Του Sam Bocetta
Το «ψευδείς ειδήσεις» έχει γίνει η εύκολη απάντηση για κάθε ερώτηση ή ρεπορτάζ με το οποίο διαφωνεί ή δυσαρεστείται ένα δημόσιο πρόσωπο. Μολονότι η έκφραση αυτή έγινε πρώτα δημοφιλής στις ΗΠΑ, οι πολιτικοί και οι δημοσιολόγοι σε ολόκληρη την Ευρώπη πλέον χρησιμοποιούν την ίδια απάντηση για να εκτρέψουν τη συζήτηση, να αποφύγουν τον κριτικό έλεγχο και μερικές φορές για να επισημάνουν την πραγματικότητα.
Οι ως επί το πλείστον χιουμοριστικές (αλλά δυνητικά επικίνδυνες) κατηγορίες περί ψευδών ειδήσεων έχουν γίνει συνήθεις για τους δημόσιους αξιωματούχους, τους θαμώνες των κοινωνικών μέσων και τους σχολιαστές ανά τον κόσμο. Όμως σημαίνει άραγε αυτό ότι οι ψευδές ειδήσεις και όσοι τις δημιουργούν θα πρέπει να υποστούν ρύθμιση και λογοκρισία από το κράτος;
Το επιχείρημα εναντίον της κρατικής λογοκρισίας
Από τότε που το διαδίκτυο έγινε το κύριο μέσο της επαγγελματικής και ατομικής επικοινωνίας και του εμπορίου, δέχεται επιθέσεις από διάφορους κρατικούς φορείς, από υποστηρικτές της κοινωνικής δικαιοσύνης και ομάδες παρατηρητηρίων που θέλουν να ρυθμίσουν ή να κλείσουν μεγάλα κομμάτια του.
Υπό τον μανδύα της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών, κρατικοί φορείς ανά τον κόσμο έχουν εφαρμόσει ψηφιακές ρυθμίσεις που κυμαίνονται από τις προϋποθέσεις του ευρωπαϊκού GDPR (Γενική Ρύθμιση για την Προστασία των Δεδομένων) μέχρι την επέκταση των παρεμβατικών «νόμων του κρυφακούσματος». Θα αφήσουμε τη συζήτηση περί της «διαδικτυακής ουδετερότητας» και περί των τελευταίων κατορθωμάτων του Μαρκ Ζούκεμπεργκ για μια άλλη φορά.
Ενώ οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν ότι η δημοσίευση ψευδών ή παραπλανητικών ειδήσεων μπορεί να βλάπτει το κοινό που του αξίζει ειλικρίνεια και διαφάνεια από τα κράτη και τα μέσα ενημέρωσης, η ρύθμιση του λόγου ομάδων ή του μέσου πολίτη στην εποχή της πληροφορίας δεν είναι πρακτική και είναι σχεδόν αδύνατη από τη σκοπιά του νόμου και της εφαρμογής της. Ακόμη, η πρακτική αυτή οδηγεί σε μια ολισθηρή πλαγιά που απειλεί να τιμωρήσει προστατευόμενες μορφές λόγου όπως η σάτιρα και η έγκυρη κριτική.
Σε έναν κόσμο όπου αναδύονται παντού θύλακες του οργουελικού newspeak, η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ αφενός του αιτήματος για κρατική και δημοσιογραφική εντιμότητα και αφετέρου του δικαιώματος του κοινού στην ελευθερία της έκφρασης δεν μας παρέχει εύκολες απαντήσεις.
Πώς μπορούμε να έχουμε ένα ελεύθερο, ανεμπόδιστο διαδίκτυο και ταυτόχρονα ένα κράτος-παραμάνα που ελέγχει κάθε λεπτομέρεια; Μπορεί άραγε να ελεγχθεί ποτέ ένα παγκόσμιο, χωρίς σύνορα μέσο διαλόγου και διαμοιρασμού της πληροφορίας, ή θα πρέπει οι κανόνες να αφορούν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και την κριτική ικανότητα ημών των πολιτών;
Ολοκληρωτισμός εναντίον τεχνολογίας
Πολλοί αλγόριθμοι τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να μας βοηθήσουν με το πρόβλημα των ψευδών ειδήσεων, αλλά κι αυτοί δεν είναι χωρίς σφάλματα. Ένας άλλος τρόπος είναι η χρήση πλατφορμών, μηχανών αναζήτησης και φυλλομετρητών που δεν υπόκεινται σε προκαταλήψεις ή πληρωμένες διαφημίσεις. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις βασίζονται σε μια συνεργασία μεταξύ της τεχνολογίας και των ιδιωτικών επιχειρήσεων για την ανάπτυξη δίκαιων και αμερόληπτων συστημάτων επιτήρησης.
