Των Philipp Lamprecht και Oscar Guinea
Δεν είναι περίεργο να πιστεύουμε ότι η ψηφιακή οικονομία γίνεται από και για τις αμερικανικές εταιρείες. Η Google είναι το παράθυρο μας στο Διαδίκτυο, αγοράζουμε μέσω του Amazon και στέλνουμε μηνύματα μέσω WhatsApp. Σύμφωνα με την πιο κοινή αφήγηση, το τρένο της ψηφιακής οικονομίας έφυγε εδώ και πολύ καιρό, αφήνοντας την Ευρώπη στο σταθμό. Αυτή η απαισιόδοξη αφήγηση είχε πραγματικές πολιτικές επιπτώσεις. Υποθέτοντας ότι η ΕΕ στερείται ανταγωνιστικότητας και υποφέρει από τεχνολογική εξάρτηση στην ψηφιακή οικονομία, η ΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ρύθμιση της ψηφιακής οικονομίας της δεν θα δημιουργήσει κόστος για τις εταιρείες της.
Όπως κάθε αστικός μύθος, αυτή η αφήγηση είναι εν μέρει αληθινή. Στις παγκόσμιες κατατάξεις είναι δύσκολο να βρεις περισσότερες από δύο ευρωπαϊκές εταιρείες στις πρώτες είκοσι θέσεις. Επιπλέον, η Ευρώπη δεν έχει αναπτύξει κανένα από τα κύρια κοινωνικά δίκτυα, επομένως η υπόθεση είναι ότι, με πιθανή εξαίρεση το Spotify, το κόστος που προκύπτει από τη νομοθεσία για τις ευρωπαϊκές ψηφιακές αγορές θα αφορά βασικά εταιρείες εκτός της Ένωσης.
Ωστόσο, οι καθημερινές δραστηριότητες του Διαδικτύου είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου της ψηφιακής οικονομίας. Πίσω από κάθε κλικ, email, δημοσίευση ή διαδικτυακό βίντεο υπάρχει μια ψηφιακή υποδομή στην οποία συμμετέχουν εκατομμύρια εταιρείες, πολλές από αυτές ευρωπαϊκές. Όσοι υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη είναι ένα παθητικό υποκείμενο της ψηφιακής οικονομίας υποτιμούν όχι μόνο το τεράστιο μέγεθος αυτού του κλάδου, αλλά και τις δυνατότητες των ευρωπαϊκών εταιρειών που εργάζονται σε αυτόν.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας υπηρεσιών υπολογιστών και τηλεπικοινωνιών στον κόσμο, μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα ή την Ινδία. Το 2021, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές υπηρεσιών ηλεκτρονικών υπολογιστών έφθασαν σε εμπορικό πλεόνασμα 129 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσοστό υψηλότερο από το εμπορικό πλεόνασμα ορισμένων υποτομέων της βιομηχανίας μηχανημάτων και αυτοκινήτων.
Αυτό το γεγονός εκπλήσσει όσους, ακολουθώντας την παραδοσιακή αφήγηση, δεν λαμβάνουν υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες αποτελούν ουσιαστικό μέρος της τεχνολογικής αρχιτεκτονικής που συντηρεί την ψηφιακή οικονομία. Στην πραγματικότητα, το 28% των μελών του 3GPP –του οργανισμού που αναπτύσσει τα τεχνολογικά πρότυπα πίσω από το 5G– είναι ευρωπαϊκές εταιρίες. Πρόκειται για υψηλότερο ποσοστό από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, των οποίων οι εταιρείες αποτελούν το 21% και το 15% αντίστοιχα.
Συνεχίζοντας τον μύθο, υπάρχουν εκείνοι που προτείνουν την επανεκβιομηχάνιση της Ευρώπης, ξεχνώντας ότι η Ευρώπη δεν είναι αποβιομηχανοποιημένη. Το 2020, η προστιθέμενη αξία του μεταποιητικού τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ της Ένωσης ήταν 14%, που παραμένει πάνω από το 13% που είχε καταγραφεί πριν από δέκα χρόνια. Το φετίχ της βιομηχανίας είχε οικονομικό νόημα όταν η αύξηση της παραγωγικότητας και οι τεχνολογικές αλλαγές ήταν ταχύτερες από ό,τι σε άλλους τομείς. Ωστόσο, εν μέρει χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, ορισμένες εταιρείες παροχής υπηρεσιών συσσωρεύουν υψηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας και καινοτομίας απ’ ό,τι οι βιομηχανικές εταιρείες.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας εμπορικός κολοσσός, με συγκριτικά πλεονεκτήματα στις εξαγωγές υλικών αγαθών, όπως χημικά προϊόντα ή αυτοκίνητα, αλλά και στις εξαγωγές υπηρεσιών πληροφόρησης και επικοινωνίας. Η κατανόηση του εύρους αυτών των δεδομένων είναι κρίσιμη. Η ψηφιακή οικονομία της ΕΕ είναι πολύτιμη και η αφήγηση πίσω από τα οικονομικά πλεονεκτήματα της Ευρώπης δεν πρέπει να κυριαρχείται υπερβολικά από τους βιομήχανους.
