να πούμε ότι επρόκειτο για έναν μάλλον επινοημένο Πολιτισμικό Πόλεμο, δυσανάλογο με αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Αλλά αυτή είναι η εξαίρεση. Το γενικό μοτίβο είναι ότι η «αφύπνιση» καθοδηγείται από την Αριστερά και η Δεξιά απλώς αντιδρά σε αυτό, με κάποια χρονική καθυστέρηση. Σίγουρα μπορεί κανείς να επικρίνει τις δεξιόστροφες εκδόσεις ότι τσιμπάνε πολύ εύκολα το δόλωμα του Πολιτιστικού Πολέμου, αλλά δεν μπορεί κανείς να τις κατηγορήσει ότι επινοούν έναν Πολιτισμικό Πόλεμο από το τίποτα.
Η «αφύπνιση» στα σχολεία
Μια πρόσφατη έρευνα μεταξύ νεαρών ενηλίκων εξετάζει τον βαθμό στον οποίο διδάσκονται στα σχολεία έννοιες από την «Κριτική Φυλετική Θεωρία» (Critical Race Theory - CRT), είτε από δασκάλους είτε από προσκεκλημένους ομιλητές. Η έρευνα καταδεικνύει ότι το 35% των νεαρών ενηλίκων έχει συναντήσει τον όρο «συστημικός ρατσισμός» στην τάξη, το 42% έχει ακούσει στο σχολείο για την «ασυνείδητη προκατάληψη» και το 47% για το «προνόμιο των λευκών». Η πλειονότητα των μαθητών (59%) έχει συναντήσει τουλάχιστον έναν από αυτούς τους τρεις όρους.
Μπορούμε να το δούμε αυτό ως μια εκτίμηση του κατώτατου ορίου. Η έρευνα ρωτά μόνο για αυτούς τους τρεις όρους της CRT (υπάρχουν και άλλοι) και αναπόφευκτα βασίζεται στην ανάμνηση των μαθητών. (Το να υπάρχουν μαθητές που δεν θυμούνται πράγματα που έμαθαν στην τάξη δεν θα ήταν κάτι το εντελώς πρωτάκουστο.)
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα σχολεία διδάσκουν στους μαθητές αυτές τις έννοιες. Καλώς ή κακώς, η CRT είναι μέρος του σύγχρονου διαλόγου, και ήρθε για να μείνει, επομένως θα ήταν περίεργο εάν τα σχολεία λειτουργούσαν σαν να μην υπάρχει. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι έννοιες της CRT διδάσκονται ως γεγονότα, όχι ως οπτικές για τις οποίες οι μαθητές πρέπει να αποφασίσουν από μόνοι τους. Μεταξύ εκείνων των μαθητών που θυμούνται ότι είχαν διδαχθεί για τις έννοιες της CRT, μόνο ένας στους τρεις λέει ότι διδάχτηκε και για την ύπαρξη αξιοσέβαστων εναλλακτικών απόψεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα προειδοποιεί επίσης έναντι της, δημοφιλής σε μέσα του δεξιού Τύπου, ερμηνεία ότι τα σχολεία είναι εργοστάσια μαρξιστικής κατήχησης. Δείχνει ότι τα σχολεία διδάσκουν τη CRT, αλλά δείχνει επίσης ότι για την πλειονότητα των νεαρών ενηλίκων, το σχολείο δεν είναι το μέρος όπου συναντούν τις έννοιες της CRT για πρώτη φορά. Είναι περίπου εξίσου πιθανό να ακούσουν γι’ αυτές από την ομάδα των συνομηλίκων τους όσο και από τους δασκάλους τους και είναι πέντε φορές πιο πιθανό να μάθουν γι’ αυτές μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (όπου οι μισοί νέοι συναντούν για πρώτη φορά αυτές τις έννοιες) .
Έτσι, οι δεξιοί Πολιτισμικοί Πολεμιστές που αρέσκονται να επαναλαμβάνουν ότι «τα σχολεία μας έχουν καταληφθεί από αφυπνισμένους μαρξιστές», αλλά και επιμένουν ότι «το Twitter δεν είναι η πραγματική ζωή», έχουν λάθος προτεραιότητές. Όποιος όμως κι αν είναι ο μηχανισμός μετάδοσης, η Κριτική Φυλετική Θεωρία δεν είναι πλέον η περιθωριακή ακαδημαϊκή θεωρία που ήταν κάποτε. Είναι κάτι το πραγματικό και οι επικριτές του δεν κυνηγούν φαντάσματα.
Η «αφύπνιση» στον χώρο εργασίας
Μια πρόσφατη έρευνα μεταξύ ατόμων σε ηλικία εργασίας εξετάζει το πόσο διαδεδομένη είναι στην πραγματικότητα η «κατάρτιση για τη διαφορετικότητα». Δείχνει ότι μεταξύ των εργαζομένων σε μεγάλους οργανισμούς (≥250 εργαζόμενοι), πάνω από το 60% έχει λάβει μέρος σε επίσημη κατάρτιση για τη διαφορετικότητα. Ακόμη και σε μεσαίου μεγέθους οργανισμούς (100–249 εργαζόμενοι), το ένα τρίτο των εργαζομένων δηλώνει ότι έχει λάβει μέρος. Μόνο σε μικρούς οργανισμούς η κατάρτιση για τη διαφορετικότητα είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ανήκουστη.
Φυσικά, η «κατάρτιση για τη διαφορετικότητα» δεν είναι αναγκαστικά «κατήχηση αφύπνισης». Η έρευνα δεν μας λέει πολλά για το περιεχόμενο αυτών των μαθημάτων κατάρτισης, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα (και πράγματι φαίνεται πολύ πιθανό) ότι αυτά αποτελούνται κυρίως από αβλαβείς κοινοτοπίες.
Ωστόσο, η έρευνα δείχνει επίσης ότι μεταξύ των ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικά δεξιοί, εκείνοι που έχουν παρακολουθήσει προγράμματα κατάρτισης για τη διαφορετικότητα είναι πιο πιθανό να πουν ότι αισθάνονται άγχος να εκφράσουν τις απόψεις τους δημόσια από εκείνους που δεν έχουν λάβει τέτοια κατάρτιση. Δεν υπάρχει τέτοιο αποτέλεσμα μεταξύ των ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικά αριστεροί (λιγότεροι από τους οποίους έχουν εξαρχής τέτοιες ανησυχίες).
Συμπέρασμα
Οι άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν καλόπιστα σχετικά με το εάν η διάδοση ιδεών «αφύπνισης» στα μέσα ενημέρωσης, στον τομέα της εκπαίδευσης, στον χώρο εργασίας και αλλού είναι κάτι καλό, κακό ή ανάμεικτο. Αυτό είναι ένα θέμα για ένα διαφορετικό άρθρο. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυριαρχία της αφύπνισης είναι κάτι το πραγματικό. Οι αφυπνισμένοι προοδευτικοί θα πρέπει να έχουν το θάρρος να υποστηρίζουν τις πεποιθήσεις τους, να υπερασπιστούν τη διάδοση των ιδεών τους και να πανηγυρίσουν τις νίκες τους, αντί απλώς να αρνούνται ότι αυτό καν συμβαίνει.
* Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής ζητημάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 4 Ιανουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.