Μερικές φορές, η τεχνολογία δεν είναι καν απαραίτητη για την εκρίζωση ψευδούς ή αναξιόπιστου περιεχομένου και των δημιουργών του. Οι περισσότερες μεγάλες πλατφόρμες χρησιμοποιούν μηχανισμούς επαλήθευσης για να προσδιορίσουν αν μια ιστοσελίδα, μια ομάδα ή ένα άτομο είναι αυτοί που λένε ότι είναι, και αποδίδουν σε τέτοιες πλατφόρμες μια επισήμανση ή ένα σύμβολο επαλήθευσης. Αυτό δεν εγγυάται πάντα την ακρίβεια, αλλά τουλάχιστον ξέρουμε ποιον να καταστήσουμε υπόλογο.
Οι ιστοσελίδες γνήσιας σάτιρας συνήθως περιλαμβάνουν μια σχετική δήλωση στο τέλος των σελίδων τους και σε κάθε ιστορία (μολονότι οι κατεργάρηδες στο The Onion δεν το κάνουν αυτό). Μπορεί κανείς να κάνει κλικ στους συνδέσμους που περιέχονται στα άρθρα για να προσδιορίσει την πηγή και να μάθει περισσότερα για τον συγγραφέα του εκάστοτε περιεχομένου. Η πληκτογράφηση ενός αποσπάσματος σε μια μηχανή αναζήτησης θα αποκαλύψει αν πρόκειται για ένα πραγματικό απόφθεγμα, το συγκείμενό του, και σε ποιον αποδίδεται. Συχνά, το μόνο που χρειάζεται είναι να παρακάμψει κανείς τους εντυπωσιοθηρικούς τίτλους καθώς και το να πάει κατευθείαν στα κουμπιά για το like και το share για να προσδιορίσει αν κάτι είναι ψευδές, σάτιρα ή ψέμα.
Όταν το ψεύδος γίνεται επικίνδυνο
Οι απάτες δεν είναι κάτι το νέο, ούτε περιορίζονται στο διαδίκτυο. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν πως αν πέσει κανείς θύμα μιας απάτης phishing, τότε του αξίζει να χάσει όλα του τα χρήματα, αλλά αυτό είναι κάπως ακραίο.
Το κράτος έχει ορίσει πως δεν προστατεύεται κάθε είδους λόγος. Το παράδειγμα που παρατίθεται συχνότερα είναι το να φωνάξει κανείς «Φωτιά!» σε έναν γεμάτο κινηματογράφο. Κάθε είδους λόγος ή κείμενο που προσδιορίζεται ότι υποκινεί σε βία μπορεί επίσης να είναι ποινικώς κολάσιμο, και βάσει του αστικού δικαίου είναι παράνομη η δημόσια συκοφάντηση ή ο λίβελος εναντίον κάποιου.
Η τεχνολογία όμως δεν έχει μόνο καταστήσει τον κόσμο ασφαλή και αποτελεσματικότερο. Έχει κάνει επίσης την επικοινωνία πιο επικίνδυνη σε κάποιες πτυχές της. Πάρτε για παράδειγμα τα deep fakes.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις στα fake
Τα deep fakes είναι βίντεο πραγματικών ανθρώπων που τροποποιούνται από λογισμικό υψηλής τεχνολογίας ώστε να φαίνεται ότι οι άνθρωποι αυτοί λένε πράγματα ψευδή ή παραπλανητικά και δεν ειπώθηκαν ποτέ από αυτούς. Είναι ένα επίπεδο κατεργαριάς παραπάνω από το απλώς να αναφέρεται κάτι εκτός του πλαισίου του.
Ένα διαβόητο πρόσφατο παράδειγμα είναι το βίντεο της Νάνσυ Πελόσι που τροποποιήθηκε ελαφρώς και επιβραδύνθηκε ώστε να φαίνεται ότι έχει πρόβλημα στην ομιλία της, υπονοώντας ότι συχνά είναι μεθυσμένη εν ώρα εργασίας.
Το πρόβλημα είναι πως τέτοια τροποποιημένα βίντεο μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη και να γίνουν επικίνδυνα όταν μας παρακινούν σε πολέμους εναντίον των εαυτών μας ή εναντίον άλλων κρατών ή μας ξεγελούν ώστε να ζητήσουμε την καταπίεσή μας. Ενώπιον αυτής της τρομακτικής εξέλιξης, οι κρατικοί φορείς στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο πιέζουν στην κατεύθυνση της ρύθμισης ή της τιμωρίας των εταιριών κοινωνικής δικτύωσης όπου δημοσιεύεται τέτοιου είδους ψευδές περιεχόμενο.