Επαναεστίαση στην ανταγωνιστικότητα
Τα επόμενα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εγκρίνει ένα νομικό πλαίσιο που θα ρυθμίζει την ψηφιακή οικονομία της και τις συναλλαγές της με τον υπόλοιπο κόσμο. Ορισμένες από αυτές τις πολιτικές ενισχύουν τον αστικό μύθο που βλέπει τον ευρωπαϊκό ψηφιακό τομέα ως εξαρτημένο και ανάπηρο. Αυτή η θεώρηση όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι και αντιπαραγωγική καθώς παραβλέπει το γεγονός ότι, εκτός από τις ξένες και οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα επηρεαστούν από το κόστος των λάθος εστιασμένων πολιτικών.
Εκτός από την άμεση συμμόρφωση και το διοικητικό κόστος των πολιτικών και των κανονισμών, το έμμεσο και το μακροπρόθεσμο κόστος που προκύπτει από δυναμικές και μεταγενέστερες οικονομικές επιπτώσεις συνήθως παραβλέπεται, παραμελείται ή υποβαθμίζεται στις εκτιμήσεις των κανονιστικών επιπτώσεων της ΕΕ. Καθώς οι εταιρείες και οι επενδυτές αλλάζουν την τρέχουσα και μελλοντική τους συμπεριφορά λόγω των κανονισμών, αυτές οι έμμεσες επιπτώσεις είναι στην πραγματικότητα οι πιο σημαντικές. Το περιβάλλον της Ευρώπης για τους ψηφιακούς κανονισμούς πρέπει να γίνει πιο φιλικό προς την ανάπτυξη. Πολύ συχνά, οι κανονισμοί της Ευρώπης αυξάνουν το κόστος και μειώνουν την προβλεψιμότητα για τις επιχειρήσεις.
Επιπλέον, η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και της ευημερίας της ευρωπαϊκής οικονομίας απαιτεί τη δημιουργία ρυθμιστικών γεφυρών μεταξύ της ευρωπαϊκής ψηφιακής αγοράς και του υπόλοιπου κόσμου ώστε οι εταιρείες να συνεχίσουν να αποτελούν μέρος παγκόσμιων αλυσίδων ψηφιακών υπηρεσιών. Κάθε εταιρεία που επικεντρώνεται στις εξαγωγές γνωρίζει ότι για να είναι ανταγωνιστική πρέπει να συνεργάζεται με τους καλύτερους προμηθευτές. Η ψηφιακή οικονομία δεν αποτελεί εξαίρεση. Για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, η Ευρώπη πρέπει να διατηρήσει μια τεχνολογική πολιτική που να επιτρέπει στις εταιρείες να έχουν πρόσβαση στην ψηφιακή καινοτόμα τεχνολογία αιχμής, ανεξάρτητα από το πού αυτή παρήχθη.
Αν δεν γίνει αυτό, θα προέκυπτε άλλο ένα σύνολο δαπανών για τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Οι κανονισμοί στην ψηφιακή οικονομία θα πρέπει να διευκολύνουν το άνοιγμα και να επιτρέπουν στις ευρωπαϊκές εταιρείες να έχουν πρόσβαση στους καλύτερους προμηθευτές και τις καλύτερες υπηρεσίες από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η ανοιχτή ρύθμιση είναι απαραίτητη προκειμένου οι ευρωπαϊκές εταιρείες, σε όλους τους τομείς της οικονομίας, να είναι ανταγωνιστικοί εξαγωγείς παγκοσμίως. Για παράδειγμα, το θεσμικό πλαίσιο του νόμου για την τεχνητή νοημοσύνη θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα μηχανισμό για τη χορήγηση καθεστώτος επάρκειας σε άλλες χώρες.