Λειτουργεί ποτέ η αυτορρύθμιση;
Έχει άραγε μια φιλοξενούσα πλατφόρμα την ευθύνη για άρθρα, βίντεο και φωτογραφίες που δημοσιεύονται και διαμοιράζονται από δημόσια πρόσωπα και ιδιώτες (ή ομάδες) αν η πρόθεσή τους αποδεχθεί κακή; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Οι γίγαντες του κλάδου της τεχνολογίας όπως το Facebook, το YouTube, and το Twitter έχουν θεσπίσει μηχανισμούς αυτορρύθμισης για να μπλοκάρουν και να αναφέρουν περιεχόμενο, αλλά υπάρχουν επίμονα παράπονα - κυρίως από τη δεξιά εναντίον της υποτιθέμενης αριστερής προκατάληψης αυτών των μέσων - πως οι προκατειλημμένοι αλγόριθμοι και οι άδικοι επιμελητές το καθιστούν μάταιο.
Η ανθρώπινη φύση μας λέει πως ακόμη κι αν κάτι αποδειχθεί ψευδές, ένας αριθμός ανθρώπων θα συνεχίσουν να πιστεύουν πως είναι αληθές και θα το μοιράζονται ακόμη εντονότερα εξαιτίας της γνωσιακής τους ασυμφωνίας ή από απλή εντυπωσιοθηρία. Αυτό οδηγεί σε βαριά κρατική παρέμβαση και ρύθμιση, μια κίνηση που μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά ως προς την απώλεια της ατομικής ελευθερίας, απ' ό,τι οι αρχικές ψευδείς ειδήσεις.
Υπάρχουν όμως πολλές πιθανότητες να οδεύουμε προς τα εκεί.
Πού βρίσκεται ο υπόλογος;
Μία ακόμη δυσκολία στην αποτίμηση της ευθύνης για τις ψευδείς ειδήσεις και τα deep fakes είναι το να εντοπιστεί το ποιος ξεκίνησε την ιστορία. Οι ίδιες υπηρεσίες εικονικού ιδιωτικού δικτύου που προάγονται έντονα ως ο τρόπος για την αντιμετώπιση του κακόβουλου λογισμικού και των ιών που συνδέονται από χάκερς για τον μέσο χρήστη του διαδικτύου, δεν καθίστανται μαγικά άχρηστες για όσους θέλουν να διαδώσουν ψευδείς ειδήσεις.
Η ανωνυμία ΙΡ που δημιουργεί ένα VPN κάνει δύσκολο στα ρυθμιστικά σώματα να βρουν ποιος πρέπει να τιμωρηθεί εξαιτίας της δυσκολίας να εντοπιστεί το αρχικό σημείο.
Ποια είναι η απάντηση; Μέχρι οι εταιρίες τεχνολογίας να βρουν έναν τρόπο να απαλλάσσονται από κακόβουλο περιεχόμενο με μια δίκαιη, απροκατάληπτη προσέγγιση, μπορεί να έγκειται σε μας να χρησιμοποιούμε το μυαλό μας για να ελέγχουμε την εγκυρότητα και να διακρίνουμε τι βλέπουμε και μοιραζόμαστε. Πρέπει επίσης να σταματήσουμε να επιβραβεύουμε τους εντυπωσιοθήρες, τους καιροσκόπους, και τους ταραχοποιούς με like, θεάσεις και share. Το περιεχόμενο δεν μπορεί να γίνει viral χωρίς τη δική μας βοήθεια.
Τελικές σκέψεις
Είμαστε αρκετά τυχεροί να ζούμε ακόμη σε μια χώρα όπου έχουμε προς το παρόν μια σχετική ελευθερία έκφρασης. Αν δεν σκοπεύετε να εγκαταλείψετε εντελώς το διαδίκτυο, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι πιθανότατα να μην περιμένετε από το κράτος να σας σώσει από τους προβοκάτορες αυτού του κόσμου.
Ένα παλιό ρητό λέει πως δεν μπορεί κανείς να νομοθετήσει εναντίον της ηλιθιότητας. Πάντα θα υπάρχουν εύπιστοι. Οι ανακλαστικές, υπερβολικές πολιτικές δεν θα το αλλάξουν αυτό, και το μόνο που θα πετύχουν είναι να αφαιρέσουν τις ελευθερίες όλων μας.
--
Ο Sam Bocetta είναι συνταξιούχος εργολάβος άμυνας για το Ναυτικό των ΗΠΑ και δημοσιογράφος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 31 Ιουλίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.