Η ανάγκη για ψηφιακή ηγεσία
Ένα βασικό ερώτημα είναι το πώς η Ευρώπη διαμορφώνει τη ψηφιακή της πολιτική και πώς μπορούν να βελτιωθούν οι ψηφιακές οικονομικές της επιδόσεις. Δυστυχώς, υπάρχει έλλειψη ηγεσίας πολιτικής από βασικά κράτη μέλη της ΕΕ σχετικά με τις αναδυόμενες τεχνολογίες και το τι χρειάζεται για να γίνουν ισχυρές στην ευρωπαϊκή οικονομία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ομάδα D9+ (που περιλαμβάνει σήμερα περιλαμβάνουν τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, τις Κάτω Χώρες, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Εσθονία, την Τσεχική Δημοκρατία και την Πολωνία) θα πρέπει να αναβαθμίσει την εικόνα της.
Ξεκίνησε το 2016, με εννέα χώρες που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για θέματα ψηφιακής οικονομίας οι οποίες συναντήθηκαν για να μάθουν η μια από την άλλη και να αναζητήσουν κοινό έδαφος σε θέματα πολιτικής. Έκτοτε η ομάδα αυτή επεκτάθηκε και τώρα περιλαμβάνει επίσης «φιλοξενούμενες χώρες», αλλά παραμένει ουσιαστικά μια πρωτοβουλία μικρών και μεσαίων οικονομιών ανοιχτού προσανατολισμού με έντονο ενδιαφέρον να εκμεταλλευτούν την οικονομική δύναμη της ψηφιοποίησης και τις νέες αναδυόμενες τεχνολογίες.
Οι χώρες του D9+ θα πρέπει να είναι πιο ενεργές ως προς την ανάπτυξη νέων ιδεών για το πώς θα πρέπει να εξελιχθεί η ευρωπαϊκή πολιτική, να προωθήσουν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για τη βαθιά ψηφιακή ολοκλήρωση και να διασφαλίσουν ότι η φωνή των ψηφιακά ανοιχτών οικονομιών θα ακούγεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όταν αποφασίζεται η πολιτική στις Βρυξέλλες. Οι χώρες του D9+ έχουν επίσης σαφή ρόλο στη δημιουργία καλύτερων πλαισίων στην ΕΕ για την ανταλλαγή εμπειριών και την αμοιβαία μάθηση.
Οι χώρες της ΕΕ έχουν διαφορετικές εμπειρίες στην τεχνολογική εξειδίκευση, σημαντικές γνώσεις που πρέπει να μοιραστούν και διδάγματα για να αντλήσουν. Ορισμένες από τις χώρες του D9+ κατέχουν σταθερά πολύ υψηλές θέσεις στις παγκόσμιες κατατάξεις όσον αφορά την τεχνολογία, την καινοτομία και την ψηφιακή ανταγωνιστικότητα και μπορούν να προσφέρουν οικονομικές και πολιτικές εμπειρίες που σχετίζονται με τη γενική κατεύθυνση της πολιτικής της ΕΕ. Αυτές οι χώρες έχουν ιδιαίτερη ευθύνη να χαράξουν μια νέα διαδικασία χάραξης της ψηφιακής πολιτικής της ΕΕ που θα παρέχει θετικά παραδείγματα προς μίμηση.
Για να γίνει αυτό, το D9+ πρέπει επίσης να ανανεώσει τις διαδικασίες του και να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για να βελτιώσει περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί. Για παράδειγμα, η ομάδα θα μπορούσε να προετοιμάσει πιο ολοκληρωμένα πρωτόκολλα, συμπεριλαμβανομένης της ημερήσιας διάταξης για τις συνεδριάσεις της, καθώς και ενός μακροπρόθεσμου προγράμματος εργασίας που θα παρέχει σαφή σύνδεση μεταξύ των επιμέρους συναντήσεων της. Αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί από τη σύσταση μιας μόνιμης Γραμματείας για την Ομάδα D9+ με την ικανότητα να αξιολογεί την πολιτική και τις επιδόσεις της ομάδας και να προτείνει τρόπους βελτίωσης των επιδόσεων της ΕΕ.
--
Ο Philipp Lamprecht είναι διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας (ECIPE) υπεύθυνος για την επίβλεψη των δραστηριοτήτων συγκέντρωσης κεφαλαίων. Ο Oscar Guinea είναι διακεκριμένος οικονομολόγος στο ECIPE.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Μαΐου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του ECIPE και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.